Του Παντελή Παντελόγλου

Στις 15 Ιουνίου 2011, οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ βρίσκονταν σε αναταραχή. Εκείνη την ημέρα είχε κατατεθεί στην Επιτροπή Οικονομικών του κοινοβουλίου το περιώνυμο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής, το οποίο προέβλεπε μέτρα λιτότητας που δύσκολα θα μπορούσαν να στηρίξουν στην εκλογική τους περιφέρεια. Η δεδηλωμένη πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ στο κοινοβούλιο βρισκόταν υπό αμφισβήτηση. Ο Γιώργος Παπανδρέου έπρεπε να λύσει κάπως το γόρδιο δεσμό. 
 

Εκείνο το πρωί πρότεινε αιφνιδιαστικά στον Αντώνη Σαμαρά να σχηματίσουν από κοινού κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» με πρόσωπο κοινής αποδοχής στη θέση του πρωθυπουργού. Ο Σαμαράς το συζήτησε για λίγες ώρες, ενώ έθεσε σαν όρο για τη συμμετοχή της Νέας Δημοκρατίας στην κυβέρνηση την επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου. Αργά το βράδυ, έπειτα από διάφορες παλινωδίες όλων των πλευρών, η πρόταση αποσύρθηκε και ο Παπανδρέου ζήτησε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή.
 
Οι εφημερίδες των ημερών περιγράφουν την κίνηση Παπανδρέου ως απονενοημένο διάβημα, υπό την πίεση των βουλευτών του που φυλλορροούσαν, καθώς οι ψηφοφόροι τούς πίεζαν κι αυτούς. Αυτό ισχύει, σ’ ένα βαθμό: όλη την ημέρα η Βουλή ήταν περικυκλωμένη από τη μαζική διαδήλωση των «αγανακτισμένων», αλλά και τους απεργούς των ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ και ΠΑΜΕ. Η αστυνομία είχε επιδοθεί σε χημικό πόλεμο κατά των διαδηλωτών, αλλά αυτοί για ώρες δεν υποχωρούσαν – για όσες ώρες, τουλάχιστον, ψυχανεμίζονταν ότι η παρουσία τους στο δρόμο επηρέαζε τις πολιτικές εξελίξεις. Στο τέλος της ημέρας οι διαδηλωτές είχαν αποτύχει να ανατρέψουν την κυβέρνηση και ό,τι ακολούθησε τις επόμενες μέρες, έως και την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου στις 29 Ιουνίου, λίγες αράδες θα πιάσει στα κιτάπια της ιστορίας – με την ηχηρή εξαίρεση, βεβαίως, της κλιμάκωσης της αστυνομικής βίας.
 
Από εκείνη την ημέρα, μάλλον, δεν έχουμε ξαναδεί το πεζοδρόμιο να παίζει τον ρόλο που καλείται να παίξει σε κεντρικές πολιτικές επιλογές σε τέτοιες ιστορικές περιόδους. Λίγους μήνες αργότερα, όταν ο Γιώργος Παπανδρέου ανήγγειλε εξίσου αιφνιδιαστικά την απόφασή του για διεξαγωγή δημοψηφίσματος, δεν ήταν ο λαϊκός παράγοντας που καθόρισε την έκβαση της κρίσης. Ήταν η παρέμβαση Μερκοζί που οδήγησε στην πραγματοποίηση του θερινού σχεδίου, με τον Λουκά Παπαδήμο στο ρόλο του πρωθυπουργού, χωρίς τις ανοησίες Σαμαρά περί επαναδιαπραγμάτευσης, βεβαίως-βεβαίως, τώρα που πράγματι το σχέδιο επρόκειτο να υλοποιηθεί. Μένει να διαπιστωθεί από τους ιστορικούς του μέλλοντος, αν ο Γιώργος Παπανδρέου του Ιουνίου ενέπνευσε την επιβληθείσα λύση του Νοεμβρίου στους πιστωτές μας ή αν αυτοί βιάστηκαν κατά έξι μήνες να επιβάλλουν την «τεχνοκρατική» λύση εξουσίας μέσω της πρότασης Παπανδρέου και σκόνταψαν στο μέρος του λαού που επαγρυπνούσε ακόμη τότε στο πεζοδρόμιο. Η οικονομική κρίση στη χώρα μας εκδηλώθηκε πολιτικά μετά τις εκλογές του 2009 με ένα εντυπωσιακό στριπτίζ του φερόμενου ως βασιλιά: το πολιτικό προσωπικό της χώρας, ενώ δήλωνε ότι αναλαμβάνει την ευθύνη να μας βγάλει από το τούνελ, αναγκάστηκε σε πολλές περιπτώσεις σε άτακτη υποχώρηση μπροστά στις πιέσεις που του ασκήθηκαν όχι τόσο από τις μάζες, αλλά από τα ανώτερα επίπεδα της ευρωπαϊκής πολιτικής και γραφειοκρατίας και του οικονομικού κατεστημένου που αυτοί εξυπηρετούν. Το συμπέρασμα που βγάζει ένας νηφάλιος παρατηρητής από αυτήν την υποχώρηση είναι ότι οι ουσιώδεις πολιτικές αποφάσεις για το μέλλον μας δεν λαμβάνονται από το ελληνικό πολιτικό προσωπικό, που, θεωρητικά τουλάχιστον, το ψηφίζουμε για να κάνει αυτήν τη δουλειά, αλλά από άλλες δυνάμεις σε υψηλότερο επίπεδο, στους τελευταίους ορόφους του γυάλινου πύργου των Βρυξελλών, του Βερολίνου και άλλων εδρών της ευρωπαϊκής πολιτικής και γραφειοκρατίας. 
 
