Μια έρευνα ενός Ινστιτούτου Λιανεμπορίου, απ’ αυτά που πουλάνε στους μικρομαγαζάτορες της «ελληνικής επαρχίας των Βρυξελλών» εύλογες αυταπάτες για την προώθηση των πωλήσεων των πάσης φύσεως «λαχανικών», ανακάλυψε, λέει, ότι «αυτό που παλιά ονομάζαμε shopping therapy, έχει σήμερα χάσει το δεύτερο συνθετικό της φράσης. Ο καταναλωτής φεύγει από τη λογική αυτή και μετακινείται προς τη λογική του shopping remorse, δηλ. στις τύψεις (ενοχές) και στο άγχος για το αν έχει κάνει τη βέλτιστη αγορά, που ισοδυναμεί με την εξοικονόμηση χρημάτων και τη μέγιστη ικανοποίηση”.

«O στόχος, και το μυστικό κατά συνέπεια, κάθε επιτυχημένου επιχειρηματία σήμερα, πρέπει να είναι να μειώσει στο ελάχιστο αυτό το άγχος», καταλήγει το Ινστιτούτο. Επιχειρηματικότητα, δηλαδή, είναι να μειώνει κανείς την ενοχή του καταναλωτή. Με το αζημίωτο, βέβαια, όπως κάποτε ο Πάπας πουλούσε τα συγχωροχάρτια, κάνοντας, προφανώς, κάτι σαν religion therapy.

Πιτσιρικάδες είχαμε ανακαλύψει ένα μπακάλικο κοντά στο σχολειό. Στα διαλείμματα τρέχαμε βιαστικά να μας φτιάξει κάτι ογκώδη σάντουιτς με μια ολόκληρη φρατζόλα φρέσκου ψωμιού, ένα γιγάντιο κομμάτι τυρί φέτα και μια ζουμερή ντομάτα. Κανείς δεν είχε ιδέα από  shopping therapy, ούτε από shopping remorse. Κανείς δεν είχε ιδέα από shopping και ούτε, φυσικά, από therapy.

Φόραγε μια μπλε φθαρμένη ποδιά και χανόταν πίσω από τα γυαλιστερά ψυγεία του μπακάλικου. Κι εμείς, δεν φορούσαμε πλέον ποδιά και δεν είχαμε ακόμη καταλάβει ότι σύντομα θα χανόμασταν πίσω από γυαλιστερά προϊόντα και έγχρωμες οθόνες. 

Η φέτα ήταν βυθισμένη σε έναν μεγάλο ντενεκέ, που όταν άδειαζε γινόταν μια πρώτης τάξεως ζαρντινιέρα, απ’ αυτές που αργότερα θα έπεφταν πάνω τους οι απρόσεκτοι φοιτητές και θα έσπαγαν τα μούτρα τους. Ύστερα, βυθιστήκαμε κι’ εμείς στον καναπέ και τα παιδιά μας έπεφταν επάνω μας και μας ενοχλούσαν. Η φέτα, τακτοποιήθηκε μια χαρά σε πλαστικά κουτάκια, μαζί με την άλμη της, σε τιμή προσφοράς και έτσι επιτέλους καταφέραμε κι εμείς να διατηρούμε άθικτα και πλαστικά τα διάφορα συναισθήματα μας, σε τιμή προσφοράς.

Το ψωμί, άνοιγε τα σπλάχνα του κι εμείς νοιώθαμε μέσα σ’ αυτό. Μέσα σε όλο αυτό. Αυτός ήταν ο τρόπος που ήμασταν. «Μέσα σ’ αυτό». Από ένα σημείο και μετά νοιώθαμε, όμως, όλο και συνεχώς, «έξω απ’ αυτό». Κοιτάζαμε τον κόσμο με το φρέσκο ψωμί, την αλμυρή φέτα και την κόκκινη ντομάτα, αλλά δεν μπορούσαμε πια να τοποθετήσουμε τον εαυτό μας μέσα σ’ αυτό. Ήταν σαν να μην μας άρεσε πια αυτό που ήμασταν πριν. Τώρα, το ψωμί το άνοιγε κάποιος που φορούσε χειρουργικά γάντια κι εμείς ήμασταν πολύ ήσυχοι που φορούσε αυτά τα γάντια και έσκιζε το ψωμί. Κι επειδή δεν ήμασταν πια μέσα σ’ αυτό, έγινε δύσκολο να αναγνωρίσουμε πάντα το πρόσωπο μας που μας κοίταζε, επειδή ήξερε, όπως και ο μπακάλης με την μπλε ποδιά, ότι δεν ήμασταν πια μέσα σ’ αυτό.

