Του Νικόλα Λεοντόπουλου

Το συνέδριο με τίτλο «Η Συνθήκη της Λωζάνης 90 χρόνια μετά» διοργανώθηκε στις 22 και 23 Νοεμβρίου από το ΕΛΙΑΜΕΠ και από το Πρόγραμμα Εκπαίδευσης των παιδιών της μουσουλμανικής μειονότητας, το γνωστό εκπαιδευτικό πρόγραμμα των καθηγητριών Φραγκουδάκη – Δραγώνα, που τρέχει στη Θράκη εδώ και 15 χρόνια. Η διεξαγωγή του προκάλεσε την ήπια αντίδραση εθνικιστικών κύκλων.

Παρασκευή απόγευμα ολοκληρώθηκε κανονικά η πρώτη συνεδρία (για την εκπαίδευση της μειονότητας), σε μια αίθουσα κατάμεστη από «πλειονοτικούς» και «μειονοτικούς».

Στη δεύτερη συνεδρία, όμως, το αόρατο χέρι τους κράτους έκανε την εμφάνισή του. Η συζήτηση αφορούσε τη σαρία, τον ισλαμικό ιερό νόμο, ο οποίος αντίθετα με ό,τι συμβαίνει σε κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα (και στην Τουρκία) εφαρμόζεται, σε ό,τι αφορά τα ζητήματα οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου στη Θράκη για τους Έλληνες μουσουλμάνους.

Ανάμεσα στους ομιλητές θα ήταν και ο Εβρέν Δεδέ, μειονοτικός δημοσιογράφος του δίγλωσσου περιοδικού της Κομοτηνής «Αζινλίκτσα» (= Μειονότητα). Ο Δεδέ επρόκειτο να μιλήσει στα τουρκικά για τη σαρία. Γι’ αυτό το λόγο υπήρχε πρόνοια διερμηνείας και μοιράστηκαν στο κοινό τα ειδικά ακουστικά. Η διερμηνέας είχε ήδη προμηθευτεί το κείμενο της ομιλίας, με το κείμενο ανά παράγραφο στα τουρκικά και στα ελληνικά.

Αλλά αυτή η ομιλία δεν επρόκειτο να εκφωνηθεί ποτέ – τουλάχιστον στα τουρκικά. Η συνεδρία άργησε να αρχίσει, καθώς στο παρασκήνιο μαινόταν η παρασκηνιακή παρέμβαση του κράτους. «Κάποιος» απαγόρευσε στους διοργανωτές του συνεδρίου να αφήσουν τον Δεδέ να μιλήσει στη μητρική του γλώσσα. Η απαγόρευση τέθηκε υπό τη μορφή εκβιαστικού διλήμματος: Ή δεν θα γίνει ομιλία στα τουρκικά ή το συνέδριο διακόπτεται. Τόσο ωμά.

Αυτό προκύπτει και από τα όσα δημόσια είπε η κ. Δραγώνα: «Αναλαμβάνουμε και η κυρία Φραγκουδάκη και εγώ ολόκληρη την ευθύνη γι αυτή την αποτυχία. Είχαμε προβλέψει μετάφραση για να μιλήσει ο κ. Δεδέ. Ο κ. Δεδέ ήθελε να μιλήσει στα τουρκικά γιατί είναι Έλληνας πολίτης που είχε ζήσει όλη του τη ζωή στην Τουρκία και είχε δηλώσει αδυναμία να μιλήσει σε ένα επιστημονικό συνέδριο ελληνικά. Δεν μπόρεσε αυτό να έρθει σε πέρας. Είναι δική μας ευθύνη. Έπρεπε να βρούμε μια λύση να συνεχιστεί αυτή τη στιγμή αυτή η συνάντηση».

