Ο Γιάννης Παλαβός από το Βελβεντό Κοζάνης είναι η ανανεωτική πνοή στο ελληνικό bonsai και η συλλογή διηγημάτων του Αστείο που κυκλοφορεί ήδη στη δεύτερη έκδοση από τις μαγικές εκδόσεις της Νεφέλης αποτελεί την έκπληξη για τους βιβλιόφιλους.


«…Δύο καλοκαίρια ολόκληρα, όταν πήγαινα στο χωριό για διακοπές, έκλεβα δίκτυο από το γείτονα. Στην αρχή το είχε ανοιχτό, χωρίς κωδικό. Όταν κατάλαβε ότι κάποιος τον έκλεβε, έβαλε password. Μια μέρα στο καφενείο τον ρώτησα την ημερομηνία γέννησής του, δήθεν ότι ήθελα να μάθω το ζώδιό του… Σήμερα 19 Ιουνίου 2009, μόλις πήρα την άδειά μου, μπήκα στο λεωφορείο για το χωριό. Φτάνω και βλέπω απέναντι φέρετρο. Γνέφω στη μάνα μου. ‘’Τον χτύπησε αυτοκίνητο’’ είπε. ‘’Πήγε άδικα, τόσο νέος’’. Ανέβηκα στο δωμάτιό μου, άνοιξα το λάπτοπ και πληκτρολόγησα το password: δούλευε ρολόι…»

 

Συγγραφέας: Γιάννης Παλαβός
Τίτλος: Αστείο
Κατηγορία: Μυθιστόρημα
Εκδότης: Νεφέλη
Έτος έκδοσης: 2012
Σελίδες: 112
Τιμή: 8,90€

Πρωτοπαρουσιάσθηκε στα γράμματα σε ηλικία 27 χρόνων με τη συλλογή διηγημάτων “Αληθινή Αγάπη και άλλες Ιστορίες”, από τις εκδόσεις Intro Books για να ακολουθήσει το 2009 ένα συν-γραφικό εγχείρημα το “Σαν Άνγκρε – Τα δάκρυα της Φον Μπράουν”, από κοινού με το Σωτήρη Μπαμπατζιμόπουλο και με τη φροντίδα των εκδόσεων Τόπος. Πρωτύτερα ο Γιάννης Παλαβός εκτιμώ ότι είχε περιπλανηθεί ανεξάντλητα στη λογοτεχνία του υπερβατικού, του επέκεινα της ανθρώπινης ύπαρξης και διανόησης, συνδιαλεγόμενος με τους κόσμους ‘’φανταστικών όντων’’ του Μπόρχες και την αριστοτελική ‘’μετά τα φυσικά’’ ύπαρξη.


Αποκύημα αυτών των περιπάτων η ανά χείρας συλλογή δεκαεπτά διηγημάτων, που εξαντλούνται το καθένα μόλις σε μισή ή το μέγιστο εννέα σελίδες, για να μας αφηγηθούν ιστορίες σε πρώτη ανάγνωση γήινες και κοντινές, που στην εξέλιξη ξεπερνούν και διαβαίνουν την πόρτα του πραγματικού. Ο Γιάννης Παλαβός συγγράφει διήγημα στη φόρμα της ποίησης, γιατί φρονεί πως οι δύο μανιέρες συγγενεύουν αφόρητα και δανείζονται δημιουργικά. ‘’Συμπύκνωση, οικονομία, ακρίβεια, υπαινιγμός, αφαιρετικότητα, αιφνιδιασμός και ποιητικό βλέμμα (που δεν ξέρω ακριβώς τι είναι –εκ του αποτελέσματος φαίνεται). Το διήγημα είναι, κατά τη γνώμη μου, η προνομιακή περιοχή μεταξύ πεζογραφίας και ποίησης.’’
 
Το εισαγωγικό Password, αποσπάσματα του οποίου δανείσθηκα παραπάνω, είναι μια συνταρακτική ελεγεία σε μονοκονδυλιά εκατόν δέκα τεσσάρων λέξεων. Αμέσως μετά στους Γέρους Ανθρώπους ο ήρωας συνδιαλέγεται φασματικά και νοσταλγικά με μια νεαρή κοπέλα, που δεν είναι άλλη από τη γιαγιά του. Η μόνη κοινωνική επαφή του Θάνου στο διήγημα Για αλλαγή είναι το …φάξ. Το φάξ λέγεται Μανόλης μα και ο Θάνος δεν πάει πίσω, αφού έχει πεθάνει και τώρα ζει μια δεύτερη πρωτόγνωρη περιπέτεια, μεταμορφωμένος σε …συρραπτικό. Ο μαγικός ρεαλισμός και μια πρωτοβουλία αναχωρητισμού θριαμβεύουν παντού, είτε στην περίπτωση του Τάκη του Βλαστού, ‘’που πίνει το γάλα και ..παφ, εξαφανίζεται’’, είτε στο Αυτοκόλλητο, όπου ο μικρός αφηγητής υπερίπταται του πατέρα του καβάλα στο παιδικό ποδήλατο.

