Κείμενο: Φραγκίσκα Μεγαλούδη
Φωτογραφίες: Στυλιανός Παπαρδέλας

Το ίδρυμα είναι ένα από τα δεκάδες κέντρα αποκατάστασης που έχει ιδρύσει η κυβέρνηση της Ουγκάντα προσπαθώντας να επανεντάξει τα παιδιά που είχαν απαχθεί από τους αντάρτες και έχουν πλέον επιστρέψει στα χωριά τους.

Βρισκόμαστε στο Γκούλου, μια πόλη 155.000 κατοίκων στην Βόρεια Ουγκάντα, 300  χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα Καμπάλα. Οι επαρχίες του Γκούλου και του Κιτγκούμ, μαζί με τις διπλανές περιοχές του Τέσο και του Λάγκο, μια έκταση μεγαλύτερη από το σημερινό Βέλγιο, υπήρξαν το κύριο κέντρο δράσης του περίφημου Αντιστασιακού στρατού του Κυρίου. Ενός κινήματος που υπό τις οδηγίες του «προφήτη» Τζόζεφ Κόνυ, διέπραξε μερικά από τα πιο άγρια εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Και ενώ κάποτε η διαμάχη αυτή είχε χαρακτηρισθεί ως η πιο ξεχασμένη κρίση του πλανήτη, ο Τζόζεφ Κόνυ ήρθε πάλι στην επικαιρότητα χάρη στην καμπάνια Κόνυ2012, την οποία παρακολούθησαν 80 εκ. άτομα σε λιγότερο από μια εβδομάδα.

Ο 18χρονος Πάτρικ είναι ένα από τα θύματα του πολέμου. Λίγο φαίνεται να τον απασχολεί η διασημότητα του Τζόζεφ Κόνυ. Καθισμένος σε μια πλαστική καρέκλα προσπαθεί να ανοίξει με το ένα χέρι ένα κουτάκι αναψυκτικού. Ακρωτηριάστηκε όταν πάτησε πάνω σε μια νάρκη. Η 6χρονη ομηρία του και τα όσα αναγκάστηκε να διαπράξει του έχουν αφήσει ανεξίτηλα σημάδια.

«Κοιμόμουν με τους γονείς μου κα τις 3 αδερφές μου όταν ξυπνήσαμε από τους καπνούς και τις φωτιές. Με τα όπλα μας υποχρέωσαν να τους ακολουθήσουμε. Σκότωσαν τον πατέρα μου. Μετά με ένα μεγάλο μαχαίρι ένας αντάρτης άρχισε να κόβει την μητέρα μου. Την άκουγα να ουρλιάζει κ να τους ικετεύει να την σκοτώσουν. Ξαφνικά σταμάτησε και μου έδωσε ένα ξύλο. Μου είπε πως έπρεπε να την σκοτώσω εγώ. Αρνήθηκα κ άρχισε να με χτυπάει. Μου είπε πως αν δεν την σκοτώσω θα πεθάνω. Η μητέρα μου με παρακαλούσε να το κάνω. Δεν είχα επιλογή. Κλαίγοντας άρχισα να τη χτυπάω με το ξύλο μέχρι που σταμάτησε να κουνιέται».

Ο Πάτρικ μαζί με 30 ακόμα παιδιά και ενήλικες που είχαν απαχθεί υποχρεώθηκαν να περπατήσουν χιλιόμετρα μέχρι τους καταυλισμούς των ανταρτών στο Νότιο Σουδάν. «Περπατούσαμε μέρες χωρίς φαγητό και με ελάχιστο  νερό. Ένα από τα αγόρια δεν μπορούσε να περπατήσει από τη δίψα και μας διέταξαν να τον σκοτώσουμε με τα ξύλα. Όσες γυναίκες είχαν μωρά που έκλαιγαν ο αρχηγός τις υποχρέωνε να τα πνίξουν. Μια γυναίκα αρνήθηκε και την σκότωσαν μαζί με το μωρό».

Στους καταυλισμούς, τα παιδιά διαχωρίζονταν ανάλογα με την ηλικία και το φύλο. Τα αγόρια μεταξύ 12 και 16 προορίζονταν απευθείας για στρατιώτες ενώ τα μικρότερα παιδιά για μεταφορείς και βοηθοί. Ύστερα από μια περίοδο εξαγνισμού που διαρκούσε 2 εβδομάδες και κατά την διάρκεια της οποίας τα παιδιά πλένονταν σε καθαγιασμένο νερό και αλείφονταν με ειδικό μύρο, ξεκινούσε η στρατιωτική εκπαίδευση.

