Αν μάλιστα κρίνουμε από το πλήθος των μεταφράσεων- μόνο στη χώρα μας επτά διακεκριμένοι φιλόλογοι έχουν αναλάβει το έργο- τα Τέσσερα Κουαρτέτα του Thomas Sterns Eliot, που συνάντησαν τύχη καλή στα χέρια του διακεκριμένου ποιητή μας Χάρη Βλαβιανού και των τολμησάντων τη δίγλωσση αναβίωση -συνοδεία CD- εκδόσεων Πατάκη, αποτελούν την πλέον επιδραστική μεταπολεμική δημιουργία της ευρωπαϊκής Ποιητικής.


“Ο παρών χρόνος και ο παρελθών χρόνος είναι ίσως και οι δύο παρόντες στο μέλλοντα χρόνο και ο μέλλων χρόνος να περιέχεται στον παρελθόντα χρόνο. Αν όλος ο χρόνος είναι αιωνίως παρών όλος ο χρόνος δεν μπορεί να πληρωθεί. Ό,τι θα μπορούσε να συμβεί είναι μια αφαίρεση που παραμένει μια διαρκής δυνατότητα μόνο σ' έναν κόσμο από εικασίες. Ό,τι θα μπορούσε να συμβεί και ό,τι συνέβη δείχνουν σ' ένα τέλος που είναι πάντοτε παρόν.”
το διάβα μας από τα θνητά, η μυστικιστική θέωση και θέαση του Λόγου.

 

Συγγραφέας: Τ. Σ. Έλιοτ
Τίτλος: Τέσσερα Κουαρτέτα
Κατηγορία: Ποίηση
Επιμέλεια σειρά: Χάρης Βλαβιανός
Εκδότης: Πατάκη
Έτος έκδοσης: 2012
Σελίδες: 171
Τιμή: 14,00€
Από το μεγαλειώδες εισαγωγικό απόσπασμα του παρόντος σημειώματος, αντιλαμβανόμαστε ότι το πρώτο από τα Κουαρτέτα, το Burnt Norton, σύνθεση σε επίρρωση της Έρημης Χώρας, λίγο πριν το ξέσπασμα ενός ακόμη Ολοκαυτώματος της ανθρωπότητας, στοχάζεται τη θεμελιακή αοριστία του Χρόνου. Συλλαμβάνοντας την υπόθεση ότι παρελθόν και μελλόν νοηματοδούνται μονοσήμαντα από το παρόν, ο ποιητής εικονοποιεί το Ιδεατό της Συνείδησης με την περιγραφή του ροδώνα, που δεν είναι άλλος από τον κήπο της Εδέμ, στον οποίο χαμογελαστά παιδιά κρύβονται παίζοντας. Το να έχεις επίγνωση σημαίνει να μη βρίσκεσαι μέσα στο χρόνο,μας διαβεβαιώνει ο Έλιοτ, διότι η συνειδητότητα υπαινίσσεται μια σταθερή προοπτική, ενώ ο χρόνος χαρακτηρίζεται από την παροδική σχετικότητα, που προσδιορίζει η αμετάβλητη στιγμή. Παρά την προφανή ζωτικότητα του εμπειρικού κόσμου, της μουσικής και των λέξεων, ο Παράδεισος μέλλει να εκλείψει: τα γέλια των παιδιών στον κήπο γίνονται γελοίο χάχανο, περιπαίζοντας τη θλιβερή υποδούλωσή μας στον άπιαστο χρόνο, που απλώνεται πριν και μετά. Πιο εκκωφαντικά: Το ανθρώπινο είδος δεν μπορεί ν’ αντέξει πολλή πραγματικότητα.
 
