Του Κωνσταντίνου Πουλή

Από την πρώτη εμφάνιση της Χρυσής Αυγής η Νέα Δημοκρατία είχε αναπτύξει διπλή στρατηγική: είτε φλέρταρε με τους νεοναζί αφήνοντας στελέχη της και συμβούλους του πρωθυπουργού να χαριεντίζονται μαζί της είτε τους κατηγορούσε ως νεοναζιστικό μόρφωμα από το οποίο θα μας προστατεύσει το κράτος δικαίου, ενάντια στα «άκρα». Οι δύο αυτές στρατηγικές είναι λογικά ασύμβατες, αφού η μία προϋποθέτει ότι πρόκειται για νεοναζί ενώ η άλλη πως πρόκειται για αδελφή παράταξη, αλλά η λογική λίγο ενδιαφέρει. Και οι δύο συνυπήρχαν και είχαν μια κοινή συνέπεια, ότι η άνοδος της Χρυσής Αυγής συνέφερε τη Νέα Δημοκρατία με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
 
Φαίνεται ότι υπήρξαν δύο γεγονότα που άλλαξαν αυτό το σκηνικό και επέβαλαν το δεύτερο σενάριο. Το πρώτο ήταν η ανεξέλεγκτη άνοδος της Χρυσής Αυγής, σε ποσοστά που να την κάνουν όχι απλώς ένα μικρό ακροδεξιό συμπλήρωμα της κυβέρνησης, αλλά να δημιουργούν πειρασμούς ρυθμιστικής παρέμβασης στα πολιτικά μας πράγματα, σε ρόλο δυνάμει πρωταγωνιστικό. Δηλαδή, με λίγα λόγια, από ένα ποσοστό και πάνω δεν θα είχαν πια ανάγκη τη Νέα Δημοκρατία. Το δεύτερο ήταν η δολοφονία του Παύλου Φύσσα, που γελοιοποίησε τις (νωπές) τοποθετήσεις περί σοβαρής Χρυσής Αυγής. Έτσι η μόνη λύση που έμενε στη Νέα Δημοκρατία ήταν (κατά τρόπο εξωφρενικό για οποιονδήποτε παρακολουθεί τη δράση των φασιστών) να επιδείξει ξαφνικά δήθεν αποφασιστικότητα και πυγμή, πετυχαίνοντας ταυτοχρόνως πλήγμα σε ένα κόμμα που την ανταγωνίζεται και βγαίνει εκτός ελέγχου, δημοσκοπικά. Για να γίνει αυτό στήνεται ένας μηχανισμός ενημέρωσης της κοινής γνώμης για την εγκληματική δράση της ΧΑ που αφήνει άφωνους τους εχέφρονες πολίτες αυτής της χώρας. Πού πήγαν οι γιαγιάδες που φοβούνται τους μαύρους εγκληματίες, πού πήγαν οι υγειονομικές βόμβες, το κορίτσι του Κασιδιάρη και τα γελάκια του Γερμενή, πού πήγε όλη αυτή η κατανόηση με την οποία είχε περιβάλλει τους νεοναζί η εφημερίδα Καθημερινή; Γίνεται ξαφνική στροφή 180ο και εμείς παρακολουθούμε άφωνοι την αναπάντεχη ανάδυση πασίγνωστων ενεργειών των φασιστών, που τις ανακαλύπτουν σοκαρισμένοι μεγαλοδημοσιογράφοι. Και ακολουθούν οι συλλήψεις.
 
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι μοιραία περιμένουν πως θα αναφωνήσουμε ότι επιτέλους συλλαμβάνονται οι φονιάδες της Χρυσής Αυγής, όπως θα έπρεπε να έχει γίνει εδώ και καιρό. Η μόνη λεπτομέρεια που δεν μας αφήνει να χαρούμε και τόσο είναι πως η κυβέρνηση Σαμαρά συμμερίζεται όλο το ρατσιστικό δηλητήριο που διέχυσε στην ελληνική κοινωνία η Χρυσή Αυγή: θέλει να ανακαταλάβει τις πόλεις από τους μετανάστες, να τους διώξει από τους παιδικούς σταθμούς κ.λπ. και μας ζητεί τώρα να χαρούμε που οι ρατσιστές του ακροδεξιού περιβάλλοντος Σαμαρά δεν μαχαιρώνουν Πακιστανούς στους δρόμους. Όσοι μαχαιρώνουν Πακιστανούς στους δρόμους πρέπει να τιμωρούνται. Αν νομίζει η κυβέρνηση όμως πως θα μας υποχρεώσει να τοποθετηθούμε στο δίλημμα Δένδιας ή Μιχαλολιάκος, η απάντηση είναι πως έχει κι αλλού πορτοκαλιές.
 