Ο Πάτρικ έχασε το χέρι του κατά τη διάρκεια της μάχης. Οι κυβερνητικοί στρατιώτες τον βρήκαν αιμόφυρτο και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο. Η επανένταξη του δεν είναι εύκολη καθώς οι συγγενείς του τον απέρριψαν και αρνήθηκαν να τον δεχτούν πίσω στο χωριό του. Παραμένει στο κέντρο γιατί δεν έχει πουθενά να πάει.« Σκέφτομαι συνέχεια τη μητέρα μου. Πως μπόρεσα να τη σκοτώσω; Ποιος γιός σκοτώνει τη μητέρα του, πείτε μου;».

«Οι αντάρτες σκότωσαν τους γονείς μου και με μετέφεραν στους θάμνους. Εκεί υπήρχαν και άλλα κορίτσια που είχαν αρπάξει από τα γειτονικά χωριά. Μερικές ήταν πολύ μικρές και έκλαιγαν συνέχεια. Περπατήσαμε ώρες μέσα στη νύχτα μέχρι να φτάσουμε σε ένα ξέφωτο. Εκεί μας διέταξαν να σταματήσουμε και μας πήγαν σε μια καλύβα».

Η Μαίρη ήταν 13 χρονών όταν οι αντάρτες επιτέθηκαν στο χωριό της και την πήραν μαζί τους. Σήμερα έχει επιστρέψει στο Γκούλου μαζί με τα 2 παιδιά που απόκτησε κατά την διάρκεια της 7χρονης  ομηρίας της. Δεν μπορεί να μείνει με την οικογένεια της καθώς κανείς δεν θέλει κοντά του τα παιδιά των ανταρτών. «Φοβάσαι, δεν ξέρεις τι θα συμβεί. Και μετά έρχεται ένας άντρας, μπορεί και 50 χρονών, και σου λένε αυτός είναι ο άντρας σου. Δεν μπορείς να αρνηθείς. Σε δένουν με σκοινιά και κάποιος σε βιάζει. Και αν αρνηθείς ακόμα σε σκοτώνουν. Είναι σα να ζεις σε ένα τάφο. Αναπνές αλλά έχεις πεθάνει. Στο γκρουπ είχαν απαγάγει μια κοπέλα που ήταν έγκυος. Περίμεναν να γεννήσει το μωρό και μόλις γέννησε της το πήραν και το άφησαν να πεθάνει από την πείνα. Και μετά την έδωσαν νύφη σε έναν στρατιώτη».

Ο Πάτρικ και η Μαίρη είναι ένα από τα 60.000 αγόρια και κορίτσια που εξαναγκάστηκαν από τον Αντιστασιακό Στρατό του Κυρίου να γίνουν ανήλικοι στρατιώτες ή δόθηκαν ως «νύφες» στα μέλη των ανταρτών. Υπολογίζεται πως στη Βόρεια Ουγκάντα 1 στα 3 αγόρια και 1 στα έξι κορίτσια έπεσαν θύματα απαγωγής. Στα 20 χρόνια του πολέμου πάνω από 100.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν ενώ 1.8 εκ. υποχρεώθηκαν από την κυβέρνηση να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και μεταφέρθηκαν σε προσφυγικούς καταυλισμούς όπου οι ασθένειες, οι βιασμοί, και οι δολοφονίες ήταν καθημερινά φαινόμενα.

Και όλα αυτά γιατί; Για έναν αυτοαποκαλούμενο προφήτη που ήθελε να εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς με βάση τις Δέκα  Εντολές;  

Η μήπως η αλήθεια είναι κάπως διαφορετική;

Η ιστορία του πολέμου και του Κόνυ ξεκινάει στα μέσα της δεκαετίας του 80, όταν ο σημερινός πρόεδρος της Ουγκάντα, Γιουερι Μουσεβένι και το Εθνικό Κίνημα Αντίστασης –που αποτελεί και την σημερινή κυβέρνηση- ξεκίνησε ανταρτοπόλεμο εναντίον του διεφθαρμένου προέδρου Ομπότε. Καθώς το κίνημα του Μουσεβένι κέρδιζε όλο και περισσότερο έδαφος, ο στρατός του Ομπότε, διέπραττε όλο και μεγαλύτερες σφαγές στην Κεντρική Ουγκάντα. Για τις σφαγές αυτές η φυλή των Ατσόλι, των κατοίκων δηλαδή του Βορά, θεωρήθηκε υπεύθυνη  καθώς τα μέλη της αποτελούσαν την πλειοψηφία του κυβερνητικού στρατού. Ένα αγεφύρωτο χάσμα δημιουργήθηκε τότε μεταξύ του βορά και του νότου που αποτέλεσε και την βάση για όσα ακολούθησαν. Η εξαθλίωση των Ατσόλι  και η έλλειψη ανάπτυξης στην περιοχή, δημιούργησε τις συνθήκες για την γέννηση διάφορων πνευματικών κινημάτων που υπόσχονταν πως με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος θα ρίξουν την κυβέρνηση του Μουσεβένι και θα δώσουν στους κατοίκους του Βορά την χαμένη τους περηφάνια. Η αρχική υποστήριξη των κατοίκων στο κίνημα του Τζόζεφ Κόνυ, που πρωτοεμφανίζεται το 1987, χάνεται όταν ξεκινούν οι απαγωγές, οι ακρωτηριασμοί και οι επιθέσεις σε αμάχους. Μια πρώτη στρατιωτική επιχείρηση εναντίον του, το 1991 με το κωδικό όνομα Βοράς, αποδυναμώνει το κίνημα αλλά την κρίσιμη στιγμή ο κυβερνητικός στρατός αποχωρεί δίνοντας στον Κόνυ την  ευκαιρία να ανασυγκροτηθεί και να προβεί σε φρικιαστικά αντίποινα.

