Του Κωνσταντίνου Πουλή

Η παράδοση των καταπιεσμένων μάς διδάσκει
ότι η κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι ο κανόνας
Β. Μπένγιαμιν
Κατάσταση εξαίρεσης είναι η στιγμή κατά την οποία το κράτος μάς εξηγεί ότι δεν είναι κατάλληλος ο καιρός για τη συνταγματική νομιμότητα, αλλά «σε λίγο πάλι μαζί». Όπως μας πληροφορεί ο Καρλ Σμιτ, στον οποίον οφείλουμε την πρώτη σημαντική θεωρητική επεξεργασία του προβλήματος, «κυρίαρχος είναι αυτός που αποφασίζει για την κατάσταση εξαίρεσης». Αμέσως μόλις ανέβηκε στην εξουσία ο Χίτλερ, το πρώτο που έκανε ήταν να αναστείλει τα άρθρα εκείνα του συντάγματος της Βαϊμάρης που αναφέρονταν στις ατομικές ελευθερίες, με το Διάταγμα για την προστασία του λαού και του κράτους (η αναλογία επεκτείνεται ώς και τη χρήση των ευφημισμών, που γοητεύει πολύ και τη δική μας κυβέρνηση). Ακόμη και ο Σμιτ αναγνώριζε ότι ποτέ πριν δεν είχε δοθεί τέτοια συνταγματική διευκόλυνση σε ένα πραξικόπημα, δηλαδή πως αυτή η μορφή της συνταγματικής δικτατορίας οδηγεί στην εγκαθίδρυση απολυταρχικού καθεστώτος. 
 
Ο Αγκάμπεν στο σχετικό βιβλίο του αντλεί από παραδείγματα της Ιταλίας της δεκαετίας του ’80, αλλά η διαχείριση της κρίσης είναι φανερό πως συνιστά ιδανικό πεδίο για την εφαρμογή αυτής της συλλογιστικής. Δεν είναι η πρώτη φορά. Ο Ρούζβελτ κατά την αντιμετώπιση της κρίσης του ’30 παρομοίαζε τον εαυτό του με στρατηγό σε καιρό πολέμου, λέγοντας «θα ζητήσω από το Κογκρέσο διευρυμένες εκτελεστικές εξουσίας για να διεξάγω έναν πόλεμο ενάντια στην ανάγκη». Στο ίδιο πνεύμα και για τον ίδιο λόγο ο Μπους αναφερόταν στην εξουσία του ως Commander in chief of the army, μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Το ζητούμενο είναι πάντα μία συνθήκη όπου δεν θα μπορούμε να διακρίνουμε μεταξύ πολέμου και ειρήνης. Με εχθρό τον τρόμο, τα ναρκωτικά, την κρίση, δηλαδή με εχθρό που δεν χρειάζεται να είναι ένας σαφής εξωτερικός εχθρός που κηρύσσει τον πόλεμο, η εξουσία μάς λέει ότι θα χρειαστεί να αυξήσει τις αρμοδιότητές της, για λόγους αποτελεσματικότητας στη μάχη. 
 
Η καίρια παρατήρηση του Αγκάμπεν για τη θεωρία αυτή είναι πως, με αυτά τα δεδομένα, η διάκριση μεταξύ δικτατορίας και δημοκρατίας είναι παραπλανητική. Όλα αυτά θα πουν πως η τάση που έχουμε αποδεχθεί, να παρακάμπτεται η δημοκρατική νομιμότητα στο όνομα της κρισιμότητας της κατάστασης, είναι πορεία σε ολισθηρότατο οδόστρωμα. Με δεδομένο ότι οι ειλικρινείς προβλέπουν δεκαετίες δυσκολιών ακόμα, όμως, πώς δικαιολογείται τόση βιασύνη; Δεν δικαιολογείται. Έχουμε τόσον καιρό μπροστά μας, που μπορούμε να πάρουμε όλες τις αποφάσεις μας με διαδικασίες παπανδρεϊκού Opengov. Το διαβόητο «θρίλερ» με κάθε δόση συνιστά μια επαναλαμβανόμενη μπαναλιτέ. Το μόνο που επείγει στην παρούσα συνθήκη είναι να ξαναποκτήσει φωνή αυτός ο τόσο αποχαυνωμένος λαός.