Όλος ο καημός του Βενιζέλου και των ομοίων του είναι πως επιτέλους με τη Χρυσή Αυγή υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης με το οποίο μπορούν να εμφανίζονται ως άγγελοι, γιατί η αλήθεια είναι ότι δίπλα στον Λαγό όλοι άγγελοι μοιάζουμε. Αυτός ήταν ο ένας στόχος που εξυπηρέτησε μέχρι σήμερα η Χρυσή Αυγή, να εμφανίζονται τα λαμόγια της μνημονιακής πολιτικής ως εκπρόσωποι μιας προβληματικής δημοκρατίας, που παραμένει πάντως προτιμότερη από τη διολίσθηση στο χάος ενός εμφυλίου ανάμεσα στα «άκρα». Σε αυτή την επικοινωνιακή προσπάθεια έχουμε νομίζω κάθε δικαίωμα να αντιτείνουμε πως δεν έχουμε κανέναν λόγο να βάλουμε τον πήχη τόσο χαμηλά. Ο Βενιζέλος και ο Σαμαράς είναι και οι δύο πολύ καλύτεροι από τον Λαγό και τον Παναγιώταρο, όπως καλύτεροι από τον Λαγό και τον Παναγιώταρο είναι εκατομμύρια συμπολίτες μας που τυχαίνει να μην είναι ψυχανώμαλοι, διεστραμμένοι  ναζί εγκληματίες. Είναι ευχάριστο που η δικαιοσύνη θυμήθηκε να αντιμετωπίσουν ποινικές συνέπειες οι αντεροβγάλτες. Τα πολιτικά συμπεράσματα όμως ας μας επιτρέψουν να τα σκεφτούμε ψυχραιμότερα.
 
Οι δύο βασικές συνέπειες της κρίσης είναι η φτώχεια και η βία. Για τη βία δεν είναι αθώα η κυβέρνηση του Δένδια, υπερασπιστή των βασανιστών της ΓΑΔΑ, όπως δεν είναι και αθώα για τη φτώχεια. Καταλαβαίνουμε πως ο ενδόμυχος πόθος τους θα ήταν να ενωθούμε όλοι μαζί απέναντι στη φασιστική απειλή και να ξεχάσουμε τα υπόλοιπα. Η απάντηση είναι όχι. Για μία ακόμη φορά, δεν είμαστε μαζί. Κάποιοι χάιδεψαν τους ναζί και κάποιοι τους αντιμετώπισαν. Κάποιοι συμμερίζονται το εθνικιστικό τους παραλήρημα και κάποιοι όχι. Τέλος, παραμένει εκκρεμής μια συζήτηση για τη φτώχεια και την αδικία, που δεν είμαστε διατεθειμένοι να την ξεχάσουμε επειδή με τόση σπουδή έφεραν στα σπίτια μας το ρατσιστικό δηλητήριο. Με λίγα λόγια: οι αντεροβγάλτες έπρεπε να αντιμετωπίσουν συνέπειες. Συγχαρητήρια στη δικαιοσύνη που εφάρμοσε τον νόμο. Εξακολουθούν όμως να μας χωρίζουν πολλά. Δεν ξέρω αν σήμερα τελειώνει η Χρυσή Αυγή, φαίνεται πολύ ωραίο για να είναι αληθινό. Είμαι όμως απολύτως βέβαιος ότι οι ιδέες που με τόση επιτυχία μόλυναν τόσα εκατομμύρια συμπολιτών μας δεν φεύγουν τόσο εύκολα. Για ένα πράγμα είχε δίκιο ο Λοβέρδος: η Χρυσή Αυγή είναι κίνημα, δεν είναι απλώς συμμορία. Αυτό σημαίνει ότι αν με μια συμμορία ξεμπερδεύεις μόλις συλλάβεις τα μέλη της, για ένα κίνημα έχεις να αντιμετωπίσεις τις εκατοντάδες χιλιάδες των ντεμί-ναζί που τους ψήφισαν. Έλεγα όταν ψηφίστηκαν για πρώτη φορά ότι βλέποντας τη φάτσα του Λαγού δίπλα στον Μιχαλολιάκο σίγουρα οι ψηφοφόροι δεν πίστευαν ότι είναι καθηγητής χορού. Το επαναλαμβάνω: ας μην είμαστε τόσο σίγουροι ότι οι ψηφοφόροι τους θα φερθούν ως πεπλανημένες παρθένες, που ανακαλύπτουν πως ο αγαπητικός τους είναι ακόλαστος. Η ιδεολογική δουλειά της ενοχοποίησης των μεταναστών έχει βαθιές ρίζες. Σε αυτό εξακολουθεί να μας χωρίζει χάος από τον σκίνχεντ υπουργό.