Αναμφίβολα, η μεταπολίτευση εξέθρεψε έναν ιδιαίτερο ανθρωπολογικό τύπο, επί του οποίου και στήριξε την σαρανταετή διάρκεια της. Αν, επιτέλους, κατέρρευσε, είναι ακριβώς γιατί οι ρηγματώσεις του φέροντος οργανισμού της, δεν άντεξαν τελικά.
Αν ακόμη και σήμερα έχει και πάλι -παρά τη συντριπτική ήττα των μνημονιακών δυνάμεων- σοβαρές ελπίδες παλινόρθωσης, είναι ακριβώς γιατί ο τύπος αυτός ενδημεί ακόμη –λίγο ως πολύ- στο βαθύτερο υπαρξιακό πυρήνα όλων μας.
Είναι ο εσώτερος ταραγμός μας, ικανός ανά πάσα στιγμή για μια δραματική αναστροφή, ένα νέο πισωγύρισμα.

Στην διάρκεια της μεταπολίτευσης η θέαση του κόσμου γύρω μας διευρύνθηκε ταχύτατα. Ο νεοέλληνας που κατέβηκε από το χωριό, όταν αντικατέστησε την περι-ορισμένη θέαση του χωριού του από το αχανές της μεγαλούπολης, έγινε ΠΑΣΟΚος. Ο «χωριάτης» με τον άφθονο χώρο και χρόνο, εκχώρησε το χρόνο του στα συστήματα (που του καθόριζαν πλέον τη ζωή) και αντικατέστησε τον ανοιχτό χώρο της φυσικής υπαίθρου,  με τον περίκλειστο της «πόλης», που του παρείχε μια κάποια μεγαλύτερη ασφάλεια. Έγινε έτσι, ένας άνθρωπος «εκτός τόπου και χρόνου», κατά το κοινώς λεγόμενον. Η γιγάντια θέαση του κόσμου γύρω, είχε όμως ως πιο κρίσιμη ίσως συνέπεια, αναγκαστικά, την ελαχιστοποίηση του ανθρώπου. Όπως όταν είσαι παιδί το πατρικό σου σπίτι φαίνεται γιγάντιο. Όταν επιστρέψεις μετά από χρόνια έχεις την αίσθηση ότι όλα ήταν κάπως πιο ψηλά και ευρύχωρα. Ήταν το δικό σου παιδικό μπόϊ που όριζε την αίσθηση του γιγάντιου. Έτσι και τώρα, αλλά αντίστροφα. Είναι το γιγάντιο μέγεθος που σε ορίζει ως μικρό, ως ελάχιστο εαυτό. Τα ορίζει πολύ αναλυτικά και εύστοχα όλα αυτά ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Κρίστοφερ Λας.

Στην ίδια περίοδο, η παλιά διευρυμένη οικογένεια με τα «μισητά» από όλους τους εφήβους σόγια, ο παππούς, η γιαγιά, οι θειάδες με την σαλιάρικη και εκνευριστική τριχοφυία και τις πνιγηρές αγκαλιές, τα αμέτρητα ξαδέρφια ως πρότυπα σχολικού-βαθμοθηρικού ανταγωνισμού, τα «είδες αυτός;», τα σπαστικά στερεότυπα και οι «δηθενιές» που κατ’ επανάληψιν καταγγείλαμε, ο πατέρας αφέντης και η μητέρα μυστικοσύμβουλος, αλλά και οι συγκρουσιασκές αλάνες ανάμεσα στις γειτονιές, όλα αυτά μαζί, έδωσαν τη θέση τους στην περίκλειστη πυρηνική οικογένεια. Μητέρα, πατέρας και τόσα παιδιά, όσα μπορεί να σηκώνει η αδιατάραχτη καταναλωτική δυνατότητα όλων των μελών. Κανείς δεν είναι διατεθειμένος να εκχωρήσει ούτε σπιθαμή καταναλωτικού εδάφους! Όλοι είναι έτοιμοι να υπερασπιστούν τον καταναλωτισμό τους, μέχρι την τελευταία ρανίδα του εγωκεντρισμού τους.

