Του Παντελή Παντελόγλου

Το κοινό διψά για σκάνδαλα. Όχι για τα σκάνδαλα ως πράξεις, αλλά για τη συζήτηση γύρω απ’ αυτά, για την σκανδαλοθηρία και την σκανδαλολογία δηλαδή: λατρεύει την αποκάλυψη των κρίσιμων προσωπικών λεπτομερειών του ερωτικού γούστου του Χρήστου Ζαχόπουλου, του γούστου του Άκη Τσοχατζόπουλου και της Βίκυς Σταμάτη στα καλύμματα καναπέδων, των ανθρώπινων αδυναμιών των πρώην πολιτικών μας ταγών που, σήμερα, μαζί με τους πεπτωκότες αγγέλους της lifestyle βιομηχανίας, όπως ο Λάκης Γαβαλάς, μοιράζονται τα κελιά των VIP του Κορυδαλλού. Επειδή, ως γνωστόν, ανήκομεν εις την δύσιν, δε μπορεί παρά η ζήτηση αυτή του φιλοθεάμονος κοινού να τυγχάνει και κάποιας αντίστοιχης προσφοράς. 

 
Ποιος όμως αναλαμβάνει το δύσκολο έργο να καλύψει αυτή την ανάγκη; Το κύριο πρόβλημα της επισήμανσης της διαφθοράς στον δημόσιο βίο είναι ότι τη βρόμικη δουλειά δεν αναλαμβάνουν να κάνουν όσοι υποψιάζονται ότι κάτι πάει στραβά, αλλά αυτοί που ήδη το γνωρίζουν. Και δεν την αναλαμβάνουν όταν μάθουν ποιο είναι το σκάνδαλο, αλλά όποτε εξυπηρετούνται οι ίδιοι από την αποκάλυψη των αδύναμων αυτών σημείων που μας σκανδαλίζουν. Οι οποίοι, κατά τραγική σύμπτωση, είναι εκείνη τη στιγμή και οι προσωπικοί αντίπαλοι εκείνων που καταγγέλλουν τα σκάνδαλα. Πρόκειται για μια τεράστια επιτυχία του συστήματος. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το λαϊκό αίσθημα γίνεται εργαλείο στα χέρια των σκανδαλοθήρων και ο δημοκρατικός έλεγχος της διαχείρισης της εξουσίας και του δημόσιου χρήματος, που οι αφελείς αναμένουν να ωφεληθεί από τη δημοσιότητα, πάει περίπατο κι αντικαθίσταται από ξύλινα πρωτοσέλιδα και επαναληπτικά τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων που μάλλον μπλέκουν παρά ξεμπλέκουν το κουβάρι. Βεβαίως ο αντικειμενικός σκοπός έχει επιτευχθεί: η ζήτηση του κοινού για θέαμα καλύπτεται. Παραλλήλως, η πολιτικοοικονομική τράπουλα ανακατεύεται. Η αγορά λειτουργεί. Όλοι θα πρέπει να μένουν ευχαριστημένοι.
 
Η υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ είναι χαρακτηριστική σ’ αυτή την κατεύθυνση. Είναι δύσκολο να συλλάβει κανείς το μέγεθος του κυνισμού του ολιτικοδημοσιογραφικού κατεστημένου που σκέφτεται αυτομάτως αυτό που ο απλός πολίτης αργεί να καταλάβει: η λίστα ήταν όπλο στα χέρια του εκάστοτε κατόχου της, ειδικά μάλιστα αφού μεσολάβησαν και οι εκλογές, λένε όλοι οι «παράγοντες». Θα πρέπει να νιώθει κανείς μη φυσιολογικός αν δεν κάνει πρώτη αυτή τη σκέψη; Αν σκεφτεί, ας πούμε, ότι δε γίνεται ένα ντοκουμέντο άμεσα συνδεδεμένο με το κομβικό για την κυρίαρχη πολιτική ρητορική ζήτημα της φοροδιαφυγής δεν μπορεί να γυρίζει από γραφείο σε γραφείο, από χέρι υπουργού σε χέρι υπηρεσιακού παράγοντα, να διαρρέει αποδώ κι αποκεί κι εντέλει να μένει ανεκμετάλλευτο; Ότι δε γίνεται να καταλήγει να δημοσιευτεί λειψό σε μια μορφή που αντικειμενικά δεν μπορεί να οδηγήσει κανέναν σε συμπεράσματα; Ότι είναι ανεπίτρεπτο το κοινοβούλιο να συστήνει προανακριτική επιτροπή για το θέμα και η συζήτηση εκεί να είναι άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε (τα πρακτικά της 4ης Απριλίου πρέπει να σκαλιστούν σε μάρμαρο, για να μην τα καλύψει η λήθη στον αιώνα τον άπαντα!); Ότι κάτι είναι σάπιο στο βασίλειο της Δανιμαρκίας, όταν όλοι όσοι είχαν στα χέρια τους τη λίστα σε διάφορες στιγμές ενέδωσαν να την αλλοιώσουν κατά τους σκοπούς τους;
 
Αίμα στην αρένα, ενθουσιασμός στην κερκίδα. Κερδισμένες οι εντυπώσεις μεν, χειραγωγημένη, δε, η κοινή γνώμη. Οι φοροφυγάδες ήσυχοι, τα φορολογικά έσοδα μειωμένα. Η σκανδαλολογία δεν αφορά καθόλου την αντιμετώπιση των σκανδάλων προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος. Και, δυστυχώς, οι απροστάτευτοι αυτής της θλιβερής ιστορίας είμαστε εμείς, που παρακολουθούμε άφωνοι κι εντυπωσιασμένοι, αδαείς κι αφελείς συνάμα την αρένα της βρόμικης διαπλοκής. Λογικό: βλέπετε, ενώ νομίζουμε ότι βρισκόμαστε στην κερκίδα, στην πραγματικότητα μάς κατασπαράσσουν τα λιοντάρια.