Του ΜΕΤΟΙΚΟΥ

Θεωρίες συνωμοσίας που κατατρέχουν τους κομμουνιστές; Ή την αποτυχημένη εισαγωγή του οικονομικού δόγματος Friedman στην περιφέρεια της Ευρώπης, διαδέχονται τώρα πρακτικές κυβερνητικής αποσταθεροποίησης που ήδη δοκιμάστηκαν στην Λατινική Αμερική; Ο γράφων δεν είναι κομμουνιστής και ουσιαστική απάντηση στις ερωτήσεις δίνει μια προσεκτική παρατήρηση των ίδιων των γεγονότων.

Παρά την μετριοπαθή διάθεση την οποία από την αρχή έδειξε η νέα κυβέρνηση και τους σκληρούς συμβιβασμούς που αποδέχθηκε ως προς τις προεκλογικές εξαγγελίες – των κομμάτων που την στηρίζουν, – αλλά και τις προγραμματικές της δηλώσεις, οι δανειστές επιμένουν σταθερά στην πολιτική της οικονομικής ασφυξίας και της ταπείνωσης της. Την ίδια στιγμή που οι διοικήσεις κάποιων συστημικών τραπεζών και τα διαπλεκόμενα Μ.Μ.Ε. ξεπερνούν την αρχική αμηχανία τους και επιδίδονται σε – καλυμμένη (οι πρώτοι) ανοιχτή (οι δεύτεροι) – υπονόμευση της διαπραγματευτικής θέση της χώρας, επιχειρώντας να πλήξουν την ευρεία στήριξη των πολιτών στην κυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-ΑΝ.ΕΛ.

Με άλλα λόγια, η γερμανική ηγεσία και οι δορυφόροι της επιδιώκουν μέσω των 'θεσμών' να ακυρώσουν στην πράξη την εφαρμογή κάθε φιλολαϊκού μέτρου, καθιστώντας τον Αλέξη Τσίπρα και τους συνεργάτες του αναξιόπιστους. Ενώ τα δημοσιογραφικά φερέφωνα του διεφθαρμένου πλέγματος εξουσίας στη χώρα μας επιχειρούν να δικαιώσουν αυτή την πρακτική των 'εταίρων' και να 'τσαλακώσουν' την νέα διακυβέρνηση, κατηγορώντας τα στελέχη της – με αιχμή το οικονομικό επιτελείο – για “ανικανότητα”, “ανευθυνότητα”, “γελοιότητα”, “προκλητικότητα”, “ασυνεννοησία” κ.λπ.

Ας μην αυταπατόμαστε. Οι δηλώσεις του Wolfgang Schaeuble τις  λίγες φορές που – υποθέτω – έχασε δημοσίως τον αυτοέλεγχο του, είναι αποκαλυπτικές των αληθινών του προθέσεων: “Λυπάμαι τους Έλληνες. Ψήφισαν μια κυβέρνηση που συμπεριφέρεται προς το παρόν ανεύθυνα” (16/02), “Θεωρώ πολύ δύσκολο να εξηγήσει αυτή η κυβέρνηση το πρόγραμμα που υπέγραψε στους ψηφοφόρους που την επέλεξαν” (20/2) και “Η νέα ελληνική κυβέρνηση κατέστρεψε τελείως την εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων εταίρων της που είχε ανακτηθεί κατά το παρελθόν” (16/3). Στις παραπάνω διατυπώσεις αλλά και στην πρόσφατη απειλιτική αναφορά του Jeroen Dijsselbloem στην “περίπτωση της Κύπρου”, δύσκολα κρύβεται ότι ο στόχος είναι η ίδια η ελληνική κυβέρνηση· η πτώση της το ταχύτερο δυνατό, για την ακρίβεια. Και αναγκαία προϋπόθεση για να επιτευχθεί, ακόμη και στην ελλειμματικής δημοκρατίας Ευρωπαϊκή Ένωση, καθίσταται η απώλεια της λαϊκής στήριξης.

