Μην το πείτε πουθενά, αλλά νοιώθω συχνά πως είμαι εγκλωβισμένος μέσα σ’ ένα πηγάδι. Σ’ ένα πηγάδι ντροπής. Κοιτώ στον πυθμένα αυτού του παράξενου πηγαδιού, δίχως να ξέρω αν αυτό συμβαίνει στ’ αλήθεια ή είναι μονάχα ακόμη ένας εφιάλτης μου, και το μόνο που βλέπω είναι το μειονεκτικό πρόσωπο μου. Τι σκατόφατσα είναι αυτή, ρωτώ τον εαυτό μου, όπως με ρωτούν και οι άλλοι.

Σας διαβεβαιώ ότι κάνω το παν για να αποφύγω αυτόν τον καθρέφτη. Το ξέρω πως ότι κι’ αν κάνω, είμαι ανεπαρκής και πως ο πάτος αυτός του πηγαδιού, που έχω παγιδευτεί, δεν κάνει τίποτα περισσότερο απ΄το να καθρεφτίζει το «λίγο» μέσα μου. Ήθελα να σας τονίσω, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων στο μέλλον, ότι είμαι εντελώς ανάξιος να αγαπηθώ. Και μη θεωρήσετε ότι αυτό που σας λέω είναι τίποτα αδερφίστικα καμώματα. Όχι, είναι η πλήρης και η πάσα αλήθεια. Το ελάττωμα μου είναι εσωτερικό, όπως σε κάποια προϊόντα ας πούμε, δευτέρας, που λένε, διαλογής. Έτσι, με έφτιαξε το εργοστάσιο μου. Ελαττωματικός «απ’ τη μάνα του». Και δεν ξέρετε πόσο πολύ υποφέρω από το φόβο μην τυχόν και αποκαλυφθεί το μειονέκτημα μου αυτό. Είναι βέβαιο ότι υπάρχει ο κίνδυνος να «επιστραφώ» στον κατασκευαστή μου. Υπάρχει αναντίρρητα ο κίνδυνος αυτός.

Κρατώ αυτό το ελάττωμα βαθιά κρυμμένο μέσα μου, έτσι που κι εσείς, είμαι βέβαιος…ελπίζω, ότι δεν έχετε αντιληφθεί τίποτα. Αν βέβαια είχατε κάποιο ελάχιστο ενδιαφέρον να ασχοληθείτε μαζί μου. Είμαι σχεδόν βέβαιος, κανείς δεν μπορεί να το δει. Οφείλω όμως να σας εξομολογηθώ, ότι σπάνια, όλο και πιο σπάνια, αναρωτιέμαι πως θα ζήσω όλη μου τη ζωή χωρίς να μ’ αγαπήσει κανείς. Να σας πω την αλήθεια, τρέμω από φόβο στην ιδέα ότι μπορεί κάποιος να με αγαπήσει. Κι’ αυτό γιατί, δεν ξέρω πως και πόσο θα μπορούσα, σε μια τέτοια περίπτωση, να κρατήσω κρυμμένο το μυστικό της μειονεξίας μου. Κάποιος που σε αγαπά δεν μπορεί παρά κάποια στιγμή να ανακαλύψει τη φρικτή μειονεξία σου. Και τότε τι γίνεται;

Έτσι κι αλλιώς, βέβαια, μεταξύ μας, δεν ανησυχώ ιδιαίτερα, αφού γνωρίζω πολύ καλά, πως κανείς δεν πρόκειται να ενδιαφερθεί για μένα. Το πιστεύω ακράδαντα αυτό.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν χάνω ευκαιρία να μέμφομαι τον εαυτό μου. Αλλά πρέπει να είμαι μαζί σας ειλικρινής. Ε, ναι λοιπόν, πρόκειται για ένα ανόητο, ανάξιο άτομο, που δεν κάνει για τίποτα και δεν έχει να προσφέρει τίποτα. Ένα κακό και εν τέλει αηδιαστικό άτομο, το οποίο προσωπικά, δεν σας κρύβω, ότι απεχθάνομαι κι εγώ. Μην σας κάνει εντύπωση το τρίτο πρόσωπο. Στον εαυτό μου αναφέρομαι. Απλά το τρίτο πρόσωπο με διευκολύνει να είμαι με τον εαυτό μου τόσο αυστηρός, όσο του χρειάζεται. «Του χρειάζεται η αυστηρότητα για να στρώσει», όπως έλεγαν άλλωστε και οι γονείς μου.

