Στα μακρινά όσο και μυθικά πλέον χρόνια του ’50, τότε που στην Επίδαυρο συνέρρεαν πλήθη για να απολαύσουν την Κατίνα Παξινού να ερμηνεύει αρχαία τραγωδία, έτυχε σε κάποια παράσταση να έχει αργήσει η Παξινού, και όταν έφτασε τρέχοντας καθυστερημένη και προσπάθησε να μπει στο θέατρο, ένας νεαρός χωροφύλακας της έκλεισε το δρόμο. «Άφησέ με να περάσω, είναι η Παξινού!» του είπε. Κι εκείνος της απάντησε «μωρέ, δεν πά’ να ‘σαι κι η Μάγια Μελάγια, από δω δεν περνάς!».

Δεν είναι υπερβολή ούτε αστείο, έχει συμβεί στα αλήθεια, και φυσικά πέρασε στην ιστορία. Αλλά η Μάγια Μελάγια στα χρόνια του ’50 ήταν το αδιαφιλονίκητο σύμβολο του σεξ, η «Αυτοκράτειρα της νύχτας», όπως την έλεγαν για να τονίσουν κάποιοι την υπεροχή της μπροστά στη «Βασίλισσα της νύχτας», Ζωζώ Σαμπουτζάκη.

Είχε ένα τέλειο κορμί, κι ένα πρόσωπο βαθιά γοητευτικό ως μαγνητικό, και μια φωνή βαθιά και όλα πάνω της ούρλιαζαν το σεξ σε μια εποχή που αυτό ήταν απαγορευμένο. Και χωρίς, φυσικά, να εμφανίζεται γυμνή. Άντε μέχρι ενα βαθύ ντεκολτέ ή ένα σκίσιμο στο φουστάνι. Τραγούδαγε σε επιθεωρήσεις, σε βαριετέ και στα καλά κοσμικά κέντρα, που διασκέδαζαν οι αστοί, και στο ρεπερτόριό της υπήρχαν ελαφρά, αρχοντορεμπέτικα αλλά και κάποια λαϊκά τραγούδια. Κάθε άνδρας εκείνη την εποχή ήθελε τη Μάγια Μελάγια. Αλλά εκείνη δεν το εκμεταλλεύτηκε ποτέ. Περιουσίες της έβαλαν στα πόδια της, αλλά εκείνη τις έσπρωξε μακρυά ανέμελα με το ακριβό της γοβάκι. 

Το όνομά της ήταν Μελπομένη Τσιριγώτη. Ο Ορέστης Λάσκος τη «βάφτισε» Μάγια Μελάγια, από το Μάγια που θα πει στα αιγυπτιακά νερό και τη μελάγια που είναι ένα είδος μαντηλίου που φορούσαν οι Αιγύπτιες στο κεφάλι. 

Από την εποχή μετά τον πόλεμο, που βγήκε η Μελάγια στο τραγούδι, ως τα μέσα περίπου του ’60, ήταν πρώτο όνομα.  Ήταν αυτή που δίδαξε στους ραδιοθαλάμους του Ζαππείου τότε, τη Σοφία Λώρεν πως να πει στα ελληνικά το «τι είν’ αυτό που το λένε αγάπη» για τις ανάγκες της ταινίας «Το παιδί και το δελφίνι» του 1956. Τότε και εξ αιτίας αυτού είχε και προτάσεις να πάει στην Αμερική, αλλά τις κλώτσησε κι αυτές με το ακριβό της γοβάκι που λέγαμε. 

Μερικοί άνθρωποι και ειδικά οι άνθρωποι που είναι τόσο όμορφοι και ερωτεύσιμοι πιστεύουν πως αυτό που ζουν θα κρατήσει για πάντα αλλά φευ… ο χρόνος είναι πανδαμάτωρ. Η Μάγια Μελάγια δεν ήταν από αυτές  που εκμεταλλευόταν οικονομικά την ομορφιά της ή τον πόθο των ανδρών γι’ αυτήν. Έζησε έναν πολύ μεγάλο έρωτα, για πέντε περίπου χρόνια, με το Γιώργο Μουζάκη, του οποίου τραγούδησε σε πρώτη εκτέλεση μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια του. 

Γύρω στο 1966, όπως και πολλοί άλλοι Έλληνες τραγουδιστές, η Μάγια Μελάγια πήγε στην Αμερική για εμφανίσεις. Τα λεφτά ήταν πολλά εκεί. Γνώρισε και ερωτεύτηκε τον ιδιοκτήτη ενός ελληνικού κέντρου, τον παντρεύτηκε και γύρισε στην Ελλάδα δέκα χρόνια μετά, αφού έχασε το σύζυγό της. 

Όταν έφυγε από την Ελλάδα δεν ήταν ακόμη 40 και γύρισε στα 50 της. Αλλά εν τω μεταξύ στην Ελλάδα είχαν αλλάξει τα πάντα, μέσα σε όλα και το τραγούδι. Δοκίμασε να επανέλθει αλλά μετά τις πρώτες εμφανίσεις της έπαθε ένα ισχυρό εγκεφαλικό κι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει οριστικά το τραγούδι. Δεν είχε κάνει και καλό σινεμά, όπως λχ η Σπεράντζα Βρανά, κι έτσι για τις νεώτερες γενιές το όνομά της δε σήμαινε τίποτε. 

Ήταν μια ανοιχτόκαρδη, ευγενική, γεματη ζωντάνια γυναίκα, μέχρι τα τελευταία της. Είχε χιούμορ, αυτοσαρκάζονταν, η αλήθεια είναι ότι της έλειπε το τραγούδι, η σκηνή και η πίστα, αλλά δε μαράζωνε κιόλας, όπως δε μαράζωνε όταν έβλεπε τις φωτογραφίες τις παλιές της με μαγιώ και σκιστά φορέματα πάνω στα τραπέζια να τα σπάει. 

Έφυγε την Κυριακή 28 Δεκεμβρίου του 2014 στα 87 της χρόνια. Μερικοί καλλιτέχνες «αργούν να πεθάνουν» μου είχε πει κάποτε ο Αλέκος Σακελλάριος. Οι θαυμαστές τους είτε έχουν φύγει πριν από αυτούς είτε τους έχουν ξεχάσει.  Η Μάγια Μελάγια όμως είναι το πνεύμα και το σώμα μιας εποχής στην Αθηναϊκή νύχτα, τότε που υπήρχανε ωραία κορίτσια που είχαν και ταλέντο, τότε που το τολμηρό δεν ήταν απροκάλυπτα χυδαίο, τότε που η νύχτα δεν ήταν ξεφτίλα… 

«Τις περασμένης μου ζωής με ζώνουν τα φαντάσματα, 
κι εγώ σαν το βρυκόλακα πλανιέμαι στα χαλάσματα, 
πλανιέμαι στα χαλάσματα, με ζώνουν τα φαντάσματα. 
Με την καλή σου την καρδιά το σφάλμα μου συγχώρεσε.
Κοιτάζομαι και απορώ τόσος καϋμός που χώρεσε, 
τόσος καϋμός που χώρεσε, το σφάλμα μου συγχώρεσε. 

Καληνύχτα Μάγια…