Στην τρίτη σημαντική κρίσιμη παράμετρο, μετά τον χώρο-χρόνο και την οικογένεια, στην εργασία, η μεταπολίτευση αναδεικνύει την οικονομική αποτελεσματικότητα σε νέα θρησκεία κυριολεκτικά. Η μεγιστοποίηση του οικονομικού αποτελέσματος με την ταυτόχρονη ελαχιστοποίηση του κόστους, αναγορεύεται σε κυρίαρχο αξιακό πρόταγμα. Η χρησιμοθηρική «λογική» της μεγιστοποίησης της ωφέλειας έναντι ελαχιστοποίησης του κόστους, διεισδύει δραστικά από τον κόσμο της πολιτικής οικονομίας και των επιχειρήσεων, στον εσωτερικό ψυχικό κόσμο των νεοελλήνων ανθρώπων. Ο μαθητής που θέλει εύκολα να «τσιμπήσει» έναν καλό βαθμό ή ο εραστής που αλλάζει γκόμενα με κριτήριο τη βελτίωση της ηδονιστικής του απολαβής, ο διεφθαρμένος δημόσιος υπάλληλος με τη νοοτροπία του εύκολου πλουτισμού ή ο διαπλεκόμενος μεγαλοεπιχειρηματίας, διαπνέονται από την ίδια αταλάντευτη πίστη. Να ‘κονομήσουμε! Λες και ακόμη και το «οι» του ρήματος οικονομώ, έμοιαζε να είναι κάπως υπερβολικό και άχρηστο για το ζητούμενο, με κάθε τρόπο, αποτέλεσμα!
Με τον τρόπο αυτό, η εργασία απεκδύθηκε αναγκαστικά κάθε δημιουργικό και επ-αγγελματικό, δηλαδή χαροποιό, χαρακτηριστικό. Απέμεινε εξαναγκαστική δουλεία, που διαρκώς γυρεύει κάποια καλύτερη τιμή πώλησης της εργατικής δύναμης στην αγορά εργασίας.

Η αποθέωση της μαρξιστικής στρέβλωσης, καθώς εθελούσια ο νεοέλληνας αποδέχτηκε με περισσή αυταρέσκεια την αλλοτρίωση του από τον πιο καζιναδόρικο καπιταλισμό. Με δύο λόγια, «ο αγρότης  και οι πεζούλες του» στο μνημειώδη λόγο του Άρη Βελουχιώτη, μετασχηματίστηκε σ’ έναν ιδιότυπο διαμερισματούχο «τιμαριώτη και τις τσεπούλες του». Όταν τα παραγωγικό χωράφι έγινε διαμέρισμα πολυκατοικίας, το βαλάντιο έγινε πρίμιουμ μπάνκ και χρηματιστηριακά χρεόγραφα. «Τρεχάτε χωριανοί, έπεσε ο Ντάου Τζόνυς!», διακωμωδούσαν όσοι μέχρι πρότινος αγωνιούσαν για τη βροχή στην απλωμένη σταφίδα τους.

Είμαι μάλλον βέβαιος ότι η μυθολογική Χίμαιρα, αυτό το ποθούμενο τέρας  (τέρας,  αλλά ποθούμενο, αλλιώς γιατί να κυνηγάμε χίμαιρες) με το υπερδιογκωμένο κεφάλι λιονταριού ως σύμβολο της χρησιμοθηρικής Λογικής, το εξασθενημένο σώμα κατσίκας ως σύμβολο του ασθενούς συναισθήματος και την ουρά με κεφαλή φιδιού ως σύμβολο του ενστίκτου, ζει εδώ και σαράντα χρόνια κάπου σε κάποιο ρετιρέ των Βορείων Προαστίων. Έζησε και αποτέλεσε πρότυπο όλων των υπολοίπων, από το Ηράκλειο μέχρι την Ξάνθη και από την Λευκάδα μέχρι τη Μυτιλήνη.