Κατά βάθος, ξέραμε ότι η φέτα ήταν η ίδια, Ελασσόνας ή Ηπείρου, ήταν από τις γωνίες που μας φαίνονταν οικείες, αν και ύστερα, δεν μας άρεσαν πια οι γωνίες που βρεθήκαμε υποχρεωμένοι να τις φάμε για να συμβιβαστούμε κάπως με την ιδέα ότι μας αγαπάει η πεθερά μας. Παρ’ όλα αυτά, οι γωνίες, η ψίχα του ψωμιού, δεν φάνταζαν πια οικεία κι ας ξέραμε κατά βάθος πως η ψίχα ήταν η ίδια. Η ψυχή μας το είχε στρίψει από τη γωνία Ελασσόνας και Ηπείρου και έτρεχε με μανία προς τη Λεωφόρο κάποιας Ευρωπαίας βασίλισσας.

Ο μπακάλης με την μπλε ξεβαμμένη ποδιά έχωνε το γυμνό του χέρι με το μαχαίρι στον ντενεκέ και αυτό αναδυόταν, έχοντας καρφιτσώσει ένα κομμάτι λευκό τυρί. Ώσπου έβαλε τα χειρουργικά γάντια και καθώς δεν αναγνώριζε πια το μασκαρεμένο χέρι του, νοιώθαμε κι εμείς ότι το χέρι μας, που βουτούσε στο ντενεκέ με τα τηλεκοντρόλ, ίσως και να μην ήτανε πια το δικό μας. Ίσως να είχαμε πεθάνει, αλλά κανείς δεν σκέφτηκε να μας το πει για να αφήσουμε το τηλεκοντρόλ. Μέναμε πια μέσα στο ντενεκέ, αλλά μας άρεσε αυτό που ήμασταν, γιατί οι υγειονομικοί κανονισμοί όριζαν, ότι όταν βουτάς το χέρι σου στο ντενεκέ, δεν έχει τόσο σημασία αν θα νοιώθεις το χέρι σου, όσο το να φοράς λευκά γάντια. Τώρα, ήμασταν για τα καλά χωμένοι μέσα σ’ αυτό και έξω από μας. Αλλά όλοι έλεγαν, ότι είναι καλό να είσαι έξω απ’ μας κι εμείς μαθαίναμε ο ένας στον άλλο να είμαστε έξω από μας. Μέναμε μέσα σε κάποιον που δεν αναγνωρίζαμε πια, αλλά αυτό δεν είχε και τόσο σημασία, αφού φορούσαμε χειρουργικά γάντια και μπορούσαμε, με ασφάλεια, να βυθίζουμε το χέρι μας, ο ένας στον άλλον.

Η κόκκινη ντομάτα κοβόταν φέτες για χάρη μας και γέμιζε το άδειο σκαρί του ψωμιού, αλλά μετά, μια μέρα, τίποτα πια δεν κοβόταν για χάρη μας, ούτε καν το τσιγάρο. Κι εμείς, δεν γεμίζαμε μέσα μας και αρχίσαμε να μισούμε ότι δεν νοιώθαμε το φρέσκο ψωμί, το τυρί φέτα και την κόκκινη ντομάτα, όπως συνηθίζαμε πριν. Κι έτσι, έγινε δύσκολο να ξεχωρίσουμε το ψωμί, τη ντομάτα και τη φέτα, περνούσαμε όμως πιο καλά, γιατί το ψωμί ψηνόταν κοτλέ, αν κι εμείς, δεν «ψηνόμασταν» για πολλά-πολλά.       
Το ψωμί είχε σώμα. Αγγίζαμε το ψωμί και καταλαβαίναμε ότι είχε σώμα. Το πιάναμε. Όλα τα πιάναμε. Στον αέρα. Ύστερα, δεν νοιώθαμε πια ότι το ψωμί έχει σώμα, αλλά είχαμε δει στη διαφήμιση ότι ήμασταν στο φούρνο, και αυτό ήταν αρκετό. Έπρεπε να μας είναι αρκετό, γιατί αυτό μας έλεγε το διαφημιστικό μας σώμα. Το διαφημιστικό μας σώμα, μας έλεγε ότι δεν έχει σημασία αν το ψωμί έχει σώμα. Εκείνο που έχει σημασία, είναι το σώμα μας να μην έχει ψωμάκια. Ήταν καλύτερα, λέει, να έχει φέτες. Έτσι, μάλλον μπερδευτήκαμε, και όταν κάναμε κινήσεις, όταν κουνούσαμε για παράδειγμα τα πόδια μας, βλέπαμε βέβαια τα πόδια μας, είχαμε καθρέφτες για να βλέπουμε τα πόδια μας, το σώμα μας, τις φέτες και τα ψωμάκια, αλλά εμείς δεν ήμασταν εκεί, γιατί αυτό το σώμα είχε ψωμάκια και δεν είχε καθόλου φέτες. 

