Ένα πράγμα που δεν καταλαβαίνω κάθε φορά που πληροφορούμαι νέες κυβερνητικές επιτυχίες είναι πώς θα κοιτάξουν κατάματα όταν έρθει η στιγμή όλον αυτό τον κόσμο που βρίσκεται βουτηγμένος στην ανεργία, στην επισφάλεια, στην απληρωσιά. Πώς θα επιχειρήσουν μέσα σ’ αυτή την αποτρόπαιη συγκυρία να αποσπάσουν για μία ακόμη φορά την ψήφο τους.
 
Είναι βέβαια το ίδιο ερώτημα που ακούω συνέχεια γύρω μου: γιατί οι άνεργοι δεν κινητοποιούνται, γιατί δεν κατεβαίνουν στις διαδηλώσεις, γιατί δεν μαζεύονται σε μια πλατεία απλώς να φυσήξουν όλοι μαζί. Η ίδια απορία, διατυπωμένη απλώς με διαφορετικό τρόπο.
 
Την απάντηση δεν ξέρω να σας την πω ολόκληρη, απλώς την ανακαλύπτω κι εγώ λίγο λίγο καθώς ξεφυλλίζω ξανά και ξανά τις σελίδες του Ημερολογίου ενός ανέργου. Αυτή ήταν, εξάλλου η αφετηριακή σκέψη που μας οδήγησε πριν από δέκα μήνες και κάτι στη δημιουργία του. Να φύγουμε από τη γενική εικόνα, από τους αριθμούς, τους δείκτες και τις στατιστικές, και να ανακαλύψουμε από κάτω τον άνθρωπο, την οικογένεια, αληθινές ιστορίες που συγκροτούν το πρόβλημα σε όλες του τις δραματικές διαστάσεις.
 
«Το μαγαζάκι που δούλευα έκλεισε, το κατάστημα της μητέρας μου έκλεισε, η σύνταξη του πατέρα μου μειώθηκε. Το κάθε “θα σας τηλεφωνήσουμε” χωρίς ανταπόκριση, το κάθε δοκιμαστικό χωρίς πληρωμή, η κάθε βροχή και κρύο χωρίς θέρμανση, η κάθε αρρώστια των δικών μου χωρίς χρήματα για ιατρούς είχαν ένα αποτέλεσμα και μόνο, να μείνουν στην καρδιά μου λίγα δέντρα, θάλασσα και ήλιος», έγραφε προχθές στο Ημερολόγιο μια 27χρονη από τη Θεσσαλονίκη, και ξαφνικά καταλάβαινες με τον πιο χειροπιαστό τρόπο το πρωτογενές πλεόνασμα τι σημαίνει.
 
Γράφω σ’ αυτή τη στήλη σχεδόν 5 μήνες προσπαθώντας να πιάσω απ’ τα μαλλιά την επικαιρότητα, να εκφράσω τη στιγμή, να ερμηνεύσω -άλλοτε με επιτυχία κι άλλοτε όχι- τα τεκταινόμενα, μήπως έτσι βγει κάποιο συμπέρασμα, μια κατεύθυνση μέσα στη σύγχυση που μας περιβάλλει. Τσαλαβουτάω στην επικαιρότητα, πότε εδώ πότε ’κει, γιατί είναι πολλά τα μέτωπα, έστω κι αν κατ’ αυτόν τον τρόπο κινδυνεύω να γίνω σαν αυτούς που κοροϊδεύουμε, μαϊντανός του διαδικτύου και ειδικός επί παντός του επιστητού. Κι όσο κι αν λέω πως γράφω μονάχα εφόσον έχω κάτι να προσθέσω, κι όσο κι αν προσπαθώ να διαβάζω και να διασταυρώνω το κάθε γεγονός και να στοιχειοθετώ το κάθε επιχείρημα, όλο και νιώθω την απειλή του πρόχειρου και του επικαιρικού να με απειλεί. Εβδομήντα επτά άρθρα, μαζί με το σημερινό, πάνω από 50.000 λέξεις, ολόκληρο βιβλίο έχω γράψει σε λιγότερο από πέντε μήνες, κι αν σας φώτισα λίγο έχει καλώς – εγώ πάντως δεν νιώθω τόσο πεφωτισμένος και καμιά φορά δειλιάζω κάπως, αλλά έχουμε πόλεμο τώρα και πρέπει να πολεμήσουμε με ό,τι μέσο διαθέτει ο καθένας.
 
