Η πρώτη έκπληξη που περίμενε τον κρατούμενο μόλις έφτανε στο Άουσβιτς ήταν ότι αυτοί που τον γρονθοκοπούσαν και ούρλιαζαν ακατανόητες διαταγές μες στ’ αυτιά του δεν ήταν Ες-Ες, αλλά συγκρατούμενοί του που αντάλλασσαν τη συνεργασία με τον εχθρό με μικρά ή μεγαλύτερα προνόμια, οι διαβόητοι «Κάπος». Ο Πρίμο Λέβι περιγράφει κάποιον που προδίδει τον συνένοχό του σε μια κλοπή και τον αφήνει να μαστιγωθεί, προκειμένου να μπορέσει να θέσει υποψηφιότητα για λαντζέρης. Κάποτε η αμοιβή ήταν λίγο μεγαλύτερη μερίδα φαγητού, ποσότητα κρίσιμη όμως για να μπορέσει κανείς να επιζήσει. Ένας μεγαλοδιευθυντής σημαντικής χημικής βιομηχανίας εξασφαλίζει το προνόμιο να πλένει το καζάνι των Πολωνών εργατών και έτσι κερδίζει μισή καραβάνα σούπας παραπάνω καθημερινά, και φτάνει στο τέλος να αναλάβει καθήκοντα στην επιλογή των «κατάλληλων προς εργασία» κρατουμένων. Ο Λέβι περιγράφει ωμά πως αυτοί που έφτασαν στον πάτο δεν επέστρεψαν για να διηγηθούν τι συνέβη. Η πλειονότητα αυτών που επέζησαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα κατάφεραν χάρη σε προνόμια τέτοιου τύπου. Οι Ναζί ανέθεταν σε Εβραίους από μικροδουλειές, όπως η συλλογή των χρυσών δοντιών και των μαλλιών, μέχρι τη διαχείριση των κρεματορίων. Μάλιστα η αρμόδια «Ειδική Ομάδα», για τελετή μύησης έκαιγε τα πτώματα των προκατόχων της στο ίδιο πόστο. Κατά βάθος, αυτό που ο Λέβι ονομάζει «το δαιμονικότερο έγκλημα του εθνικοσοσιαλισμού» είναι η υπηρεσία που πρόσφεραν στο καθεστώς όλοι αυτοί οι κρατούμενοι που συνεργάστηκαν με τους φονιάδες τους, δημιουργώντας μια γκρίζα ζώνη που θολώνει τα νερά, στερεί από τα θύματα την αθωότητά τους, τα εκφυλίζει και τα διαφθείρει. Ένα τέτοιο καθεστώς δεν θα επέτρεπε ποτέ την αγιοποίησή τους. Φροντίζει ώστε ο θύτης να μπορεί να πει θριαμβευτικά πως είναι άξια της μοίρας τους.

Το σοκ της ανάγνωσης των βιβλίων του Λέβι (με πρώτο το αριστουργηματικό «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος») οφείλεται μεταξύ άλλων και στην παρρησία με την οποία έχει παρουσιάσει τη συνεργασία των κρατουμένων με τον εχθρό στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, προσθέτοντας ωστόσο πως όποιος δεν πέρασε από το Λάγκερ δεν μπορεί να κρίνει. Είναι δύσπεπτο το συμπέρασμα πως ποτέ, ακόμη και στην περίπτωση της πιο ακραίας θηριωδίας, όπως είναι το ολοκαύτωμα και ειδικότερα το Άουσβιτς, ποτέ δεν μπορούμε να διακρίνουμε ξεκάθαρα τους θύτες από τα θύματα. Υπάρχει πάντοτε μια γκρίζα ζώνη, μια περιοχή διάχυτης, μολυσματικής συνενοχής. Το επιχείρημα του Λέβι είναι πως παρ’ όλ’ αυτά, όσο κι αν ο ίδιος ή όλοι μας κρύβουμε μέσα μας έναν φονιά, ο ίδιος υπήρξε θύμα και όχι φονιάς, και το να συγχέει κανείς τις δύο κατηγορίες σημαίνει ηθική αρρώστια, εστετίστικη εκζήτηση ή σημάδι συνενοχής.