Για όλους αυτούς τους λόγους και δικαίως, είμαι ευάλωτος στις σχέσεις μου με τους άλλους. Δεν έχω λόγους ούτε να προστατεύομαι, ούτε να αμύνομαι απέναντι τους. Ναι, ξέρω, ξέρω, τα έχω ξανακούσει αυτά. Μόνος μου παραχωρώ στους άλλους τη δύναμη να με πληγώσουν, αλλά σας πληροφορώ ότι πολύ καλά κάνουν. Πρέπει να τιμωρούμαι για το ελάττωμα μου αυτό.

Θυμάμαι πάντα τον εαυτό μου, κάπως έτσι. Συγγνώμη, αλλά πρέπει να το πω αυτό. Αυτό το συναίσθημα μιας ασαφούς, ας πούμε, δυστυχίας, κάτι σαν μια σχεδόν κατάθλιψη, το νιώθω σε όλη μου τη ζωή. Από παιδί ακόμη, ένιωθα πως οι γονείς μου δεν με αγαπούσαν και δεν με σέβονταν και ένας θεός ξέρει πόσο δυσκολεύτηκα να αντιμετωπίσω την απόρριψη και τις επιπλήξεις τους. Διάβασα κάπου πως οι γονείς οφείλουν, λέει, να αποδέχονται τα παιδιά τους, άνευ όρων. Να τ’ αγαπούν χωρίς προϋποθέσεις, δηλαδή. Ναι, αλλά δεν έχουν ευθύνη και τα παιδιά; Δεν πρέπει να είναι αξιαγάπητα; Όχι όπως εγώ! Στη δική μου περίπτωση, νομίζω ότι πάντα στάθηκα ανίκανος να τους εμπνεύσω μια τέτοια αποδοχή και αγάπη.

Το είπα στην αρχή. Είμαι ένα εργοστασιακό λάθος. Ίσως και γι΄ αυτό ο πατέρας μου με κατέκρινε και με τιμωρούσε για τη συμπεριφορά ή τα λόγια μου. Και βέβαια με το δίκιο του με έκανε να νιώθω προβληματικός. Αφού ήμουν. Και βέβαια και με το δίκιο του με κατηγορούσε για κάθε πρόβλημα που παρουσιαζόταν στην οικογένεια. Για να μην σας πω ακόμη, ότι όταν ο πατέρας μου εγκατέλειψε το σπίτι μας, ξέρω πολύ καλά, πως εγώ είχα την ευθύνη και γι’ αυτό.

Πρέπει σήμερα να παραδεχτώ, ότι οι γονείς μου είχαν δίκιο για όλα αυτά. Μου άξιζαν όλα αυτά. Και το ξέρω καλά πως όλα αυτά συνέβαιναν επειδή ήμουν πάντα ανίκανος, ανάξιος, μειονεκτικός και ελαττωματικός «απ’ τη μάνα μου».

Αν με ρωτάτε αν νιώθω θυμό γι’ αυτόν τον τρόπο ανατροφής μου, θα σας πω με ειλικρίνεια, όση ειλικρίνεια μπορεί να χαρακτηρίζει έναν ανίκανο άνθρωπο σαν και μένα, ΟΧΙ. Αντιθέτως, νιώθω λύπη και ντροπή.

Να τώρα που το συζητάμε, θυμάμαι να κάθομαι με την μητέρα μου στο τραπέζι. Δεν ήμουν όπως εκείνη ήθελε. Όταν ήμουν σιωπηλός, με κατηγορούσε ότι δεν μιλούσα. Όταν μιλούσα, με κατηγορούσε ότι είμαι βαρετός και χλιαρός. Αναμφίβολα, η μητέρα μου είχε δίκιο. Ακόμη και σήμερα, ακούω τη φωνή της να αντηχεί μέσα μου. Ντρέπομαι να σας πω τι μου έλεγε, γιατί θα αποκαλύψω το μυστικό μου. Ίσως, σκέφτομαι τώρα, αυτό το συναίσθημα να είναι το μοναδικό συναίσθημα με το οποίο νοιώθω οικεία. Πιθανόν να το επιδιώκω γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Μ’ αρέσει να ντρέπομαι, όσο κι αν ντρέπομαι γι’ αυτό. Ξέρω πως σας φαίνεται κάπως χαζούλικο αυτό, αλλά είπαμε…

Νομίζω πως η μητέρα μου ήταν κι εκείνη ελαττωματική. Και ίσως έβλεπε στο πρόσωπο μου μια αντανάκλαση της δικής της ελαττωματικότητας. Στο πρόσωπο μου έβλεπε τη δική της αποτυχία. Υποθέτω μάλιστα πως γι’ αυτό το λόγο ήταν μαζί μου τόσο επιθετική. Εκείνη είχε βρει αυτόν τον τρόπο να αντιμετωπίζει την ελαττωματικότητα της, ακόμη και απέναντι στον πατέρα μου. Αλλά δεν θα ήθελα με κανέναν τρόπο να πάει ο νους σας στην ιδέα ότι εκείνη μου μετέδωσε τη δική μου μειονεκτικότητα. Είπαμε, η δική μου είναι κατασκευαστική.