Μόνο που πρέπει τώρα να σταματήσω για λίγο, να πιάσει κάποιος άλλος αυτή τη γωνιά του ThePressProject και να γράψει τα δικά του, γιατί ένα άλλο βιβλίο παραμένει ημιτελές και με περιμένει. Θα χρειαστεί να εγκαταλείψω για ένα διάστημα την επιφανειακή όψη των πραγμάτων και να προχωρήσω σε βάθος, στα έγκατα της κρίσης, όπως τη ζουν οι άνθρωποι και όχι όπως την περιγράφουν τα ρεπορτάζ και τα οικονομικά report.
 
Το βιβλίο θα έχει τίτλο (επίσης) «Το Ημερολόγιο ενός ανέργου», αλλά μπορεί και όχι. Ίσως να ’χει τίτλο «Η Λογοτεχνία της ανάγκης» ή «Σακί άδειο ξανά». Ίσως πάλι «Την Πέμπτη απολύθηκα» ή «Να το σκοτώσεις το ρημάδι το σπίτι σου» ή «Πόρτες κλειστές παντού» – από τίτλους είμαστε πλήρεις. Ας τελειώσει πρώτα και βλέπουμε μετά ποιος θα είναι ο τίτλος, για την ακρίβεια δεν θα τον αποφασίσω εγώ, ούτε ο επιμελητής, ούτε καν ο εκδότης, θα επιστρέψω στο imerologioanergou.gr και στο ThePressProject κι ας τον αποφασίσουμε όλοι μαζί με δημόσια ψηφοφορία, ας μοιραστούμε την ευθύνη. Αυτοοργάνωση δεν είπαμε;
 
Η κεντρική ιδέα του «Ημερολογίου» ήταν να φύγουμε πράγματι από τους δείκτες και τους αριθμούς και να περάσουμε στις πραγματικές ιστορίες των ανθρώπων. Να σπάσουμε το ταμπού της ντροπής και της σιωπής και να μιλήσουμε, να μοιραστούμε το πρόβλημα. Κι έπειτα, απαλλαγμένοι από ενοχές και αναστολές, να αναζητήσουμε τρόπους αυτοοργάνωσης για να βγούμε από το αδιέξοδο. Μπήκε κόσμος πολύς κι έγραψε ο καθένας την ιστορία του, περισσότερες από 1.200 ήδη, κι οι ιστορίες συνεχίζονται και θα συνεχιστούν, αλλά παράλληλα πρέπει σιγά σιγά να περάσουμε στην επόμενη πίστα.
 
Όπως το είχαμε εξαγγείλει από την αρχή, τα κείμενα του Ημερολογίου θα γίνουν η πρώτη ύλη για ένα βιβλίο. Να λοιπόν πώς ξαναφεύγουμε από τη μικρή ιστορία του καθενός και προχωράμε στη συγγραφή της μεγάλης ιστορίας ολονών, μια σύνθεση όλων αυτών των μεμονωμένων περιπτώσεων για να επιστρέψουμε ξανά, με περισσότερα όμως εφόδια, στη συνολική εικόνα, σ’ αυτό τον βαθύτερο καθρέφτη της συμφοράς που μας βρήκε, στα έγκατα αυτού του ακήρυχτου πολέμου από τον οποίο πρέπει στο τέλος να βγούμε εμείς νικητές έστω κι αν η μάχη μάς φαίνεται καθημερινά χαμένη.
 
Σταματάω λοιπόν για ένα διάστημα, παίρνω την άδεια που ο Κώστας Εφήμερος είχε τη διορατικότητα να μου δώσει γιατί είναι κι εκείνος φαν και πρωτεργάτης του «Ημερολογίου» – εθελοντής. Ασφαλώς θα μου λείψετε και ελπίζω ότι θα σας λείψω λιγάκι κι εγώ, για δέκα μέρες, για είκοσι μέρες, για όσο χρειαστεί ώσπου να τελειώσει η δουλειά, αλλά είναι για καλό σκοπό, για να φέρω επιστρέφοντας μαζί με τις υπόλοιπες αποσκευές αυτό το βιβλίο, που δεν θα είναι βιβλίο κανενός αλλά βιβλίο ολονών.
 
Δεν σας λέω αντίο, σας λέω μονάχα ορεβουάρ.