Οι μεταπολιτευτικές μητέρες που ξόρκισαν τα αγόρια τους να μην γίνουν μπουνταλάδες σαν τον πατέρα τους και τις κόρες τους να μην γίνουν δούλες σαν και τις ίδιες, σ’ αυτήν την νέα θεότητα, της Χίμαιρας, υπήρξαν ιέρειες.
Αυτήν ακριβώς τη χιμαιρική αποθέωση γνωρίσαμε στα χρόνια του μνημονίου. Ένας ελάχιστος συναισθηματικά εαυτός, συμπυκνωμένος στο αγκομαχητό μιας πλουσιοπάροχης επιβίωσης, (πλουσιοπάροχης μεν-αλλά επιβίωσης δε), καθοδηγούμενος από το ραντάρ μιας τετράγωνης λογιστικής Λογικής και υποκινούμενος, συχνά-πυκνά ανερμάτιστα, από τα πιο ζωώδη του ένστικτα.

Προφανώς, δεν συναντά κανείς αυτούσιο αυτόν τον χιμαιρικό τύπο κάπου στο δρόμο ή στα χίπστερ μπάρ της Πλατείας Αγίας Ειρήνης, ίσως δεν τον αντιλαμβάνεται τόσο εύκολα στις παρέες του, αλλά εντούτοις, συναλλάσσεται μαζί του, καθημερινά, στην τράπεζα, στην εφορία ή σε όποια άλλη δημόσια υπηρεσία, τον «τρώει στη μάπα» διαβάζοντας τις πολιτικές δηλώσεις ή την αρθρογραφία του ή μας αποκαλύπτεται ο ίδιος, δίχως καμία αναστολή, κάπου στο facebook ή στο twitter. Σίγουρα πάντως, πολύ δύσκολα τον ανακαλύπτει κανείς μέσα του, του γράφοντος μάλιστα, μη εξαιρουμένου.

Για να το κάνουμε, ίσως, πιο συγκεκριμένο, φαίνεται πως κυριότερα χαρακτηριστικά του μεταπολιτευτικού νεοέλληνα, υπήρξαν, μια έντονη αίσθηση μεγαλομανίας (στη φαντασία ή στην πραγματικότητα), παράλληλα με μιαν υπερευαισθησία στην αξιολόγηση και την κριτική των άλλων και, κυρίως, μια έλλειψη ενσυναίσθησης, ως της ικανότητας να νοιώθει κανείς βαθιά τον άλλο άνθρωπο απέναντι του. Η σταθερή πλέον υπερψήφιση του ναζιστικού μορφώματος της Χ.Α. από 400.000 «πολίτες», νομίζω ότι επιβεβαιώνει απόλυτα τον ισχυρισμό αυτό. Ιδιαίτερα, μάλιστα, ως προς το θέμα της συναισθηματικής ικανότητας να «μπαίνει κανείς στα παπούτσια του Άλλου», μάλλον το έλλειμμα αυτό, επεκτείνεται ακόμη περισσότερο σε όλα σχεδόν τα μήκη και πλάτη του πολιτικού φάσματος. Ή μήπως το «ποταμίσιο» ενδιαφέρον για τα δέντρα που τυλίγονται με πουλόβερ, όταν παγώνουν οι άστεγοι, δείχνει κάτι διαφορετικό;

