Κι εκεί που θέλαμε να τ’ αλλάξουμε όλα, μάλλον, σκοντάψαμε ξανά στον εαυτό μας. Σαν να ήταν ένα πατάκι, ένα χαλάκι για τα πόδια, παραπεταμένο κάπου στο πάτωμα. Λες και ότι συμβαίνει συχνά-πυκνά στον μικρόκοσμο της προσωπικής μας ζωής, απλώνεται και επηρεάζει ή και επηρεάζεται από ολόκληρη τη νεοελληνική συλλογικότητα, που παριστάνει το «υπερήφανον έθνος».

Σε ένα ιδιόμορφο ασανσέρ, από το ατομικό και στο συλλογικό και ξανά πάλι πίσω, η νεοελληνική ταυτότητα μοιάζει εγκλωβισμένη σε ά-σχετες σχέσεις. Κι οι ομοιότητες ανάμεσα στον ατομικό και στον συλλογικό μας εγκλωβισμό σίγουρα δεν είναι τυχαίες και συμπτωματικές.

Ίσως, ένα άθροισμα εγκλωβισμένων εαυτών σε ά-σχετες προσωπικές σχέσεις, δεν μπορεί παρά να συστήνει μια εγκλωβισμένη κοινωνία σε μιαν ά-σχετη σχέση με την Ευρώπη.

Σαν ένας άνθρωπος παγιδευμένος σε μια σχέση απ’ όπου δεν μπορεί να ξεφύγει. Σε μια σχέση που δεν είναι ούτε στο ελάχιστο πια ευτυχής. Συχνά απογοητευμένος ή σε βαθιά σύγχυση, ανίκανος να εισπράξει την αγάπη και τον σεβασμό που πραγματικά του αξίζει και επιθυμεί.

Δεν το λέει στους άλλους, αλλά τον «καίει» μέσα του: «ε, και τι τώρα; Αυτό ήταν όλο;». Κάποιες φορές το εκμυστηρεύεται στις νύχτες του: «θα είμαι, ρε γαμώτο, πραγματικά ευτυχισμένος ποτέ;». Κι άλλες φορές παραπονιέται: «έχω κι εγώ το δικαίωμα να είμαι καλά. Δεν το έχω;»  Όταν ξημερώσει τον ξαναπιάνει ο φόβος για το μέλλον που τον περιμένει αν μείνει σ’ αυτή τη δυστυχισμένη σχέση. Όταν φορτώνεται πολύ με ενοχές, φτάνει να αναρωτιέται αν έχει το «δικαίωμα», αν «αξίζει»,  να είναι και αυτός ευτυχισμένος. Και υπάρχουν πολλοί που προσφέρονται να ανταλλάξουν ενοχές, όπως περίπου σε άλλες κοινωνίες ανταλλάσσουν συλλογές με γραμματόσημα. 

Βλέπεις, το δικαίωμα στη χαρά της σχέσης, υποκαταστάθηκε από το δικαίωμα στην κατανάλωση, τόσο που ξεχάστηκε κάπου πίσω στο παρελθόν, σαν χαρταετός σε κάποιο πατάρι.

Όμως το να νοιώθει κανείς εγκλωβισμένος σε μια σχέση, είναι, στη τελική, μια κατάσταση του μυαλού. Γιατί, κανείς δεν χρειάζεται «άδεια» για να εγκαταλείψει μια σχέση, μια δουλειά, μια φιλία, έναν γάμο ή μια οικονομική ένωση ας πούμε. Εν τούτοις, εκατομμύρια άνθρωποι, παραμένουν σε «δύσκολες» σχέσεις, που κυμαίνονται από τον συναισθηματικό κενό μέχρι και την κακοποίηση. Ολόκληρες κοινωνίες παραμένουν σε σχέσεις που κυμαίνονται από την απλή εκμετάλλευση ως την πλήρη λεηλασία.

Δικαιολογίες υπάρχουν πολλές. Προσφέρονται αφειδώς απ’ τα πρωϊνάδικα ως τα καθώς πρέπει έγκυρα media.  Από την ανάγκη φροντίδας των παιδιών ή ενός άρρωστου συντρόφου, μέχρι την υπευθυνότητα, τον ρεαλισμό, τη σοβαρότητα και την επιδέξια νοικοκυροσύνη ή την απειλή της χρεοκοπίας και της ακραίας φτώχειας.