Προφανώς δεν χρειάζεται να μας υπενθυμίσει κανείς ότι δεν ζούμε στο Άουσβιτς και ότι το άλμα προς τη σημερινή εποχή είναι τεράστιο, αλλά το δικαίωμα του παραλληλισμού μάς το δίνει ο ίδιος ο Λέβι, όταν λέει πως το διάστημα που χωρίζει τους θύτες από τα θύματα δεν είναι ποτέ κενό, και πως πρέπει να το γνωρίσουμε όχι μόνο για να προστατευτούμε σε μια ανάλογη δοκιμασία, αλλά «ακόμη και αν απλώς θέλουμε να αντιληφθούμε αυτό που συμβαίνει σε μια μεγάλη βιομηχανική μονάδα». Ο Λέβι δεν είναι μόνο κάποιος που μεταφέρει τη μαρτυρία του Άουσβιτς, όπως ταπεινά αυτοπεριγράφεται, είναι δοκιμιογράφος πρώτης γραμμής, ικανός στοχαστής των ανθρωπίνων. Παρουσιάζοντας το τελευταίο του βιβλίο πριν την αυτοκτονία του το 1987 («Αυτοί που βούλιαξαν κι αυτοί που σώθηκαν») ως κείμενο σκέψης, όχι ανάμνησης, ανοίγει τον δρόμο για να εφαρμόσουμε τα συμπεράσματά του σε πεδία κατά τα λοιπά μη συγκρίσιμα.

Η ιστορική φράση λοιπόν του μισητού αντιπροέδρου, το περίφημο «Τα φάγαμε όλοι μαζί», συνοψίζει τη συνειδητή, συνειδητότατη στρατηγική ενοχοποίησης των θυμάτων, με σκοπό ακριβώς να αμβλύνει την κριτική τους, να τους στερήσει την αθωότητα, και τέλος να ελαφρύνει τη συνείδηση του θύτη. Το νόημα της φράσης είναι πως αγνοείται η διάσταση της τοκογλυφίας και η έμφαση μεταφέρεται στους σπάταλους λαούς, που ζουν πάνω από τις δυνάμεις τους παράγοντας ελλειμματικούς προϋπολογισμούς. Δεν πρόκειται λοιπόν για μάχη ανάμεσα στους λίγους και τους πολλούς, αλλά για μάχη μιας απρόσεκτης, εφηβικής κοινωνίας, με τον κακό εαυτό της. Αρκεί να θυμίσουμε το «We all partied», το ίδιο επιχείρημα μεταφρασμένο ιρλανδιστί, για να αντιληφθούμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μια ιδιοσυγκρασιακή αμετροέπεια του υπεραυθάδους αντιπροέδρου, αλλά για καλοσχεδιασμένη επικοινωνιακή τρίπλα. Αυτό για το οποίο κατηγορείται ο λαός είναι πως τόλμησε να φάει τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι όπου γίνεται το μεγάλο φαγοπότι. Όταν ο ανθρωπάκος που παρακάλεσε για να διορίσει το παιδί του εξισώνεται με τον απατεώνα που θησαύρισε παίρνοντας μίζες από τα εξοπλιστικά προγράμματα και νομοθέτησε το ακαταδίωκτο της κομπίνας του ή το χρυσό αγόρι που φρόντισε να άρει τους ρυθμιστικούς περιορισμούς στην τοκογλυφία, είναι χρήσιμο να θυμίζουμε ότι, πρώτον, πάντα υπάρχει μια γκρίζα ζώνη, ακόμη και στα ειδεχθέστερα εγκλήματα και, δεύτερον, ότι αυτή η γκρίζα ζώνη δεν καταργεί τη διάκριση θύτη και θύματος, όσο και αν το θέλουν οι πραγματικοί υπαίτιοι της καταστροφής. Η εξουσία διαφθείρει με μικροπρονόμια, όπως ο μαφιόζος απαιτεί από τον μυούμενο να βάψει τα χέρια του με αίμα. Ο υδραυλικός και ο γιατρός που δεν κόβουν απόδειξη αποτελούν την παντιέρα της γκρίζας ζώνης που χρησιμεύει για να δειχθεί ότι βράζουμε όλοι στο ίδιο καζάνι της συνενοχής για το αδιέξοδο. Ζητούμενο της διαυγούς κρίσης είναι να μπορεί να αντιλαμβάνεται τις συνάφειες, αλλά να μην παραβλέπει τις διαφορές.