Ο Τζόζεφ Κόνυ ήταν κάτι περισσότερο από ένας αιμοδιψής πολέμαρχος. Αποτελούσε για την κεντρική κυβέρνηση ένα καλό μέσο ελέγχου και περιθωριοποίησης των κατοίκων της Βόρειας Ουγκάντας και παράλληλα ένα λόγο για να διατηρείται ανοιχτή η στρόφιγγα της ανθρωπιστικής και στρατιωτική βοηθείας στην περιοχή. Η Ουγκάντα δεν ήταν η μόνη χώρα που επωφελούταν από την ύπαρξη του. Από τα μέσα της δεκαετίας του 90 ο Κόνυ κατέφυγε στο Νότιο Σουδάν όπου η κυβέρνηση του Χαρτούμ τον χρηματοδοτούσε, χρησιμοποιώντας τον ως μέσο τρομοκρατίας των κατοίκων του Νότιου Σουδάν και ως μέσο πίεσης των ανταρτών του Νότου (SPLA) και παράλληλα της Ουγκάντα που τους υποστήριζε.

Η κυβέρνηση της Ουγκάντα, στο όνομα της προστασίας των αμάχων, συνέχιζε να στοιβάζει βίαια τους πληθυσμούς του βορά σε καταυλισμούς, αφήνοντας τους όμως στο έλεος των ανταρτών. Στο ενδιάμεσο η γη των εκτοπισθέντων δινόταν προς εκμετάλλευση σε στρατιώτες και «επενδυτές» ενώ η οικονομική βοήθεια της  Δύσης έρεε άφθονη στην Καμπάλα. Μόνο στη δεκαετία 2000-2010 περισσότερα από 1.5 δισεκατομμύρια δολάρια έχουν δοθεί στην Ουγκάντα ως οικονομική ενίσχυση στις περιοχές που δρούσε ο Τζόζεφ Κόνυ, χωρίς να υπολογιστεί το ποσό που αντιστοιχεί σε  στρατιωτική βοήθεια. 

Σήμερα η διαμάχη έχει πάρει άλλη μορφή. Οι συμφωνίες μεταξύ του Χαρτούμ και του Νοτίου Σουδάν αλλά και η αποτυχημένη στρατιωτική επέμβαση του 2002 από το στρατό της Ουγκάντα οδήγησε στην εξάπλωση των ανταρτών έξω από τις παραδοσιακές περιοχές δράσης τους. Το 2006 ο πόλεμος στην Βόρεια Ουγκάντα σταματάει και ο Κόνυ καταφεύγει στις ανατολικές επαρχίες του Κονγκό. Εκεί,  μέχρι σήμερα τουλάχιστον 3000 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους, περισσότεροι από 4000 έχουν απαχθεί ενώ οι εκτοπισμένοι υπολογίζονται σε μισό εκατομμύριο. Μια δεύτερη στρατιωτική επιχείρηση εναντίον του, το 2008 την οποία χρηματοδότησαν οι ΗΠΑ και εκτέλεσε ο στρατός της Ουγκάντα, είχε ως αποτέλεσμα να μεταφέρει ο Κόνυ την βάση του στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και να προβεί σε φρικιαστικές σφαγές στο Κονγκό ως αντίποινα. Παράλληλα όμως έδωσε το έναυσμα στην Ουγκάντα να μπει στα πλούσια εδάφη του Κονγκό και να προβεί σε λεηλασίες των φυσικών πόρων.