Η αμφιθυμία, η εσωτερική σύγκρουση, ανάμεσα στις ενοχές και στην διάθεση απεγκλωβισμού, δεν παράγει τίποτα περισσότερο παρά το «γαρ πολύ της θλίψεως» που με τη σειρά του «γεννά παραφροσύνη». 

Όπως μερικά ζευγάρια όπου τα χρήματα γίνονται η συγκολλητική ουσία και ταυτόχρονα ο δυσβάσταχτος ζυγός, ενώ η σχέση σταδιακά και ανεπαίσθητα εκπίπτει σε μια μορφή στυγνής εμπορικής συμφωνίας. Μια σχέση ως οικονομικό αλισβερίσι το πολύ. Ή όπως κάποιες νοικοκυρές που φοβούνται την αυτονομία, μήπως καταλήξουν χωρισμένες μητέρες. Ή όπως κάποιοι σύζυγοι που φοβούνται πως η αυτονομία τους θα τους κοστίσει πολύ ακριβά σε διατροφές και λοιπά.

Άλλοι πάλι, ντρέπονται μπροστά στην πιθανότητα να εγκαταλείψουν μια σχέση, γιατί αυτό θα δείχνει την «αποτυχία» τους. Φοβούνται πως έτσι θα κλονιστεί η ίδια η ταυτότητα τους. Η εικόνα που έχουν οι ίδιοι, μέσω των Άλλων, για τον εαυτό τους. Ποιά ταυτότητα; Ποιά εικόνα; Άλλοι, τέλος νοιώθουν αρκετά ηλικιωμένοι για «τέτοια πράγματα». Οι δικαιολογίες, προς τον ίδιο μας τον εαυτό, για τη διαιώνιση του εγκλωβισμού είναι όσες και οι ανθρώπινοι φόβοι. Γιατί, σε όλα τα παραπάνω, ένα είναι το διάχυτο συναίσθημα: ο φόβος.

Όπως σ’ έναν άνθρωπος παγιδευμένο σε μια σχέση, που δεν μπορεί να ξεφύγει, ο φόβος στην πραγματικότητα υποκρύπτει τη μοναξιά που θέλουμε να αποφύγουμε. 

Όπως συμβαίνει συχνά στις μακροχρόνιες σχέσεις, οι σύντροφοι δεν αναπτύσσουν τις ατομικές τους  δραστηριότητες ή δεν αναπτύσσουν σχέσεις χωρίς τον/την σύντροφο τους. Βέβαια, στην προ-μεταπολιτευτική νεοελληνική πραγματικότητα η παλιά διευρυμένη οικογένεια με τον παππού και τη γιαγιά, τους θείους και τις θείες, τα ξαδέρφια και τα μπατζανάκια, τα σόγια μ’ έναν λόγο, ήταν μια μικρή κοινότητα σε διαρκή αλληλεπίδραση που δεν επέτρεπε το κλείσιμο στην πυρηνική/περίκλειστη οικογένεια.

Αντίθετα σήμερα οι γυναίκες τείνουν να έχουν κανα δυο φιλενάδες, ενώ είναι συνήθως πιο κοντά στους γονείς τους, ακολουθώντας την παράδοση. Οι άνδρες είναι πιο επικεντρωμένοι στην εργασία τους, αγνοώντας συνήθως τις συναισθηματικές τους ανάγκες, και στηριγμένοι μάλλον αποκλειστικά στη σύντροφο τους για υποστήριξη. Άλλωστε, τα στερεότυπα για την ανυπαρξία των συναισθηματικών αναγκών των αρσενικών, κρατούν ακόμη καλά.

Το πρόβλημα είναι, ότι μέσα στην νεοελληνική πραγματικότητα τόσο οι άνδρες, όσο και οι γυναίκες παραμελήσαμε την ατομική μας ανάπτυξη και εξέλιξη. Γυναίκες και άνδρες εγκαταλείψαμε τους φίλους μας, τα χόμπι και τις δραστηριότητες μας, για να υιοθετήσουμε –εξαρτησιακά- αυτές του συντρόφου μας.