Ο μεταπολιτευτικός νεοέλληνας, όχι μόνο μεγαλοποίησε και υπερέβαλλε τα οικονομικίστικα κατορθώματα του και τα ξύπνια ταλέντα του απέναντι στην υπερήφανη μητέρα του Μαργαρίτα ως άλλος Γιωργάκης, αλλά και ανέπτυξε μανιωδώς την προσδοκία να αντιμετωπίζεται από τους άλλους ως κάτι ξεχωριστό, εξαιρετικό και ιδιαίτερο. Μήπως ο Βενιζέλος –και όχι μόνον- δεν ταιριάζει γάντι σ’ αυτήν την περιγραφή; ‘Η μήπως ακριβώς αυτή η αίσθηση του ξεχωριστού, δεν είναι αυτή που οδηγεί και στην απαίτηση της προνομιακής αντιμετώπισης από τους άλλους; Και υπάρχει άραγε καλύτερη μετάφραση της λέξης «ρουσφέτι», από την «προνομιακή αντιμετώπιση»;

Η ακραία ανταγωνιστική Λογική της καπιταλιστικής οικονομίας, καθώς εγκαταστάθηκε και στον ανθρώπινο ψυχισμό, δεν οδήγησε όμως μόνο στις φαντασιώσεις προβολής, διάκρισης, επιτυχίας, δύναμης, λάμψης, ομορφιάς και θαυμασμού από τους άλλους. (Παρενθετικά και πάλι, παραπέμπω στα πρόσωπα των πολιτικών τύπου Αντιγόνης Λυμπεράκη ή Μισέλ Ασημακοπούλου!). Η Λογική αυτή, οδήγησε και σε χρόνια συναισθήματα φθόνου για όσους αντιλαμβανόμαστε ως πιο επιτυχημένους από εμάς τους ίδιους. Εδώ έρχεται η νεοελληνική «κατσίκα του γείτονα» και το επιτακτικό αίτημα να ψοφήσει. Εδώ κολλάει η «βιομηχανία» καταγγελιών και ρουφιανέματος, που τόσο «ευδοκίμησε» στην μνημονιακή εποχή.

Ένα πρόσθετο πρόβλημα υπήρξε, ότι αυτή η αίσθηση μεγαλομανίας και αυτοθαυμασμού, προφανώς επειδή είναι τεχνητή,  εναλλάσσεται συχνά με ένα αίσθημα απαξίωσης και αυτοκριτικής, που συνοδεύεται από φόβο, ντροπή και ταπείνωση. Η σπορά του Πάγκαλου για το «όλοι μαζί τα φάγαμε», εδώ ακριβώς βρήκε γόνιμο χωράφι και φύτρωσε! Έτσι, ξαφνικά μια «κοινωνία» υπερ-επιτυχημένων, έγινε ένας  χυλός φοβισμένων, που ζούσαν με τον διαρκή φόβο μήπως ο ένας θεωρήσει τον άλλο ως αποτυχημένο. Αν ο Γιωργάκης έπρεπε να βρει κάποιον να τον «ρίξει», είναι γιατί κυρίως χρειαζόταν ένα καλό άλλοθι, για να έχει να πει στην μητέρα του!
Στα χρόνια της μεταπολίτευσης, η συλλογική μας αυτοεκτίμηση κινήθηκε σαν ένα γιγάντιο εκκρεμές σε μιαν εύθραυστη ισορροπία.

Ασχοληθήκαμε πολύ με το πως μας βλέπουν και πως μας κρίνουν οι άλλοι, γι’ αυτό θέλαμε διακαώς ένα ακριβό αυτοκίνητο ή ένα πρώτο τραπέζι πίστα. Με την έννοια αυτή, ασχοληθήκαμε και με το παραπάνω με τους άλλους γύρω μας, με έναν τρόπο όμως, που έδειχνε ότι στην πραγματικότητα αδιαφορούσαμε για το αν αυτός ο Άλλος, ζούσε ή πέθαινε. Κακά τα ψέμματα: έπρεπε να έρθει το Μνημόνιο για να αναδυθεί η αλληλεγγύη μας!