Δεν ακολούθηκε ούτε πανικός, ούτε φασαρία. Ο Δεδέ αποχώρησε. Η συνεδρία μπορούσε να ξεκινήσει. Το λόγο πήρε η Άννα Φραγκουδάκη, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, και συνδιοργανώτρια του συνεδρίου:

«Προέκυψε ένα πρόβλημα, το οποίο πριν σας το ανακοινώσω, δείχνει πόσο δύσκολα είναι τα θέματα που συζητάμε. Τα συζητήσαμε ως τώρα με πολλή σωφροσύνη όλοι κι αυτό είναι καλό πράγμα, και ο διάλογος είναι δύσκολος, πιο δύσκολος από το να φωνάζουμε όλοι…».

Απο το κοινό, ακούστηκε η φωνή του Μουσταφά Μουσταφά (μειονοτικός πρώην βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ): «Δεν είναι δύσκολα. Κάποιοι τα δυσκολεύουν… Πέστε μας ποιοι…»

Η Φραγκουδάκη δεν είπε. Αντ’αυτού εξήγησε: «Ο Αϊντίν Μποσταντζί που είναι δημοσιογράφος και συνεργάτης στην εφημερίδα Αζινλίκτσα, που σημαίνει μειονότητα, και είναι και δίγλωσση, θα μιλήσει στη θέση του κ. Εβρέν Δεδέ, θα διαβάσει τη μετάφραση στα ελληνικά…»

Το αόρατο χέρι

Ποιος όμως ήταν αυτός απαγόρευσε την ανάγνωση της ομιλίας στα τουρκικά; Οι δύο υπεύθυνοι του προγράμματος, Δραγώνα και Φραγκουδάκη, πήραν την ευθύνη πάνω τους. Οι παριστάμενοι αξιωματούχοι της ελληνικής κυβέρνησης δεν είπαν λέξη, προκαλώντας έτσι ζημιά στο πρόγραμμα το οποίο εδώ και 15 χρόνια τρέχει για την εκπαίδευση των μουσουλμανοπαίδων και αφήνοντας τις δύο κυρίες να αναλάβουν αντ’ αυτών την ευθύνη.

Σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες του ThePressProject, η απαγόρευση προήλθε από το Υπουργείο Εξωτερικών. Ο άνθρωπος που παρενέβη και απείλησε με διακοπή του συνεδρίου ήταν ο κ. Νικόλαος Πιπερίγκος, πρέσβης και διευθυντής της Υπηρεσίας Πολιτικών Υποθέσεων Ξάνθης, ο οποίος ήταν παρών στο συνέδριο.

Οι κ.κ. Πιπερίγκος και Θεοδώρου, νυν και πρώην επικεφαλής της Υπηρεσίας Πολιτικών Υποθέσεων Ξάνθης του Υπουργείου Εξωτερικών κατά τη διάρκεια του συνεδρίου στην Κομοτηνή.

Για όσους δεν γνωρίζουν, η ΥΠΥΞ αποτελεί υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών. Τώρα, για το τι δουλειά έχει μια υπηρεσία του υπουργείου Εξωτερικών εντός ελληνικού εδάφους  την απάντηση τη δίνει ο προκάτοχος του κ. Πιπερίγκου, Αλέξης Αλεξανδρής σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Θράκη το Φεβρουάριο του 2013:
«Ο ρόλος μας εδώ δεν είναι πολιτικός αλλά καθαρά υπηρεσιακός, μεταφέροντας τις θέσεις του υπουργείου σε ξένους διπλωμάτες που επισκέπτονται την περιοχή γύρω από σημαντικά ζητήματα όπως είναι το μεταναστευτικό, οι ΕΟΖ, η δημιουργία των κάθετων οδικών αξόνων αλλά ακόμη και η Συνθήκη της Λωζάνης. Αν αποχωρήσουμε από εδώ, ποιος θα κάνει αυτή την δουλειά;»