Για την εκπλήρωση αυτής της προϋπόθεσης συστρατεύονται και πάλι στο εσωτερικό της χώρας οι – κυριολεκτικά και μεταφορικά – χρεοκοπημένοι εκφραστές της διαπλοκής, με εμπροσθοφυλακή τα μεγαλύτερα τηλεοπτικά κανάλια. Τις δυο τελευταίες εβδομάδες, εκτός από τον πιο αδύναμο σε τηλεθέαση παίκτη ο οποίος έτσι κι αλλιώς δεν έπαψε να λειτουργεί σαν πέμπτη φάλαγγα των δανειστών και των ντόπιων υποτακτικών τους, κι εκείνοι που μετεκλογικά είχαν ρίξει τους φιλο-μνημονιακούς τους τόνους επιδόθηκαν και πάλι σε όργιο παραπληροφόρησης και επιθέσεων εναντίον της κυβέρνησης. Η στροφή αυτή – αν και σε χαμηλότερη οξύτητα – περιλαμβάνει και δυο γνωστούς μεγαλοδημοσιογράφους/επιχειρηματίες, οι οποίοι τους τελευταίους μήνες είχαν υιοθετήσει ένα στιλ πιο ισορροπημένης ενημέρωσης.

Φαίνεται ότι οι πιο αντιδραστικοί ευρωπαϊκοί παράγοντες, συνεπικουρούμενοι από τους πιο διεφθαρμένους εγχώριους, ευθυγραμμίζονται πια στο παιχνίδι 'εμείς τους κονταίνουμε κι εσείς τους λοιδορείτε…'. Το τεχνικό μέρος αυτής της ευθυγράμμισης, ο συντονισμός των μέσων, ο ρόλος των προσώπων κ.λπ. αποτελούν όντως πεδίο για τους θιασώτες θεωριών συνωμοσίας. Η διαδικασία όμως της αποδόμησης της κυβέρνησης, με στόχο την υπονόμευση της κοινωνικής στήριξης που απολαμβάνει και τελικά την ανατροπή της, εξελίσσεται σε πραγματικό χρόνο και δεν είναι προϊόν κάποιου είδους θεωριών, ούτε συνωμοσίας αλλά ούτε και ανδραγαθίας.

Η ηγεσία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. φαίνεται να αντιλαμβάνεται τι ακριβώς επιχειρείται κι από ποιους, αφού ο Αλέξης Τσίπρας στην ομιλία του στην Κ.Ε. του κόμματος (1/3) μίλησε ανοιχτά για “…σχέδιο να οδηγήσουν σε ανατροπή ή άνευ όρων παράδοση …να μας αποκόψουν από τη λαϊκή βάση, … να χρησιμοποιήσουν και την πιστωτική ασφυξία ως μέσο πρόκλησης λαϊκής δυσαρέσκειας…”. Ωστόσο έμπρακτη πολιτική αντίδραση στο εγχείρημα ανατροπής δεν υπάρχει από την πλευρά της κυβέρνησης. Εκτός από την μονότονα επαναλαμβανόμενη δήλωση των στελεχών της πως “η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση της χώρας διαθέτει μια ευρύτατη λαϊκή (κοινωνική) στήριξη, πολύ πέρα από τα εκλογικά της ποσοστά”.

Ισχυρίζομαι όμως ότι η θεωρητική επίκληση αυτού του επιχειρήματος όχι μόνον δεν αρκεί, αλλά ούτε καν αποτελεί ουσιαστική αντίδραση, για 3 τουλάχιστον λόγους:

  1. Η στήριξη αυτή δεν είναι ανεπιφύλακτη, όπως φάνηκε από τον ρυθμό απόσυρσης των τραπεζικών καταθέσεων στην διάρκεια της διαπραγμάτευσης (κι αυτό το γνωρίζει η άλλη πλευρά)
  2. Η επιδοκιμασία βασίζεται αφενός στην ελπίδα βελτίωσης της καθημερινότητας των πολιτών, αφετέρου στην απέχθεια προς τα κόμματα που οδήγησαν την χώρα στο σημερινό της χάλι. Αν με την πάροδο του χρόνου η βελτίωση δεν έρθει και η απέχθεια – όπως συνήθως συμβαίνει – ατονίσει, τότε τα ποσοστά αποδοχής της κυβέρνησης θα μειωθούν δραστικά (κι αυτό το αναμένουν οι αντίπαλοι της)
  3. Το σημαντικότερο, τέλος· σε μια πραγματική σύγκρουση, σ' έναν ακήρυχτο πόλεμο σαν αυτό που τώρα υφίσταται η νέα διακυβέρνηση και η χώρα, δεν απαντάς με δηλώσεις αλλά με πράξεις που παράγουν συγκεκριμένα αποτελέσματα.