Το ψωμί δεν είχε πια σώμα, αλλά ήμασταν τυχεροί που υπήρχαν πια πολλά είδη ψωμιού και δεν ήταν και τόσο κακό που το ψωμί είχε πεθάνει, γιατί έτσι κι αλλιώς κι εμείς δεν αισθανόμασταν και πολύ ζωντανοί και το ψωμί δεν είχε κανένα δικαίωμα να είναι αυτό ζωντανό, αφού οι άνθρωποι πια δεν το έπιαναν. Το ζωντανό ψωμί ήταν ένα στερεότυπο των γιαγιάδων μας, που μας πήγαινε πίσω στην μπλε ποδιά του μπακάλη, που δεν φορούσε χειρουργικά γάντια και ήταν σίγουρα καλύτερο να έχουμε ζωντανό γιαούρτι. Το ζωντανό σώμα μας, το ζωντανό πρόσωπο μας, ήταν πολύ χλιαρό και μονότονο, κόντεψε να γίνει κλισέ, και ήταν σίγουρα πιο κουλ να είναι ζωντανό το γιαούρτι, που μπορούσε να βοηθήσει και το σώμα με τις φέτες. Το ζωντανό ψωμί ήταν μια δεισιδαιμονία που έπρεπε να φύγει από τη μέση, όπως τα ψωμάκια, έστω κι αν αυτό σήμαινε πως και το σώμα μας, δεν θα είχε πια σώμα που να το πιάνουμε.

Ο μπακάλης με την μπλε ποδιά, πιο σπάνια, έκοβε με καμάρι και ένα χοντρό σαλάμι στην ασημένια του μηχανή. Μια μορταδέλα με πολλά καυτερά πιπέρια που όταν τα μάσαγες, καμιά φορά, δίψαγες πολύ. Αλλά μετά, πήρε ο καθένας τη δική του ασημένια μηχανή και την κοίταγε κρυφά, με καμάρι, από το μπαλκόνι κάτω στο δρόμο ή όταν έκοβε τις στροφές, εκεί που δεν μάσαγε κανείς, γιατί ούτε στις διαφημίσεις μάσαγε κανείς. Έμειναν όμως τα καυτερά πιπέρια και καμιά φορά δίψαγε κανείς πολύ, αλλά η ασημένια μηχανή δεν σε άφηνε να ξεδιψάσεις στη στροφή. Μετά καταλάβαμε, ότι η μορταδέλα δεν ήταν το μόνο πράγμα που έκοβαν οι ασημένιες μηχανές. Οπότε ήταν καλύτερο να κόβουμε σαν μηχανές, να μιλάμε σαν μηχανές, να κινούμαστε σαν μηχανές, να διασχίζουμε το δρόμο σαν μηχανές και αναγκαστικά οι άλλοι έπρεπε να είναι οι χοντρές μορταδέλες. Δεν γινόταν αλλιώς, αλλά πάλι ήταν καλά, γιατί το καλοκαίρι το απόγευμα πίναμε καφέ φρέντο στο μπαλκόνι και κόβαμε με το μάτι την ασημένια μηχανή.

Στο μπακάλικο υπήρχε μια συγκινητική μουσική, αλλά δεν ήταν συγκρότημα και αυτό δεν ήταν καθόλου σωστό. Όπως και δεν ήταν σωστό να υπάρχει η μηχανή της μορταδέλας, όταν υπήρχαν τόσα συγκροτήματα αλλαντικών, που κόβονταν πάντα παρουσία του πελάτη. Η μουσική μέσα μας ήταν συγκινητική, αλλά ύστερα ήταν καλύτερα να ακούς ξένη μουσική, γιατί η συγκινητική μουσική πήγαινε πάντα με τη μορταδέλα κι αυτό σίγουρα δεν ήταν έξω, κάτι καλό. Στις διαφημίσεις, η μουσική κοβόταν απουσία του πελάτη. Η μουσική ήταν καλύτερη έξω μας, γιατί δεν ήταν τόσο συγκινητική και δεν μπορούσε πια να σε κόψει. Μπορούσες πια ν’ ακούς μουσική χωρίς να είναι συγκινητική, χωρίς να χρειάζεται να κόβεσαι, και αυτό ήταν κάτι πολύ σωστό. Μπορούσες, ακόμη, να είσαι, απ’ έξω σου, ξένος, και αυτό μπορούσε να είναι μια χαρά.