Στην αρχή μου βρίσκεται το τέλος μου. Ο εισαγωγικός στίχος του East Coker, κατοικίας των προγόνων του ποιητή τον 17ο αιώνα, ανατρέπει την κυκλική, εισάγοντας μια γραμμική κίνηση του χρόνου. Το ποίημα πρωταρχικά καταπιάνεται με τη θέση του ανθρώπου στη φυσική τάξη των πραγμάτων και την ιδέα της ανανέωσης και της παρακμής. Καθώς η Ευρώπη βυθίζεται στην πολεμική σύρραξη, ο Έλιοτ οραματίζεται την επερχόμενη καταστροφή με πνεύμα δυσοίωνου πεσσιμισμού. Στην πλέον θρησκευτικά εμποτισμένη σύνθεση από τα Κουαρτέτα, ο νεοπροσήλυτος στην Αγγλικανική Εκκλησία ποιητής βιώνοντας την αγωνία ενός ολόκληρου κόσμου με τη στρεβλή ελπίδα για το λάθος πράγμα, ζητά να τον κυριεύσει το σκοτάδι κι όχι το φώς του Θεού. Η μόνη σοφία που μπορούμε να ελπίζουμε ν’ αποκτήσουμε είναι η σοφία της ταπεινοφροσύνης: η ταπεινοφροσύνη δεν έχει τέλος. Η θεματική του ποιήματος επεκτείνεται στον αμεσότερο στοχασμό για την ποιητική διαδρομή. Ο δημιουργός αισθάνεται πως απέτυχε να ανακτήσει ότι έχει χαθεί γιατί ξόδεψε τα νιάτα του αρθρώνοντας ιδέες άχρηστες τώρα πια. Να ‘μαι λοιπόν στα μισά του δρόμου, έχοντας είκοσι χρόνια- είκοσι χρόνια τα πιο πολλά σπαταλημένα, τα χρόνια του l’ entre deux guerres.
 
Από τα συντρίμια των πολέμων και τον πεσσιμισμό του East Coker μικρή σπίθα αισιοδοξίας υπαινίσσεται ο Έλιοτ στο τρίτο κουαρτέτο, που τιτλοφορεί Dry Salvages, γεωγραφικό προσδιορισμό ενός συμπλέγματος βραχονησίδων στα ανοιχτά της Μασσαχουσέτης με αναλάμποντα φάρο ναυσιπλοΐας. Με σαφή πρόθεση να επιτύχει συμφιλίωση με την ανθρωπότητα, ως αδιαίρετο όλο, μέσω του ανατολικού μυστικισμού του Ινδουισμού και του Χριστιανισμού, ο ποιητής αναζητά σύμβολα του συλλογικού ασυνείδητου και της μνήμης στις ανθρώπινες μυθολογίες, όπου επανέρχονται οι κύκλοι της αναγέννησης και της ανανέωσης. Ο ποταμός είναι μέσα μας, η θάλασσα είναι ολόγυρά μας. Η μυθική θεότητα του ανεξερεύνητου ποταμού μπορεί να κατακτηθεί, ενώ η αδιάβατη θάλασσα είναι ανεξάντλητη πηγή απύθμενων βαθών και μυστηρίων. Ο άνθρωπος μπορεί να αρκεστεί στην παραδοχή πως δεν θα κατακτήσει ποτέ τον ωκεανό. Δεν μπορούμε να σκεφτούμε εποχή χωρίς ωκεανό ή ωκεανό που να μην λυμαίνεται με σκουπίδια ή ένα μέλλον που δεν πρόκεται όπως το παρελθόν, να μην έχει προορισμό. Η κατάφαση του παρόντος χρόνου, που επανέρχεται από το Burnt Norton -έναντι της προσκόλλησης των ανθρώπων στο παρελθόν και το μέλλον- είναι μια ενασχόληση για τον άγιο. Η μόνη σωστή δράση για τον άνθρωπο, αν και όχιαπόλυτα καρποφόρα, είναι να προχωρήσει μπροστά, σε μια κίνηση απελευθερωτική από το παρελθόν και το μέλλον, για να αντιπαλέψει τις δαιμονικές και χθόνιες δυνάμεις. Όχι στο καλό, αλλά τραβάτε εμπρός, ταξιδιώτες.
 
