Τον βρήκαν χτες το πρωί μπροστά στην τηλεόραση. Προφανώς καθόταν Δευτέρα βράδυ, προτού πάει για ύπνο, και παρακολουθούσε τα καμώματα της Χρυσής Αυγής, το τηλεοπτικό υπερθέαμα ή, πιο σωστά, τη μονοκαλλιέργεια των ημερών. Ίσως πάλι να παρακολουθούσε «Ανατροπή» και να ’φυγε (ελέω Πουλικάκου) μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη, προτού ανατραπεί ολόκληρη η ύπαρξή του και γείρει.
 
Πέρα από τις προσωπικές σκέψεις μου, που είναι ιδιωτικές, που δεν ενδιαφέρουν τον αναγνώστη και ούτως ή άλλως δεν θα ’θελα να τις μοιραστώ, αναρωτιέμαι ποιες να ήταν οι τελευταίες εντυπώσεις του, αν ένιωθε πικραμένος για όλη αυτή την κατάντια ή ανακουφισμένος για το δημόσιο ξεγύμνωμά της – για εξάρθρωση είναι νωρίς να μιλήσει κανείς.
 
Έχω τη βαθιά απορία αν πρόλαβαν να τον απασχολήσουν τα δεκάδες σενάρια και οι θεωρίες συνωμοσίες που διακινούνται καθημερινά σχετικά με το τάιμινγκ, την αφορμή και τις μεθόδους που οδήγησαν σ’ αυτή τη ρήξη του κράτους με το παρακράτος, γύρω από τις μελλοντικές προεκτάσεις της και τη νέα γενιά πολιτικών παιγνίων που οργανώνονται για την αντιμετώπιση των πρωτόγνωρων δεδομένων.
 
Θα ’θελα ειλικρινά να ξέρω αν όλη η περιρρέουσα αγωνία για την κρίση και τις σαρωτικές συνέπειές της στον κοινωνικό ιστό, αν η τρόικα, τα νέα μέτρα, τα ελλείμματα, οι κοινωνικές αντιστάσεις, αν όλ’ αυτά είχαν παραμεριστεί στο μυαλό του μπροστά στη νέα επικοινωνιακή καραμέλα, κοντολογίς αν ένιωθε ότι υπάρχει ένας κίνδυνος αποπροσανατολισμού εδώ πέρα, μια ριζική μετάθεση της προσοχής σε αλλότρια, ή αν βίωνε όλο αυτό το νέο κοινωνικό και πολιτικό επεισόδιο σαν έναν κρίκο αξεδιάλυτο ολόκληρης αλυσίδας.
 
Αν έβλεπε τη δικαστική απόπειρα εξάρθρωσης ως μέρος της αυριανής λύσης ή ως κομμάτι της ελληνικής περιπλοκής.
 
Κι έπειτα τον αποχαιρέτησα νοερά, αντιλαμβανόμενος ότι ήταν δική μου η προσπάθεια της μετάθεσης, ότι το πρόβλημα είναι εδώ κι ας έφυγε ο Γιώργος, κι ότι οι απαντήσεις θα δοθούν από όλους εμάς – μακριά πάντως από τη λανθάνουσα βία της βραδινής τηλοψίας.