Μέχρι να συμβεί αυτό με τη μορταδέλα και τη μουσική, ξέραμε πως ήταν το ψωμί, η ντομάτα και η φέτα, από τη μουσική, και δεν μπορούσε να είναι  ένα οποιοδήποτε ψωμί, μια οποιαδήποτε ντομάτα και μια οποιαδήποτε φέτα. Μέχρι να συμβεί αυτό με τη μορταδέλα και τη μουσική, ξέραμε πως ήταν οι άλλοι, από τη μουσική, που ήταν συγκινητική. Μετά, η μορταδέλα, το ψωμί, η ντομάτα, η φέτα, οι άλλοι, θα μπορούσαν να είναι οποιοιδήποτε, και η μουσική δεν ήταν πια συγκινητική. Και μετά, μπορούσαμε άνετα κι εμείς να είμαστε εμείς, αλλά και οποιοιδήποτε άλλοι.         
   
Μετά, σιγά-σιγά, αυτή ήταν μια κόκκινη ντομάτα, αλλά και δεν ήταν. Ήταν μια φρατζόλα ψωμί, αλλά και δεν ήταν. Ήταν ένα κομμάτι φέτα τυρί, αλλά και δεν ήταν. Αυτοί, ήταν και δεν ήταν. Εμείς, ήμασταν και δεν ήμασταν. Αυτό, δεν ήταν καθόλου συγκινητικό, αλλά ήταν λογικό. 

Μετά, σιγά-σιγά, το χέρι μας, ήταν και δεν ήταν. Το σώμα μας, ήταν και δεν ήταν. Η διαφήμιση ήταν. 

Μετά, ξαφνικά, ούτε η διαφήμιση ήταν. Ούτε η ασημένια μηχανή ήταν. Και δεν μας είχε μείνει, ούτε το ψωμί. Ούτε η συγκινητική μουσική. 

Τότε καταλάβαμε, ότι είχαμε παγιδευτεί στη μηχανή που έκοβε τη μορταδέλα και ήθελε τώρα να κόψει εμάς και τα υγειονομικά γάντια ήταν κάτι που δεν μας καθησύχαζε και πολύ. Η μουσική, που δεν ήταν πια συγκινητική, ήταν τρομακτική και ο μπακάλης με τη μπλε ποδιά και τη ντενεκεδένια ζαρντινιέρα είχε πεθάνει απο καιρό, για να μας ανοίξει το σώμα του ψωμιού. Το κοτλέ ψωμί μας έλεγε να μην ανησυχούμε, γιατί ακόμη και οι πατάτες είναι κυματιστές και άρα και η ζωή είναι κυματιστή, αλλά όμως κανείς δεν κοβόταν για χάρη μας και έτσι έπρεπε οπωσδήποτε, να κοπούμε εμείς.

Στόχος τώρα έπρεπε να είναι να νοιώθουμε, όχι το σώμα μας, ούτε το σώμα του ψωμιού, αλλά το σώμα των ενόρκων, που μας πουλούσε ενοχές. Εμείς θα τις αγοράζαμε και ύστερα θα πηγαίναμε στο συγκρότημα και θα τις ανταλλάσσαμε με κάτι που ήταν και δεν ήταν ψωμί, ένα κάτι άλλο που ήταν και δεν ήταν κόκκινη ντομάτα, κάτι που ήταν και δεν ήταν τυρί φέτα και ένα κάτι άλλο που ήταν και δεν ήταν μουσική. Κι αυτό γιατί, όπως είχαν πει και οι εφημερίδες, και η τηλεόραση, και το διαδίκτυο, και οι ειδικοί, κι εμείς ακόμη, ήμασταν και δεν ήμασταν. 

Αλλά αυτό πια μας έβγαλε από τα ρούχα μας και αυτή τη φορά δεν μας φαινόταν καθόλου, μα καθόλου σωστό. Και βρεθήκαμε γωνία Ελασσόνας και Ηπείρου, απ’ έξω μας, ξένοι και γυμνοί. 

Τότε κι εμείς ήταν που ξαναγυρίσαμε πίσω, μέσα μας. Και είπαμε ότι δεν θέλουμε πια, ούτε shopping therapy, ούτε religion therapy, ούτε shopping remorse, γιατί εμείς, είμαστε εμείς. Και αυτό, ήταν σωστό. 

Το άρθρο στολίζει το έργο του Ρίτσαρντ Χάμιλτον «Τι κάνει τα σημερινά σπίτια τόσο ελκυστικά;»