Αναζητήσαμε την προσοχή, το θαυμασμό και το χειροκρότημα, αναγορεύοντας το κοπλιμέντο σε ύψιστη υπαρξιακή ανάγκη.  Η χαρά του κομμωτή, του διαιτολόγου και του ινστιτούτου ομορφιάς! Ίσως, και του Πασόκου πολιτικάντη!

Κι αν κάποιος τολμούσε να μας αμφισβητήσει ή να μας ασκήσει κριτική, πλημμυρίζαμε από θυμό, οργή και ένα αίσθημα ντροπής και εξευτελισμού που τις πιο πολλές φορές καταφέρναμε να σκεπάζουμε με μια μάσκα απάθειας και αδιαφορίας. «Σαν να μην συμβαίνει τίποτα». Βάζω με το νου μου, ότι δώσαμε και πήραμε αυτή τη συμβουλή, εκατοντάδες φορές. «Κάνε σαν να μην συμβαίνει τίποτα!». Κι’ όμως συνέβαινε! Θυμάμαι ακόμη, για παράδειγμα, τον Τσοχατζόπουλο, λίγο μετά τις πρώτες εις βάρος του αποκαλύψεις σε μια συνέντευξη του στον Παπαχελά. «Έκανε σαν να μην συμβαίνει τίποτα!» Προφανώς, έτσι τον είχαν κι’ αυτόν συμβουλεύσει. Δεν επρόκειτο για έναν άνθρωπο με μεγάλη αυτοπεποίθηση που ένοιωθε πολύ δυνατός. Τώρα πια το καταλάβαιναν όλοι. Αν και μερικά χρόνια πριν, παρ’ ολίγον να εκλεγεί πρωθυπουργός.  Ήταν ακόμη μια κραυγαλέα εκδήλωση του πεινασμένου «χωριάτη», που στο ελαφρύ κλίμα της πρωτεύουσας αρρώστησε από βαρύ ναρκισσισμό!  Μερικούς μήνες πριν, όλοι έκαναν σαν μην συμβαίνει τίποτα! Όμως συνέβαινε!

Ίσως φοβάμαι να αποδεχτώ, ακόμη και ως συγγραφέας αυτού του κειμένου, ότι το «λαμπρό εθνικό μας παρελθόν», μας οδήγησε σε μια ασυνείδητη ανάγκη να φιλοτεχνήσουμε μια ψευδή ατομική, αλλά και συλλογική εικόνα. Ένα προσωπείο που να πείθει τους άλλους για τη σπουδαιότητα μας. Και πίσω από την ψευδοεικόνα αυτή κρύψαμε έντεχνα τα αισθήματα κατωτερότητας, ανεπάρκειας και απαξίωσης του ατομικού, αλλά και του συλλογικού εαυτού μας. Θυμάμαι τους πρώτους Έλληνες, όταν άρχισαν –ήδη από τις αρχές της μεταπολίτευσης- να ταξιδεύουν μαζικά στη δυτική Ευρώπη. Επέστρεφαν με αυτό το συμφωνημένο υπονοούμενο της υποτιμημένης εικόνας που είχαν για τον εαυτό τους και τον τόπο τους. Εδώ όλα ήταν λίγα, κακοφωτισμένα και βρώμικα. «Έξω», όλα ήταν πολλά, λαμπερά και πεντακάθαρα! Όλοι αγωνίζονταν να κρύψουν την εθνική μας μειονεξία, τη φτώχεια μας, που ευτυχώς εξωραίζονταν κάπως στην ιδέα ότι εκείνοι τουλάχιστον –σε σχέση με μας τους υπόλοιπους- είχαν ταξιδέψει «έξω». Εκείνοι, ήξεραν για τα φώτα! Όσο και να το πεις, ήταν κι αυτό κάτι.

Όμως, ούτε αυτοί μπορούσαν τελικά να αποκρύψουν τον μεγαλύτερο φόβο τους. Την πιθανότητα να αποκαλυφθεί το αίσθημα ντροπής που τους συνόδευε, όπου κι αν ταξίδευαν, στο δυτικό κόσμο. Το αίσθημα ντροπής που τους συνόδευε, όταν ένοιωθαν ότι κάποιος άλλος μπορεί να δει τον εαυτό τους, χωρίς το ναρκισσιστικό προσωπείο του.

