Είχα σταθεί και στηριζόμουν επί της φυσαρμόνικας του λεωφορείου, πιο πίσω και κάπως μακριά δηλαδή από τα γεγονότα και δεν είχα σαφή εικόνα του τι ακριβώς συνέβαινε, ώσπου πήρε το αυτί μου την λέξη “ύποπτος” να ξεχωρίζει ανάμεσα από τα μπερδεμένα και ανήσυχα λόγια των επιβατών αλλά και του οδηγού, ο οποίος κάτι φώναζε κι αυτός μέσα από το κουβούκλιο.

Η περιέργειά μου μεγάλωσε όταν σχεδόν ταυτόχρονα αντιλήφθηκα όλους τους επιβάτες του μπροστινού μέρους να ψαχουλεύουν τις τσέπες τους και να ψάχνουν τις τσάντες τους, ικανοποιήθηκε όμως σύντομα και έδωσε την θέση της σε συναίσθημα απροσδιόριστο, μάλλον ντροπής και αγανάκτησης μαζί για την κατάντια μας ως κοινωνία, όταν ακούστηκε πλέον καθαρά η φωνή του οδηγού και κατόπιν οι φωνές κάποιων κυριών, οι οποίες με υπερβάλλοντα ζήλο προωθούσαν προς το πίσω μέρος του οχήματος το μήνυμα και την σύσταση να ψαχτούμε όλοι, μη τυχόν μας λείπει οτιδήποτε από τις τσέπες και τις τσάντες μας διότι, όπως ακριβώς έλεγαν, εντός του λεωφορείου υπήρχε κάποιος ύποπτος!
Έτσι ακριβώς φώναζαν:

Ψάξτε τις τσέπες και τα πράγματά σας διότι υπάρχει κάποιος ύποτπος μέσα στο λεωφορείο!

Σε λίγο το έκαναν ακόμη πιο δραματικό το διάγγελμά τους:
Ψαχτείτε γρήγορα προτού να φτάσουμε στην στάση, για να ξέρει ο οδηγός, να μην ανοίξει τις πόρτες αν σας λείπει το πορτοφόλι, ψαχτείτε, κυρίως εκεί πίσω, ακούτε όλοι, από εκεί μπήκε ο ύποπτος και ήρθε προς τα εμπρός!!!

Νόμιζα ότι ζω σε ταινία, δεν πίστευα στα αυτιά μου και ώσπου να συνειδητοποιήσω τι ακούω και τι ακριβώς εκτυλίσσεται εντός του λεωφορείου, φτάσαμε στην επόμενη στάση δίχως να αναφερθεί κλοπή από κανέναν, άνοιξαν τότε οι πόρτες και οι ίδιοι επιβάτες που τόσην ώρα κραύγαζαν περί του “κάποιου ύποπτου”, άρχισαν να διαδίδουν ανακουφισμένοι ότι όλα πλέον ήταν εντάξει μέσα στο λεωφορείο και ότι μπορούσαμε εφεξής να ηρεμήσουμε διότι ο ύποπτος είχε μόλις κατέβει, σάλπισαν δε προς όλους εμάς τους υπόλοιπους λήξη συναγερμού.

Ξεκίνησε τότε η επικοινωνία μεταξύ των αποξενωμένων έως εκείνη την στιγμή επιβατών. Εμένα μια μέρα μου έσκισε κάποιος με ξυράφι την τσάντα αλλά τον έπιασα, είπε η διπλανή μου στην διπλανή της, αυτοί είναι ταχυδαχτυλουργοί, μπορεί να σου πάρουν το πορτοφόλι από την τσέπη χωρίς να νιώσεις το παραμικρό, είπε και ο απέναντι στον διπλανό του καθώς έχωνε το χέρι του στη μέσα τσέπη του σακακιού, ψάξου κι εσύ καλά, του συνέστησε.

Μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου δεν είχα συνέλθει από όλο αυτό το απίστευτο περιστατικό που βίωσα. Κι ακόμη δε μπορώ να συνειδητοποιήσω όλο το φάσμα των σημαινόντων του για την κοινωνική μας συμπεριφορά, ούτε μπορώ να του προσδώσω κάποιους χαρακτηρισμούς επαρκείς. Δεν το χωράει με λίγα λόγια ο νους μου, με υπερβαίνει.

Είδα ανθρώπους αγνώστους μεταξύ τους, να συνασπίζονται ξαφνικά ενάντια σε κάποιον, επίσης άγνωστον ως πρόσωπο αλλά και ως παρουσία, ευρισκόμενο δήθεν κάπου ανάμεσά τους, ο οποίος χαρακτηρίστηκε από κάποιους εξ αυτών, των μεταξύ τους αγνώστων, ως “ύποπτος”. Κανείς δεν γνώριζε κανέναν, κανείς δεν γνώριζε ποιος αναγνώρισε ή χαρακτήρισε τον άγνωστο “ύποπτο”, κανείς δεν γνώριζε πού ακριβώς βρισκόταν ο άγνωστος “ύποπτος” αλλά όλοι ένιωσαν υποψήφια θύματά του και αμύνθηκαν, κάποιοι θέλησαν να ενημερώσουν και τους άλλους, δημιούργησαν φημολογία ταχύτατα εξαπλούμενη και ατμόσφαιρα συναγερμού και πανικού, κατόπιν δε όλοι μαζί υπάκουσαν πάλι στους αγνώστους τους, οι οποίοι σφύριξαν λήξη του συναγερμού.

Ομαδική παράνοια; Ίσως. Δείχνει όμως πολύ καλά αν μη τι άλλο, τον φόβο και τον τρόμο, την ανασφάλεια, το άγχος και την καχυποψία των σύγχρονων ανθρώπων αλλά ταυτόχρονα και το πόσο εύκολα ποδηγετούνται, εξουσιάζονται, θυματοποιούνται, αποδίδουν χαρακτηρισμούς και κατηγορίες, δεν ξέρω τι άλλο να πω, σκέφτομαι ότι το περιστατικό αξίζει να μελετηθεί από κοινωνιολόγους αλλά και ανθρωπολόγους.

Το μόνο που μπορώ με βεβαιότητα να συμπεράνω είναι ότι αποτελεί σαφή ένδειξη του πλήρους εκφασισμού της κοινωνίας, του κανιβαλισμού, της παρακμής και της απύθμενης κατάντιας μας.