Κορυφαία στιγμή, πιστεύω, και εκείνο που δίνει επάξια στη συλλογή την επικεφαλίδα, το μεταιχμιακό /υπαρξιακό Αστείο, όπου ο φοιτητής βρίσκει στα σκουπίδια πινακίδα ασανσέρ και την κολλά έξω από την τουαλέτα του διαμερίσματος, που συγκατοικεί με συμφοιτήτρια, την οποία έχει ερωτευθεί. «Προσοχή! Πριν εισέλθετε, βεβαιωθείτε ότι ο θάλαμος βρίσκεται πίσω από την θύρα και έχει σταματήσει κανονικά». Έτσι, για αστείο! Όταν όμως οι προσδοκίες του νεαρού για τη συγκάτοικο διαψεύδονται κι εκείνη ερωτεύεται έναν Ισπανό από προγράμματα Erasmus, ο φοιτητής συνειδητοποιεί ότι δεν το αντέχει. Παθαίνει ναυτία, τρέχει στο μπάνιο, ανοίγει την πόρτα, και… βλέπει το βάραθρο! Πίσω από την πόρτα χάσκει το κενό του φρεατίου ενός ασανσέρ που είναι έτοιμο να τον ρουφήξει.
 
Ο Γιάννης Παλαβός συγγράφει διηγήματα κοφτερά σαν τη λεπίδα μαχαιριού με ύφος λιτό και εικόνα ζοφερή, καθρεφτίζοντας τη σκληρή εγκατάλειψη της υπαίθρου της γενέθλιας Δυτικής Μακεδονίας ή την αποτελμάτωση της απρόσωπης μεγαλούπολης. Οι ήρωες του Παλαβού είναι συνήθως γύρω στα τριάντα τους. Η κραυγή αγωνίας μιας γενιάς, που διαψεύδεται και ακυρώνεται ολοκληρωτικά, μετασχηματίζεται σε διαφυγή προς μια μυθοπλασία και ένα λόγο έξω από τα ειωθότα, αλλά εξίσου γοητευτικό. Οι ιστορίες διαπνέονται από μια διάθεση υπέρβασης ενός ματαιωμένου παρόντος, είναι συχνά μακάβριες και συνάμα γλυκόπικρες, σαν να προετοιμάζουν μια μετάβαση, μιαν άλλη στάση σε διαφορετικό σύμπαν. Και αυτό το φοβερό βήμα –που άλλοι ονομάζουν θάνατο, άλλοι όνειρο – ο συγγραφέας δεν το αντικρίζει με τρόμο.
 
Αποδίδοντας φόρο τιμής στην ποίηση αλλά και στα όνειρα που ματαιώθηκαν, ο Παλαβός μας χαρίζει μερικές στιγμές από τη ζωή του Γάλλου ποιητή του ύστερου Μεσαίωνα, Φρανσουά Βιγιόν, γενάρχη κατά τον Ρεμπώ των ‘’καταραμένων ποιητών’’. Η ιστορία του Βιγιόν διαθέτει ένα στοιχείο που προκαλεί εξαιρετικό ενδιαφέρον: όλα του τα ίχνη χάνονται ξαφνικά στις αρχές του 1463. Ο Βιγιόν υπήρξε μέγιστος ανανεωτής της ποιητικής θεματολογίας μιας κατ’ εξοχήν ιπποτικής παράδοσης, επιλέγοντας να φέρει στο προσκήνιο ρηξικέλευθες φόρμες, αντιστρέφοντας τις αξίες και εξυμνώντας σε αντίστιξη παλιανθρώπους, προορισμένους για την παρισινή γκιλοτίνα. Στην πραγματικότητα η ποίησή του αποπνέει θρηνητική διάθεση για την προσωπική φτώχεια και δοκιμασία, την οποία προσδοκούσε να συμμερισθούν οι δυνητικοί αναγνώστες του. Το απαισιόδοξο αίσθημα που μεταφέρει το Από την αρχή αγγίζει ‘’ανθρώπους που ευαγγελίζονται τη ρήξη και ενίοτε την κάνουν και πράξη, αλλά καταλήγουν εν τέλει σκιές του εαυτού τους’’.
 
Κυρίαρχα συναισθήματα στο υβριδικό σύμπαν, που συνθέτουν τα δεκαεπτά διηγήματα της συλλογής είναι η μνήμη, η νοσταλγία, η μοναξιά μα και η αγάπη. Η υπαινικτικά αισιόδοξη ματιά διατρέχει δύο από τα σύντομα γραπτά, ένα εκ των οποίων ο συγγραφέας φαίνεται πως κρατά για τον εαυτό του. Στο Ο Γιώργος βγαίνει στη σύνταξη ο συγγραφέας αγκαλιάζει με συγκλονιστική τρυφερότητα το αποκαμωμένο κορμί του γέροντα πατέρα, που του εύχεται να αναμετρηθεί κι εκείνος με το ερωτικό τραύμα και τα λάθη που ο ίδιος βίωσε και του χαρίζει ένα βούρκωμα χαράς. Γιατί ‘’κι αν η ζωή του ήταν ένα λάθος, αυτό είναι το κέρδος…’’
 

Με αυτό το τέχνασμα, ο Γιάννης Παλαβός παραπέμπει και σε έναν εκ των δασκάλων του, τον Αυστριακό Τόμας Μπέρνχαρντ. Ο σχολιασμός του μεταφραστή του, Σπύρου Μόσκοβου για το μεγάλο Αυστριακό πεζογράφο, ποιητή και δραματουργό, κατά την άποψή μου, συνοψίζει το συναίσθημα που καταλείπει στον αναγνώστη το Αστείο: ‘’Η αδυναμία της προσωπικής ευτυχίας και η άπωση για τον κοινωνικό περίγυρο διοχετεύθηκαν σε μια λογοτεχνία γεμάτη σαρκασμό και υπαρξιακή μελαγχολία. Τα πεζά και τα θεατρικά του Μπέρνχαρντ μοιάζουν εκ πρώτης όψεως με έργα μισανθρώπου. Μέχρι να αφουγκραστείς πίσω τους το ανατριχιαστικό κλάμα για τη χαρά που δεν ήρθε ποτέ’’.