Σήμερα, έξι χρόνια μετά την παύση των εχθροπραξιών, ο Τζόζεφ Κόνυ δεν αποτελεί πλέον απειλή για την Ουγκάντα. Κρυμμένοι στη ζούγκλα της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας ο Κόνυ και οι αντάρτες του, κατακερματισμένοι σε μικρές ομάδες, προβαίνουν σε μικρές  επιθέσεις που αποσκοπούν στην επιβίωση τους. Οι συμφωνίες της Ουγκάντα και των ΗΠΑ για την εξουδετέρωση του και  η αποστολή αμερικανών συμβούλων το Νοέμβριο του  2011, δείχνουν ξεκάθαρα πως υπάρχει η βούληση να κλείσει το κεφάλαιο Κόνυ στην περιοχή. Τον Μάιο του 2012 ο στρατός της Ουγκάντα συνέλαβε τον Caesar Achellam ένα από τα βασικά στελέχη των ανταρτών, δίνοντας έτσι ένα γερό χτύπημα στη συνοχή του.

Πλέον η ύπαρξη των ανταρτών δεν εξυπηρετεί κανέναν. Ο Κόνυ ήταν το διαπραγματευτικό χαρτί της Ουγκάντα να ανακηρυχτεί ως ο βασικός σύμμαχος των αμερικανών στην περιοχή και η ευκαιρία των ΗΠΑ να αποκτήσουν μακρόχρονη στρατιωτική παρουσία στην πλούσια σε κοιτάσματα, περιοχή των μεγάλων λιμνών.

Στην Βόρεια Ουγκάντα οι πρόσφυγες έχουν εγκαταλείψει τα στρατόπεδα τους και μόνο οι πιο ευάλωτοι και οι ακρωτηριασμένοι παραμένουν σε προσωρινούς καταυλισμούς και κέντρα επανένταξης. Άνθρωποι των οποίων η ζωή άλλαξε για πάντα. Όπως η Αλις, που το μυαλό της έχει παραμείνει σε εκείνη την ημέρα που οι αντάρτες άρπαξαν μέσα από την αγκαλιά της τον 10χρονο γιο της:  «Όλοι μου λένε πως δεν θα γυρίσει και να μην τον περιμένω πια. Μπορείς όμως να μην περιμένεις το παιδί σου; Έχω ακόμα τα βιβλία του. Αγαπούσε το σχολείο και θα τα ζητάει όταν έρθει».

Στους δρόμους του Γκούλου, της Λίρα, του Σορότι και των άλλων πόλεων και χωριών του βορά, οι άνθρωποι προσπαθούν να ξαναχτίσουν τις ζωές τους. Εκατομμύρια δολάρια δαπανήθηκαν σε επενδύσεις, δρόμοι ξαναχτίστηκαν, σχολεία επιδιορθώθηκαν και νοσοκομεία εγκαινιάστηκαν. Τα σχολεία όμως παρέμειναν χωρίς δασκάλους, τα νοσοκομεία χωρίς φάρμακα και γιατρούς και οι δρόμοι άρχισαν πάλι να γεμίζουν λακκούβες που δεν επιδιορθώνονται ποτέ. Οι περισσότεροι πρόσφυγες γύρισαν από τους καταυλισμούς για να ανακαλύψουν πως η γη τους δεν τους ανήκει πια  Το 90% των παιδιών εγκαταλείπει το σχολείο στις πρώτες τάξεις του δημοτικού εξαιτίας της φτώχειας και της έλλειψης υποδομών. Τα ορφανά του πολέμου και τα παιδιά των ανταρτών που επέστρεψαν μαζί με τις απαχθείσες μητέρες τους παραμένουν στο περιθώριο, εξοστρακισμένα από τις κοινότητες  που δεν μπορούν να δεχτούν ως δικά τους μέλη τα παιδιά εκείνων που τους δολοφονούσαν. Η ανεργία φτάνει στο 80 % και εκατοντάδες πρώην αντάρτες περιφέρονται χωρίς δουλειά και χωρίς ελπίδα επανένταξης. Η απελπισία και η περιθωριοποίηση αναπόφευκτα γεννάει πάλι την οργή και το μίσος. Και αυτή είναι η μεγαλύτερη απειλή που αντιμετωπίζει σήμερα η περιοχή.. Ακόμα και αν αύριο μια στρατιωτική επιχείρηση σκοτώσει τον Τζόζεφ Κόνυ, δεν θα αλλάξει στο ελάχιστο τις συνθήκες που τον δημιούργησαν. Διότι κανένας ανταρτοπόλεμος δεν γεννιέται σε πολιτικό και κοινωνικό κενό. Υπάρχουν οι ειδικές κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που τον δημιούργησαν. Και αυτές δεν αλλάζουν όσο αρνούμαστε να δούμε τις αληθινές αιτίες που γεννούν τις διαμάχες και κρατούν δέσμιους τους λαούς. 


Το κείμενο αυτό είναι αποτέλεσμα επιτόπιας έρευνας στην Βόρεια Ουγκάντα που πραγματοποιήθηκε από την Φραγκίσκα Μεγαλούδη σε συνεργασία με τον φωτογράφο Στυλιανό Παπαρδέλα. Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία στις 17 Φεβρουαρίου του 2013 σε συνεργασία με το ThePressProject