Βέβαια, σκέφτομαι καμιά φορά πως ίσως θα μπορούσα να γίνω κι εγώ σαν τα άλλα παιδιά. Να γίνω τόσο απαιτητικός, να συμπεριφέρομαι τόσο υπεροπτικά, ώστε κανείς να μην τολμήσει να με αγνοήσει ή να με κατηγορήσει ξανά. Να πάψω κι εγώ να συμμετέχω συναισθηματικά στον πόνο κάποιων τύπων σαν κι εμένα και να μπορώ να κατηγορώ τους άλλους για ότι κι αν μου συμβεί. Έτσι, ίσως να μπορούσα να αντιμετωπίσω κι εγώ τα βαθύτερα συναισθήματα μου ότι κανείς δεν μ’ αγαπάει και κανείς δεν θα με σεβαστεί ποτέ. Να αντεπιτεθώ κι εγώ, βρε αδερφέ. Να θεωρώ τον εαυτό μου ως κάτι σπουδαίο και ξεχωριστό, κι ας ξέρω βαθιά μέσα μου ότι είμαι ένα φοβισμένο παιδί που οι γονείς του δεν το αποδέχτηκαν ποτέ. Να σταματήσω κι εγώ να δείχνω κατανόηση και ενδιαφέρον για τα συναισθήματα των άλλων. Και στο τέλος-τέλος, γιατί όχι, να αδιαφορώ για τους άλλους ή και να τους κακομεταχειρίζομαι. Να αδιαφορώ κι εγώ, ρε παιδί μου, για τις συμβατικότητες και να θεωρώ τον εαυτό μου υπεράνω του νόμου. Να παίρνω ότι θέλω, χωρίς να νιώθω τύψεις, γιατί έτσι! Να επιτίθεμαι στους άλλους κι εγώ, βλέποντας στο πρόσωπο τους τη δική μου αποτυχία, ρε παιδί μου! Να βάλω κι εγώ τα ρούχα μου απ’ την ανάποδη, να γίνω η άλλη όψη του νομίσματος. Έτσι κι αλλιώς, δεν ξεχνώ τη συμβουλή που ποτέ δεν μπόρεσα να εφαρμόσω: «Σ’ αυτή την κοινωνία για να πας μπροστά πρέπει να δείχνεις δυνατός, ρε χαζέ!»

Όμως, λυπάμαι δεν θα σας κάνω το χατήρι. Εγώ δεν μπορώ να φορέσω το προσωπείο αυτό, όπως κάνουν όλοι αυτοί οι θυμωμένοι γύρω μου, μόνο και μόνο για να κρύψω το ελάττωμα μου. Το ελάττωμα να είμαι ανάξιος, όπως μου έλεγε ο κόσμος γύρω μου. Εγώ είμαι άχρηστος και δεν έχω κανέναν λόγο να το κρύψω.

Για κάποια χρόνια ήλπιζα βαθιά μέσα μου ότι, δεν μπορεί, κάπου θα υπάρχει ένα εργοστάστιο επισκευής αυτών των ελαττωμάτων. Ένα εργοστάσιο Αγάπης, ας πούμε. Αλλά μάταια. Όσο κι αν ρώτησα στις αρμόδιες αρχές, όσο κι αν έψαξα στις βιομηχανικές περιοχές, τέτοιο φουγάρο εγώ δεν βρήκα. Καλά λένε πως αυτός ο τόπος χρειάζεται «ανάπτυξη».    

Έτσι, νομίζω ότι τελικά, είναι καλύτερα να επιστραφώ στον αρχικό μου κατασκευαστή. Είμαι ένα λάθος…προϊόν, δευτέρας ή γιατί όχι και τρίτης, ας πούμε, διαλογής. Και δεν φταίει ούτε η μητέρα μου, ούτε ο πατέρας μου, ούτε οι φίλοι και οι γνωστοί, ούτε οι οικογένειες των άλλων παιδιών, ούτε οι δάσκαλοι, ούτε η κοινωνία, ούτε το σύστημα, που λένε, μερικοί πονηροί. Φταίει αναμφίβολα ο κατασκευαστής…οπότε του επιστρέφομαι κι εγώ και ησυχάζουν όλοι οι υπόλοιποι που δεν φταίνε σε τίποτα για το φριχτό ελάττωμα μου που δεν θα μάθετε ποτέ. 

Και για την Αντιγραφή,
Αντώνης Ανδρουλιδάκης

Το άρθρο στολίζει το έργο του Ρενέ Μαγκρίτ «Μικρό Κορίτσι Τρώει Πουλί- Η Ηδονή».