Η αλήθεια είναι κατά τι διαφορετική: Η ΥΠΥΞ ιδρύθηκε για να κοντραριστεί η δράση του τουρκικού προξενείου στην Κομοτηνή, αυτουργού πολλών παρεμβάσεων μέσα στη μειονότητα, άλλοτε φανταστικών (στο μυαλό των θερμόαιμων), συχνά όμως πραγματικών… Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου άλλωστε, ο Σαμή Καραμπουγιούκογλου (δημοσιογράφος της ΕΡΑ Κομοτηνής) υπενθύμισε την πρακτική και των δύο «προστατιδών δυνάμεων» με τα φακελάκια, όχι αυτά που ξέρουμε στην Αθήνα αλλά τα άλλα: Πληρωμές, άλλοτε επίσημες (υπό τη μορφή μισθοδοσίας ιμάμηδων κλπ) και άλλοτε ολότελα κάτω από το τραπέζι προς αγνώστου αριθμού πρόσωπα, σε μειονοτικούς και πλειονοτικούς. Ένας ετήσιος τζίρος πολλών εκατομμυρίων ευρώ εκατέρωθεν, από την από ’δω ή την από ‘κει πλευρά, για τον έλεγχο της μειονότητας– σε βάρος φυσικά των Ελλήνων μουσουλμάνων που ζούνε εκεί.

Και πάλι όμως παραμένει το ερώτημα: Ο κ. Πιπερίγκος αυτενέργησε ή εκτελούσε εντολές; Η απόφαση ήταν υπηρεσιακή, δηλαδή προήλθε από διαβούλευση με την εντός του ΥπΕξ ιεραρχία, ή πολιτική, δηλαδή συνδέεται με τις επιλογές του Μαξίμου, και πιο συγκεκριμένα των συμβούλων του πρωθυπουργού στο θέμα; Πάντως, αν αυτό λέει κάτι, η τοποθέτηση του κ. Πιπερίγκου στην Ξάνθη ήταν πολιτική επιλογή του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος. 

Η συνεδρία για τη σαρία συνεχίστηκε με τον κ. Πιπερίγκο παρόντα και σιωπηλό. Ο Ιλχάν Αχμέτ, μειονοτικός πρώην βουλευτής, μοίρασε στο κοινό ένα φωτοτυπημένο κείμενο διαμαρτυρίας που εξηγούσε την αποχώρησή του… Ομοίως, αποχώρησαν και οι υπόλοιποι βουλευτές (Αϊχάν Καραγιουσούφ, Αχμέτ Φαΐκογλου, Μουσταφά Μουσταφά κλπ), πρώην και νυν, της μειονότητας.

«Το πρόβλημα είναι… τεχνικό»

Οι κρατικοί αξιωματούχοι παρέμειναν σιωπηλοί αλλά το κοινό ήπια ζητούσε εξηγήσεις. Και έτσι πήρε το λόγο ο πρέσβης Θεόδωρος Θεοδώρου (πρώην διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Πάγκαλου), ο οποίος στο παρελθόν υπήρξε και αυτός επικεφαλής στην Υπηρεσία Πολιτικών Υποθέσεων Ξάνθης, στο πόστο δηλαδή που κατέχει σήμερα ο κ. Πιπερίγκος. Ο Θεοδώρου  προσπάθησε να εξηγήσει ότι τα τουρκικά δεν ακούστηκαν επειδή το συνέδριο δεν ήταν δίγλωσσο και δεν υπήρχε διερμηνεία… Δεν είχε καν προσέξει πως ήδη είχαν μοιραστεί στο κοινό ακουστικά για τη μετάφραση και πως στο πρόγραμμα την επόμενη μέρα θα μιλούσε (όπως και έγινε) Τούρκος ιστορικός, στα τουρκικά φυσικά.

Και ενώ ο Θεοδώρου επιχειρηματολογούσε, ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Παιδείας, Γιώργος Καλαντζής, που βρισκόταν ακόμα στο πάνελ των ομιλητών, τον διακόπτει και ανακοινώνει τη δική του αποχώρηση («πρέπει να φύγω για να μη χάσω την πτήση»), πιθανότατα για να μην αναγκαστεί να πάρει θέση…

Ο Θεοδώρου όμως συνέχισε: «Είναι καθαρά τεχνικό θέμα και απορώ γιατί έχει γίνει θέμα διγλωσσσίας ή ελευθερίας ή μη ελευθερίας να μιλάει κάποιος τη γλώσσα του».