Τα στελέχη του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. φαίνεται να παραμένουν δέσμια μια λογικής και στάσης ευρωπαϊκότερης των Ευρωπαίων, η οποία μέχρι τώρα ελάχιστα δικαιώθηκε. Όπως προεκλογικά πίστευαν ότι οι προτάσεις τους “δεν μπορεί παρά να γίνουν δεκτές από τους δανειστές, γιατί είναι αιτιολογημένες σε ορθή και δίκαιη βάση”, έτσι και τώρα επικαλούνται την “δημοκρατική νομιμοποίηση” της εκλογής τους, την οποία όμως ελάχιστα σέβονται οι αντίπαλοι τους. Ο ορθός λόγος, οι αρχές της δημοκρατίας και η δικαιοσύνη δεν αποτελούν ούτε για τα προσχήματα λειτουργικά κριτήρια για την σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση. Και η σύγκρουση που τώρα εξελίσσεται είναι πολύ βίαια, για να επιλυθεί με μοντέλα συστημικών προσεγγίσεων ή θεωρίας των παιγνίων, η εφαρμογή των οποίων προϋποθέτει σαφή αντίληψη και ισχυρό κίνητρο 'αμοιβαίου συμφέροντος' μεταξύ των εμπλεκομένων.

Η ελληνική αριστερά παρά τις οξυδερκείς αναλύσεις της, πιστεύω πως ιστορικά έπεφτε συχνά σε δυο λάθη:

  • Υπερτιμούσε την ευφυΐα/πανουργία των ισχυρών ή διεφθαρμένων εχθρών της και
  • Έχανε την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων της – επιδιδόμενη σε θεωρητικές ακροβασίες, – συγχέοντας τελικά στόχους με μέσα.

Αν αυτό συμβαίνει και τώρα, τότε είναι χρήσιμο να συνειδητοποιήσουμε πόσο αδύναμη είναι η εμβέλεια και πειστικότητα ισχυρισμών τύπου “αν ρίξετε εμάς, έρχεται η Χ.Α.” και “η Αριστερή εναλλακτική στην λιτότητα θα αποδειχθεί προτιμότερη από τους ευρωφοβικούς τύπου Le Pen και Farage”. Η αλαζονική ηλιθιότητα των ισχυρών σκοτεινιάζει ενίοτε τον μεσοπρόθεσμο ορίζοντα τους, ακόμη και σε βάρος των δικών τους συμφερόντων.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, υπενθυμίζοντας πως βασικός στόχος των εχθρικών προς την κυβέρνηση παραγόντων είναι η ανατροπή της μέσω υπονόμευσης της κοινωνικής στήριξης που σήμερα διαθέτει, η πιο κρίσιμη και εφικτή προτεραιότητα του Αλέξη Τσίπρα και των συνεργατών του είναι να πλήξουν άμεσα τον αδύναμο κρίκο της 'συμμαχίας', το διαπλεκόμενο σύστημα παρα-εξουσίας στο εσωτερικό της χώρας.  Σε μια τέτοια περίπτωση, η πρόθεση των Ευρωπαίων 'εταίρων' να προστατέψουν τους εγχώριους συνεργούς τους παραμένει δεδομένη (βλ. νόμο για Βασικό Μέτοχο επί Κ. Καραμανλή), αλλά λόγω της συγκυρίας τα περιθώρια που έχουν είναι περιορισμένα.

Το πλήγμα στο εγκαθιδρυμένο σύστημα διαφθοράς προϋποθέτει παράλληλες και σύνθετες δράσεις (νομοθετικές πρωτοβουλίες, κάθαρση στο χώρο των ελεγκτικών αρχών και της δικαιοσύνης, κ.α.), αλλά αυτό δεν αποτελεί λόγο καθυστέρησης ή αναβολής. Το αντίθετο, όσο ταχύτερα ξεκινήσει τόσο αποτελεσματικότερη η υλοποίηση του διττού στόχου:

  • Σταθεροποίηση και ισχυροποίηση της στήριξης από την κοινωνία, μέσω της υλοποίησης βασικών προεκλογικών εξαγγελιών και της αποκατάστασης αισθήματος δικαιοσύνης
  • Εξασθένιση του υπονομευτικού εγχειρήματος, δια του περιορισμού της εξωθεσμικής επιρροής που τα εγχώρια παρα-κέντρα εξουσίας ακόμη ασκούν

“Εμπειρία δεν είναι αυτό που σου συμβαίνει· είναι αυτό που εσύ κάνεις με αυτό που σου συμβαίνει” έγραψε ένας από τους πιο διορατικούς φιλόσοφους του προηγούμενου αιώνα. Ήρθε λοιπόν η ώρα να δούμε αν η νέα κυβέρνηση, με τις εμπειρίες που μέχρι στιγμής απέκτησε, θα κάνει τις αναγκαίες κινήσεις που θα της δώσουν χρόνο και ζωή για να επιτελέσει το έργο που οι πολίτες της ανεθέσαν˝.