Του Κωνσταντίνου Πουλή

Σχολιάζοντας το κίνημα των Αγανακτισμένων, ο Κ. Δουζίνας παρέθετε ένα απόσπασμα από προηγούμενο άρθρο του στον Guardian τον Απρίλιο του 2010, όπου  έκλεινε λέγοντας: «Η υπεράσπιση του κοινού καλού και της δημοκρατίας, μια ένδοξη ελληνική παράδοση, δείχνει τη διέξοδο, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για ολόκληρη την Ευρώπη. Όπως μας θύμισε το ισλανδικό ηφαίστειο, η έκρηξη γεγονότων που οδηγούν σε κοσμοϊστορικές αλλαγές παραμένει ιστορική πιθανότητα». Στο βιβλίο που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα (Αντίσταση και φιλοσοφία στην κρίση. Πολιτική, ηθική και Στάση Σύνταγμα, Αλεξάνδρεια, 2011) καταλήγει αποφαινόμενος κοφτά: «Είχα δίκιο». Τώρα που είμαστε στο 2013, λοιπόν, φαίνεται ότι δυστυχώς είχε άδικο. Είναι ένας από τους πολλούς διανοούμενους που θαμπώθηκαν από μια μαζικότητα που έδειχνε να υπόσχεται πολιτική αλλαγή, αλλά κατέληξε ακριβώς  όπως περιέγραφε ο Παλαμάς τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, που «αρχίζουν με μια φόρα και τελειώνουν σε ένα πουφ». 

 
Αυτό που εντυπωσιάζει όμως είναι η χαιρεκακία με την οποία αντιμετωπίστηκε το ξεθύμασμα των Αγανακτισμένων από ένα κομμάτι της Αριστεράς. Καταλοιδορήθηκε η συνέλευση ως λυκειακό αμεσοδημοκρατικό πείραμα, και η παρακμή του κινήματος χαιρετίστηκε ως νίκη των απανταχού μαρξιστών-λενινιστών, που έχουν μια προγραμματική αντιπάθεια προς κάθε αυθόρμητη πολιτική έκφραση, καθώς δεν προκύπτει από τα καλούπια τους.
 
Με επαρκείς αποστάσεις από τη φωτιά των ημερών, μπορούμε να διατυπώσουμε τώρα μια κρίση κάπως συνολικότερη. Το γεγονός ότι διαψεύστηκαν οι αισιόδοξοι, που θεώρησαν πως κάτι σημαντικό διακυβεύεται εκεί, δεν σημαίνει ότι δικαιώθηκαν οι αντίπαλοί τους. Οι Αγανακτισμένοι δεν πέτυχαν την αλλαγή, αλλά ούτε και κανείς άλλος! Είναι λοιπόν παράλογο να χρεώνουμε ειδικά σε αυτούς την αποτυχία ολόκληρης της περιόδου. Και πάντως, μπορούμε χωρίς υπερβολές να δούμε αυτά που όντως πέτυχαν: το αεράκι της αισιοδοξίας που έφερνε τον κόσμο στις πλατείες ασκούσε πραγματική πολιτική πίεση, έφθειρε τα κόμματα εξουσίας και τους στερούσε βουλευτές από τις ψηφοφορίες. Υπήρχαν ακόμα διαθέσιμες εφεδρείες: πολιτικάντικων κινήσεων, διορισμένων πρωθυπουργών, εκλογών. Το σύστημα είχε μπόλικους άσους στο μανίκι. Νιώσαμε όμως πως έστω πρόσκαιρα, έστω χωρίς καμία μόνιμη ανατροπή (ποιος άλλος όμως την πέτυχε αυτή;), εκείνο το διάστημα η πολιτική συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από το ότι κάθε μέτρο θα πρέπει να μπορεί να το χωνέψει ο κόσμος που θα το υποστεί. Υπήρχε, με άλλα λόγια, υπολογίσιμος λαϊκός παράγοντας. Όσο μακριά και αν είναι οι Βρυξέλλες και τα κονκλάβιά τους, πάντα θα χρειάζεται κάποιος ψηφισμένος πολιτικός να λέει «ναι». Αυτό γινόταν με μεγαλύτερη πίεση τότε. Τον πρώτο καιρό άκουγες να ζυγίζουν τα μέτρα, να ψελλίζουν πως αυτό «δεν θα περάσει», θα προσκρούσει στις αντιδράσεις του κόσμου. Τώρα δεν ακούς τίποτα, δεν προσκρούει τίποτα σε κανέναν, μας έμεινε το τουπέ του συνειδητοποιημένου απέναντι στους απολιτίκ Αγανακτισμένους. Διανοούμενοι γράφουν ακόμα σήμερα για να ειρωνευτούν τις συνελεύσεις της πλατείας, κι όμως το χαρακτηριστικό της περιόδου που διανύουμε είναι πως δεν κουνιέται φύλλο. Τουλάχιστον την εποχή των Αγανακτισμένων υπήρχε λίγο αεράκι, κι αυτό το αεράκι, ως απειλή θύελλας, είναι το μόνο που λαμβάνουν υπόψη οι μηχανορράφοι που σχεδιάζουν τις ζωές μας.