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη σκέψη του, και από το κουβούκλιο της μετάφρασης κατέβηκε η διερμηνέας (αυτή που ο κ. Θεοδώρου ισχυρίστηκε πως δεν υπάρχει), διέσχισε την αίθουσα, έφτασε απέναντι στον διπλωμάτη, και εμφανώς ταραγμένη, με φωνή τρεμάμενη, είπε:

«Είστε απαράδεκτος – απαράδεκτος! Δεν έχετε δει τη δουλειά μου και δεν μπορείτε να με προσβάλλετε… Έχω περάσει εξετάσεις του Υπουργείου Εξωτερικών το 1994… Είστε απαράδεκτοι!»

Είπε και αποχώρησε…

 

Σκοτεινοί καιροί και πέτρινα χρόνια

Πώς φτάσαμε στο σημείο ακόμα και τα γλωσσικά δικαιώματα της μειονότητας να τίθενται υπό αμφισβήτηση;  Πολλοί παρευρισκόμενοι στο επεισόδιο, μειονοτικοί και μη, μίλησαν ανοιχτά για «βήματα πίσω», για επιστροφή σε «σκοτεινούς καιρούς» και σε «πέτρινα χρόνια» (Μουσταφά Μουσταφά, πρώην βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ).

Η ειρωνία είναι ότι στο κείμενό του ο Δεδέ υπεραμυνόταν της σαρίας, συμφωνώντας δηλ. με την επίσημη και ανεπίσημη άποψη του ελληνικού κράτους.

Ειρωνία είναι πως η απαγόρευση χρήσης της γλώσσας έλαβε χώρα στη διάρκεια ενός συνεδρίου το οποίο με θέμα τη Συνθήκη της Λωζάνης η οποία προστατεύει τα δικαιώματα των μειονοτήτων.

Ειρωνία είναι επίσης ότι το περιστατικό συνέβη ενώπιον του γενικού γραμματέα του υπουργείου Παιδείας κ. Καλαντζή, πολιτικού προϊσταμένου για τη διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας στα μειονοτικά σχολεία.

Το επεισόδιο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε τυχαίο ούτε μεμονωμένο. Λίγο μετά την απαγόρευση ήρθε η σειρά του γενικού γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας Γιώργου Καλαντζή να μιλήσει. Ο κ. Καλαντζής ανήκει στο ΠΑΣΟΚ (ήταν μάλιστα διευθυντής του γραφείου του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Θεόδωρου Πάγκαλου), αλλά η ομιλία του διαπνεόταν από σαμαρικής πνοής ατάκες. Παραθέτουμε ένα ενδεικτικό απόσπασμα (η ομιλία διαθέσιμη ολόκληρη εδώ από το σάιτ romfea.gr) – η υπογράμμιση δική μας:

«Αφού λοιπόν εκείνοι αποφάσισαν να παίξουν το παιχνίδι με τους όρους που καταλαβαίνουν τα δυτικά χριστιανικά ακροατήρια, ας μας επιτρέψουν αφού είμαστε Χριστιανοί, να τους εξηγήσουμε τι σημαίνουν εκλογές στη Δύση…».
 
Αναλόγως «σκληρός» ήταν στην τοποθέτησή του την επόμενη μέρα ο βουλευτής της ΝΔ (και μη σαμαρικός) Ευριπίδης Στυλιανίδης. Πιπερίγκος, Καλαντζής, Στυλιανίδης… Η σκλήρυνση της ελληνικής στάσης πιθανώς να έχει λιγότερο σχέση με τα ελληνοτουρκικά (όπου και εκεί παρατηρείται μεγαλύτερη ένταση τον τελευταίο καιρό) και περισσότερο με τη διαμόρφωση εντός της χώρας μιας εθνικιστικής ατζέντας: Αφενός συνολικά η κοινή γνώμη, εν μέσω της κρίσης, έχει σαφώς μετακινηθεί προς πιο συντηρητικές θέσεις, αφετέρου η κυβέρνηση προσπαθεί (για μία ακόμα φορά) να ψαρέψει στα νερά της άκρας δεξιάς.