Το συνδυαστικό αποτέλεσμα όλων αυτών επέφερε το φόβο της μοναξιάς και της απομόνωσης, σε όσους τολμούν έστω και να σκεφτούν την ιδέα να βρεθούν μόνοι τους, υποθηκεύοντας τις προοπτικές μιας πλήρους ενηλικίωσης, σε πλατιά στρώματα του πληθυσμού.

Για εκατοντάδες χιλιάδες νεοελλήνων, η κρίσιμη ταυτότητα τους είναι «ο σύζυγος» ή «η σύζυγος». «Ο κουβαλητής» ή «η νοικοκυρά». Ο άνδρας της τάδε ή η γυναίκα του δείνα. Για τους ανθρώπους αυτούς η πιθανότητα του απεγκλωβισμού, μοιάζει σαν μια αίσθηση απώλειας του ίδιου τους του εαυτού. Είναι μια κρίση ταυτότητας. Άλλο τόσο γι’ αυτούς που αν και χωρίζουν, η ταυτότητα τους επιμένει να προσδιορίζεται –κατά βάσιν- σαν «κηδεμόνας», αφού μόνο η ανατροφή των παιδιών μπορεί να είναι μια σημαντική πηγή αυτοεκτίμησης. Αλλά, πάνω απ’ όλα, η πιθανότητα απεγκλωβισμού, μοιάζει να απειλεί το πιο ουσιώδες νεοελληνικό ταυτοτικό χαρακτηριστικό: αυτό του καταναλωτή.    

Η μεταπολιτευτική κοινωνική δομή, δεν επέτρεψε στους ανθρώπους να ζήσουν ποτέ μόνοι τους. Αφήσαμε το πατρικό σπίτι ή τον συγκάτοικο στο πανεπιστήμιο κατ’ ευθείαν για έναν γάμο ή έναν ρομαντικό έρωτα. Δεν αφήσαμε, ούτε στιγμή, το ένα κλαδί από το χέρι πριν πιαστούμε από ένα άλλο. Όμως η σχέση μας βοήθησε να φύγουμε από το σπίτι σωματικά, ενώ δεν ολοκληρώσαμε τη διαδικασία αυτή στο ψυχολογικό επίπεδο. Η μεταπολίτευση δεν παρήγαγε –ως επί το πλείστον- αυτόνομους ενήλικες. Γι’ αυτό κάθε πιθανή αίσθηση απεγκλωβισμού ενεργοποιεί το μισοτελειωμένο έργο της ενηλικίωσης. Οι φόβοι και οι ενοχές που είχαν απωθηθεί, που είχαν παρακαμφθεί, με τη βιαστική εμπλοκή στη σχέση ή στο γάμο, εμφανίζονται δραματικοί και θηριώδεις.

Η νεολληνική οικογένεια της μεταπολίτευσης δεν ενθάρρυνε κατάλληλα τον συναισθηματικό διαχωρισμό του παιδιού στη φάση ανάπτυξης της αίσθησης εαυτότητας, ίσως γιατί δεν ήθελε πεισματικά να «γεράσει». Κι ένας γονιός «δεν βγαίνει στη σύνταξη» όσο το παιδί του παραμένει ανήλικος. Ώσπου οι «ανήλικοι» έγιναν γονείς σε μια κοινωνία, σαν τη σημερινή, που αδυνατεί πλέον να προσφέρει έστω και τους ελάχιστους όρους για την απρόσκοπτη αυτονόμηση των σημερινών παιδιών. 