Αυτό το απωθημένο αίσθημα μειονεξίας φορτώσαμε ως μοχθηρό φθόνο στο πρόσωπο των πρώτων μεταναστών. Επιτέλους, τώρα υπήρχε κάποιος που όφειλε να αντικαταστήσει τον μειονεκτικό εαυτό μας. Εκείνοι όφειλαν να νοιώθουν μειονεξία τώρα απέναντι στα δικά μας φώτα. Μεταβιβάσαμε ψυχαναλυτικά στους μετανάστες το φορτίο μειονεξίας που νοιώθαμε απέναντι στην Ευρώπη.    

Με τούτα και με τ’ άλλα ο ελάχιστος εαυτός όλων μας, δεν μπορούσε παρά να κάνει ελάχιστες σχέσεις. Ελάχιστες, τόσο από άποψη συναισθηματικού βάθους, όσο και από άποψη χρονικής διάρκειας. Η έντονη καχυποψία και η έλλειψη εμπιστοσύνης κυριάρχησαν στην κοινωνία μας, όσο ποτέ άλλοτε. Τα χιλιάδες διαζύγια, οι συγγενικές σχέσεις που διεκπεραιώθηκαν στα δικαστήρια, οι φιλικές σχέσεις που οδήγησαν στο «κόψιμο της καλημέρας», αλλά και η πλήρης ανυπαρξία σχέσεων με τον γείτονα του άλλου ορόφου, το αποδεικνύουν. Σε επίπεδο εργασιακών σχέσεων, σε επίπεδο λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων, των συνδικαλιστικών οργανώσεων,  αλλά και κάθε είδους συλλογικότητας, από τα ποδοσφαιρικά σωματεία, μέχρι τους εξωραϊστικούς ή τους πολιτιστικούς συλλόγους των ξεχασμένων χωριών μας, έχοντας την ανεπίγνωστη πολλές φορές αίσθηση ότι κατά βάθος κάπου υστερούμε, δεν διστάσαμε να λειτουργήσουμε τουλάχιστον αμήχανα –ή και με φθόνο- απέναντι στα προτερήματα των άλλων, καταστρέφοντας σχέσεις και υποθηκεύοντας τη δημιουργικότητα και την καινοτόμο σκέψη, που τόσο είχε ανάγκη ο τόπος.

Ακόμη θυμάμαι τις περιπέτειες του καθ. Δ. Νανόπουλου,για να γίνει εφικτό να αναλάβει μια πανεπιστημιακή έδρα. Παρ’ ολίγον να γίνει εθνικό σπορ ο αρνητικός σχολιασμός και η δυσφήμιση, ακόμη και όταν δεν υπήρχε κάποια ουσιώδης αιτία ανταγωνισμού. Σαν να ήθελε κάποιος να «πάρει» αυτό που έχει ο άλλος, για να νοιώσει ότι, επιτέλους, είναι επαρκής και δεν υστερεί σε κάτι. Κι ας ήταν αυτό το κάτι το τελευταίο που χρειαζόταν εκείνος και το πιο πολύτιμο που είχε ανάγκη ο άλλος.