Έτσι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πρόβλημα που έχει δύο όψεις: πρόκειται για την απόσταση μεταξύ του κέντρου εξουσίας και του χώρου που εφαρμόζεται αυτή η εξουσία. Αυτή η απόσταση δεν είναι μόνο πολιτική ή οικονομική, αλλά είναι μέχρι και γεωγραφική. Οι δύο όψεις της αφορούν αφενός τους φορείς της εξουσίας κι αφετέρου τα υποκείμενά της, και καθορίζουν εντέλει την ποιότητά της.
 
Οι συστημικές δυνάμεις εσωτερικού δεν σταματούν να μιλούν για την παραδοσιακή αναποτελεσματικότητα κι αντιπαραγωγικότητα της εξουσίας και της διοίκησης στην Ελλάδα και να χειροκροτούν οποιαδήποτε μεταρρύθμιση επιβάλλεται με πρωτοβουλία της τρόικας. Καθαγιάζουν κάθε κίνηση τροϊκανής έμπνευσης που θίγει τα κακώς κείμενα, ακόμη κι αν χαρακτηρίζεται από συγκεντρωτισμό, περιττή γραφειοκρατία, άγνοια πραγματικών συνθηκών, ακόμη κι αν αναθεωρείται κάθε τρεις μήνες ως αποτυχημένη. Αγνοούν συστηματικά αυτό που η εμπειρία των μεγάλων αποικιοκρατικών δυνάμεων του παρελθόντος έχει αποδείξει, ότι για να επιβληθεί κανείς, ακόμη και με τον σκληρότερο τρόπο, πρέπει να αναπτύσσει τις δυνάμεις του στο χώρο όπου κινούνται οι εξουσιαζόμενοι και να διαμορφώνει το κατάλληλο modus vivendi για να μπορέσει να ασκήσει την κυριαρχία του χωρίς πολλά παρατράγουδα. 
 
Στην άλλη όψη αυτού του προβλήματος της απόστασης, στην πλευρά των εξουσιαζόμενων, το ζήτημα μπαίνει σε άλλη βάση. Δεν είναι μόνο ότι απουσιάζει σήμερα μια στοιχειώδης γλώσσα επικοινωνίας μεταξύ της εξουσίας εξωτερικού και των υπηκόων εσωτερικού, δεν είναι μόνο ότι υπάρχει χαώδης διαφορά αντίληψης σε θεμελιώδη ζητήματα του κοινωνικού και οικονομικού βίου ανάμεσα σ’ αυτούς που αποφασίζουν κι αυτούς που πρέπει να υπακούσουν. Η ανυπόμονη και βεβιασμένη μετακίνηση των κρατούντων από τον κύκλο της επιβολής δια της πειθούς στον κύκλο της επιβολής διά της βίας, η πρόκριση δηλαδή του αυταρχισμού ως κύριου μοχλού εφαρμογής της επιλεγμένης πολιτικής, θίγει ευθέως την αρχή λειτουργίας μιας αστικής δημοκρατίας δυτικού τύπου, όπως πολλοί περιέγραφαν μέχρι πρότινος την Ελλάδα. Για τους εξουσιαζόμενους, ανεξάρτητα από τις απόψεις που μπορεί να έχει ο καθένας απ’ αυτούς, αυτό είναι ένα κοινό πρόβλημα. 
 
Με εξαντλημένη τη δυνατότητα συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων, με κατασυκοφαντημένη την ιδέα της διαμόρφωσης τοπικών πολιτικών και του λαϊκού ελέγχου, με τις όποιες συλλογικότητες να αδυνατούν να εντοπίσουν τους στόχους τους, διότι αυτοί είναι εκτός δραστικού βεληνεκούς τους, λίγα πράγματα απομένουν στο μέσο πολίτη αυτής της χώρας. Και το ευκολότερο είναι να παρακολουθεί κι εκείνος από απόσταση τα τεκταινόμενα…