Δεν γράφω νούμερο γιατί η καταμέτρηση συνεχίζεται. Τριγυρισμένα από λιμενικούς, συνοριοφύλακες, αστυνομικούς και διασώστες. Διασώστες που δεν δύνανται πλέον να σώσουν ζωές παρά μόνο βασανισμένα κουφάρια.
 
Γράφω για τους φτωχοδιάβολους από τη Σομαλία και την Ερυθραία προσπαθώντας να βγάλω τη Χρυσή Αυγή από τη ζωή μου. Τα κανάλια θέλουν να μου την κάνουν ένεση, να τρέχει στο αίμα μου και να το μολύνει (εκείνοι άλλωστε έπεσαν απ' τα σύννεφα – εγώ όχι). Θέλουν να μου την κάνουν ένεση όπως έκαναν μέχρι προχθές με την τρομολαγνεία της πτώχευσης, με την αγωνία των δόσεων και με τις δόσεις της αγωνίας, όπως έκαναν ανέκαθεν, ίσως με τρόπο πιο ραφιναρισμένο.
 
Αλλά δεν πρόκειται να γίνω χαζοχαρούμενος, να μιλάω για φεγγαρόφωτα και για θετική ενέργεια, για συνέδρια καινοτομίας, για φιλανθρωπίες κάποιας πρέσβειρας καλής θελήσεως. Θέλω να αντικρίσω τη δυστυχία κατάφατσα και να την νικήσω, να τη νικήσουμε.
 
Η αλήθεια είναι πως ήθελα σήμερα να επιστήσω την προσοχή σας σε άλλα θέματα, τοπικά, στην τρόικα που ήρθε κι έφυγε χωρίς να πάρουμε εμείς χαμπάρι, σε απεργίες που φθάρηκαν κι έσβησαν με έναν αναστεναγμό, σε μουλωχτές τροπολογίες που μπαινοβγαίνουν σε ύποπτα νομοσχέδια, σε πλειστηριασμούς που μεθοδεύονται πίσω από κλειστές πόρτες, σε νέες φουρνιές απολύσεων και σε στρατιές απλήρωτων ομήρων.
 
Αλλά τελικά η ματιά μου μένει προσκολλημένη στα σάπια καΐκια που παραδέρνουν στη θάλασσα, σε ψαράδικα που προσπερνάνε αδιάφορα, σε ναυαγούς μέσα στα κύματα χωρίς σωσίβια και υπηκοότητα, σε παιδιά και σε μανάδες χωρίς αποθέματα αντοχής και ελπίδας.
 
Φεύγουν σαν τρομαγμένα πουλιά για να γλυτώσουν από πείνα και δίψα και εμφυλίους, από τον βιασμό ή τη βίαιη στρατολόγηση. Τους παρασέρνουν οι άνεμοι του πολέμου και της ιστορίας και τους ρίχνουν σε δουλοπάζαρα, σε κύματα και σε παραλίες. Στη Λαμπεντούζα, στη Λήμνο ή στα ναρκοπέδια του Έβρου. Και δεν υπάρχει τουλάχιστον κάποιος να τους θρηνήσει όπως πρέπει, αλλά πέφτουν στο στόμα της κάθε παρουσιάστριας που θα τους αποκαλέσει ψυχρά λαθρομετανάστες – αντί για μνημόσυνο.