Κάπως έτσι, αποκτήσαμε και μια επιπλέον «δεξιότητα», ανάμεσα στα άλλα εκπληκτικά «προτερήματα του έθνους». Γίναμε «μανούλες στο χειρισμό» των άλλων! Από τα Megaλα τηλεοπτικά μέσα, τις εφημερίδες με τις Κούρηες κωλοτούμπες και τους μνημονιακούς πολιτικούς που ανεξαρτοποιούνται για να βουτήξουν στο Ποτάμι, μέχρι τον κάθε πωλητή που πουλούσε ψυγείο σε Εσκιμώο ή το best seller «O Καιρός Γαρ Εγγύς» και την πεθερά που κατευθύνει την αδέξια νύφη, η χειριστικότητα έγινε η νέα εθνική αρετή. Όλα μπορούν –και επιτρέπεται- να επιτευχθούν με τους κατάλληλους χειρισμούς των άλλων, προκειμένου να εξασφαλιστεί αυτό που θέλουμε. Οι άλλοι, αποτελούν πιόνια στη σκακιέρα, από το επίπεδο της οικογένειας και του ψιλικατζίδικου, μέχρι του κόμματος και της εξουσιαζόμενης κοινωνίας γενικότερα. Από τον εραστή και την ερωμένη του, μέχρι τον πολιτικάντη και τον πελάτη ψηφοφόρο του, ή και αντίστροφα, η μαριονέτα και η χειραγώγηση γίνονται ύψιστη τέχνη που πάντα ανταμείβεται πλουσιοπάροχα!

Το Μνημόνιο εξώθησε αυτές τις συμπεριφορές στα πιο ακραία τους όρια. Η εγγενής μειονεξία στο πρόσωπο του στρεβλόγλωσσου Γεωργιάδη, υπουργοποιήθηκε. Η ανυπαρξία ενσυναίσθησης, έγινε κομματικό πρόταγμα της Χ.Α. Ο ναρκισσιστικός αυτισμός του μικρού Γιωργάκη, πρωθυπουργοποιήθηκε, ενώ προς τέρψιν της υπερήφανης μητρός, το κόμμα του κάποτε πατέρα-αφέντη, διαλύθηκε και διασπάστηκε. Η αγωνία για το μαλλί του κομμωτηρίου, εκπροσώπησε μια κυβέρνηση. Η αποθέωση του αυτοθαυμαστικού κομπασμού –εγώ θα σώσω τη χώρα-, μπήκε στη βουλή, διεκδικώντας ετσιθελικά συμμετοχή στην κυβέρνηση. Και το «σαν να μην συμβαίνει τίποτα», έγινε κυβέρνηση για δύο ολόκληρα χρόνια.

Ο ναρκισσιστής της μεταπολίτευσης,  χέστηκε πάνω του απ’ το φόβο και έγινε Μερκέλληνας. Από τον έναν πόλο του «μάγκα», στον άλλο, του ψοφοδεούς. Και μάλιστα, σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Ενάμιση εκατομμύριο άνεργοι, χιλιάδες αυτοκτονίες, δεκάδες χιλιάδες εξαθλιωμένοι άνθρωποι, 30% του πληθυσμού με κάποιας μορφής ψυχολογική διαταραχή, κι αυτοί έκαναν, σαν να μην συμβαίνει τίποτα.
Κι’ όμως συνέβαινε. Δυστυχώς, συνέβαινε. Δυστυχώς, συμβαίνει! Ευτυχώς, ένα κρίσιμο τμήμα του Λαού, δεν χειραγωγήθηκε αυτή τη φορά. Αν και τίποτα δεν μας βεβαιώνει, ότι κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί και αύριο. Υπάρχουν ακόμη αρκετοί Μερκέλληνες εκεί έξω. Υπάρχει ακόμη αρκετός Μερκέλληνας, μέσα στον καθένα μας.   
Παρασιτεί, για να τη βγάλει καθαρή. Επιχειρεί να χειραγωγήσει τον καθένα μας. Και κανείς δεν ξέρει αν το εμβόλιο ΣΥΡΙΖΑ, θα κάνει δουλειά. Ας έχουμε το νου μας στις ενδείξεις. Τις ξέρουμε πια για τα καλά: σαν να μην συμβαίνει τίποτα, όταν όλα δείχνουν ότι κάτι συμβαίνει…

Το έργο που στολίζει το άρθρο είναι του Στέλιου Φαϊτάκη