Κάπως έτσι, βρεθήκαμε απλώς να αρνιόμαστε το πρόβλημα. Κάναμε την ανωριμότητα συνήθεια μας. Για χρόνια ολόκληρα εξορθολογίσαμε, ελαχιστοποιήσαμε και δικαιολογήσαμε απαράδεκτες συμπεριφορές συντρόφων, συνεργατών, φίλων αλλά και –κυρίως- πολιτικών εκπροσώπων μας και Ευρωπαίων εταίρων, για να «κρατηθούμε» με νηπιώδεις συλλογισμούς από μια κάποια «ελπίδα που έρχεται», «από κάποιον μέλλον που ξεκινά» ή από κάποιες περιστασιακά καλές εποχές που η «πιπίλα του νηπίου» πουλιόταν με 60 άτοκες δόσεις στον κάθε Κωτσόβολο.    
Κάπως έτσι, πιστέψαμε επαναλαμβανόμενα ανεκπλήρωτες υποσχέσεις και επενδύσαμε ότι «δεν μπορεί» τα πράγματα κάποια στιγμή θα βελτιωθούν «αρκεί μονάχα να…» αρνούμενοι τον βαθύτερο πόνο, που θα μπορούσε να μας παρακινήσει να μπούμε, επιτέλους, σε μια αναγκαία διαδικασία συνειδητοποίησης και αλλαγής. 

Αν χαρακτηρίζει κάτι τον ανθρωπολογικό τύπο της μεταπολίτευσης, αλλά και την κοινωνία στο σύνολο της, έναντι των υπόλοιπων ευρωπαϊκών, είναι η Έλλειψη Αυτονομίας. Γιατί ατομική αυτονομία σημαίνει να είναι κανείς ένα συναισθηματικά ασφαλές, ξεχωριστό και ανεξάρτητο πρόσωπο. Και βέβαια τα μη αυτόνομα άτομα, δεν μπορούν, κατά κανένα τρόπο, να οικοδομήσουν αυτόνομες συλλογικότητες.

Η έλλειψη αυτονομίας οδηγεί στην παγίδευση και στην αμφιθυμία. Μία έτσι και μία γιουβέτσι κατά το κοινώς λεγόμενον.  Από τη μία πλευρά ποθούμε την ελευθερία και την ανεξαρτησία, και από την άλλη πλευρά, επιθυμούμε την ασφάλεια μιας σχέσης, ακόμα και ένα αυτή είναι ά-σχετη και προβληματική.

Αυτονομία, τέλος, δεν σημαίνει ότι δεν χρειαζόμαστε τους άλλους, αλλά ότι επιτρέπουμε στον εαυτό μας να βιώνει άφοβα μια υγιή σχέση μαζί τους, χωρίς φόβους και κινδύνους πιστωτικής ασφυξίας. Να μπορούμε να μην αισθανόμαστε χαμένοι και άδειοι αν τυχόν μείνουμε μόνοι. Να μην αισθανόμαστε υπεύθυνοι για τα συναισθήματα και τις ενέργειες των άλλων. Να μην παίρνουμε τα πράγματα, πάντα, τόσο πολύ, προσωπικά. Να έχουμε τις δικές μας απόψεις και αξίες, δίχως να είναι εύκολο να μας υποβάλλουν οι άλλοι τις δικές τους. Αυτονομία, τέλος, σημαίνει να μπορούμε να πάρουμε αποφάσεις μόνοι μας. Σαν ενήλικοι πολίτες, σαν οικογένειες ενηλίκων, σαν κοινωνία ενηλίκων πολιτών. 

“Αν χρειάζεται ένα αρχικό σημείο εκκίνησης, για μια οποιαδήποτε αλλαγή, αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο από μια σφοδρή και καθολική πολιτισμική επανάσταση» λέει, σε μια συνέντευξη του, ο Δημήτρης Αποστολάκης των Χαίνηδων. Μια επανάσταση για την αυτονόμηση και την ενηλικίωση μας. Και μια τέτοια επανάσταση, προφανώς, δεν έχει τίποτα να κάνει με τις ιδεοψυχαναγκαστικές εμμονές των «υπεύθυνων» και «ρεαλιστών» νοεφιλελεύθερων εδώ ή στην Ευρώπη. Έτσι κι αλλιώς η αυτονομία, η ενηλικίωση, όπως και ο Έρωτας, ήταν πάντα μια ριψοκίνδυνη ιστορία για «μεγάλα παιδιά». Γι’ αυτό το ζητούμενο του ατομικού και συλλογικού μας απεγκλωβισμού δεν μπορεί παρά να περνά από μια επανάσταση των ψυχών.

Το άρθρο στολίζει το έργο του Ρομπέρτο Μάττα «Σκοτεινό Φως».