Στην αναζήτηση μιας υπερβατικής πνευματικότητας και στη συνάντηση με το Θείο μέσα από την ασκητική ζωή ενός Αγγλικανικού μοναστηριού, του Little Gidding, όπως επονομάζεται το τελευταίο και κορουφαίο κουαρτέτο, ο ποιητής διαγιγνώσκει πως ο άνθρωπος μπορεί να θεαθεί τη διασταύρωση του άχρονου με την παρούσα στιγμή, ακούγοντας τα λόγια των νεκρών, των οποίων η μιλιά ανακτά ζωτικότητα στην πυρά της Πεντηκοστής. Και εκείνο που οι νεκροί δεν άρθρωσαν όσο ζούσαν, μπορούν να σου το πουν, όντας νεκροί: η επικοινωνία των νεκρών είναι σε γλώσσα πύρινη πέρα από τη γλώσσα των ζωντανών. Ο ποιητής καθιστά πρωτοποριακά το ρήμα αγαπώ αμετάβατο και αναδεικνύει τη χρησιμότητα της μνήμης ως πράξης απελευθερωτικής και ενδυναμωτικής της αγάπης. Αυτή είναι η χρησιμότητα της μνήμης: να μας απελευθερώνει –όχι λιγοστεύοντας την αγάπη αλλά επεκτείνοντας την αγάπη πέρα από την επιθυμία, κι έτσι να μας απελευθερώνει από το μέλλον κι από το παρελθόν. Με το τελευταίο μέρος του ποιήματος, επέρχεται η οριστική συμφιλίωση του πνεύματος με την αισθητική. Η τέλεια γλώσσα συνεπάγεται την ποίηση, της οποίας κάθε λέξη και κάθε φράση είναι τέλος και αρχή μαζί. Ότι ονομάζουμε αρχή συχνά είναι το τέλος και το να δίνεις ένα τέλος είναι να κάνεις μια αρχή. Άχρονο και εγκλωβισμένο στο χρόνο συναντιώνται και συμφύονται στην κατακτημένη στιγμή, εάν ο καθένας μας βρεθεί στο σωστό τόπο, που δεν είναι άλλος από το απόμερο παρεκκλήσι του Little Gidding. Κι όλα θα πάνε καλά και το καθετί θα πάει καλά, όταν της φλόγας οι γλώσσες που καταστρέφουν αλλά και εξιλεώνουν, διπλωθούν για να φτιάξουν έναν κόμπο, έναν αδιάσπαστο δεσμό και φωτιά και τριαντάφυλλο, θεία μήνις και θείον έλεος, γίνουν ένα.
 
Aναζητώ και εισηγούμαι πως ανακαλύπτω ιδεολογικές συγγένειες με το μεγάλο μας Αλεξανδρινό – Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μόνον που η μόνωση του Καβάφη είναι αποφατική, αλλά τούτη εδώ του Έλιοτ καταφατική. Τα Κουαρτέτα επαναφέρουν κομβικά ζητήματα, όπως η δυνατότητα του ανθρώπινου οράματος να υπερβεί τις προφανείς δεσμεύσεις του θνητού σώματος, η σημασία του παρόντος χρόνου ως μοναδικής κατακτημένης συνειδητότητας, η δύναμη της λέξης και του ανέσπερου Λόγου να στοχασθεί πάνω στην ανθρώπινη οντότητα, ο ρόλος της ποίησης στη σύγχρονη κοινωνία.
 
Σε ένα μονωμένο πνευματικό τόπο μακριά από τις φωνές του πλήθους, ο ποιητής -μα και ο καθένας μας ως δυνάμει δημιουργός- μπορεί να ακούσει, εφόσον το επιλέξει, τα παιδιά να τραγουδούν στον κήπο. Ο πόλεμος και οι συμφορές που σαρώνουν το σύγχρονό του κόσμο παρέχουν στον Έλιοτ τη δυναμική ενός στοχασμού, που τελολογικά παραβαίνει και υπερβαίνει τις εξωτερικές επιδράσεις και το βάρος της Ιστορίας. Τα Τέσσερα Κουαρτέτα, εν όλω αλλά και ως κλιμάκωση δια του Little Gidding δύνανται να υποστηρίξουν μια συγκεκριμένη και μετριοπαθή ελπίδα. Η Ποίηση μπορεί να στενάζει κάτω από την έμφυτη αδυναμία της γλώσσας να κατακτήσει τη σαφήνεια, αλλά μας εφοδιάζει με το αισθητικό οπλοστάσιο να διαβούμε, να παρακάμψουμε τους ανθρώπινους περιορισμούς, έστω και για μια στιγμή, την υπέρτατη στιγμή της θέωσης.

Γιώργος Στυλιανού