Δεν ξέρω αν είναι κατάρα ή ευλογία να σου έχουν προσωπικά διηγηθεί ιστορίες, όπως οι ίδιοι τις έχουν βιώσει, άνθρωποι σαν τον Μανώλη Γλέζο. Μα τούτες οι μέρες φέρανε τέτοιες θύμισες. Ήτανε, λέει στο σκοπευτήριο της Καισαριανής την Πρωτομαγιά του ’44, που οι «προοδευμένοι» και «πλεονασματικοί» –σήμερα– στον προϋπολογισμό τους κατακτητές, εκτελέσανε 200 πατριώτες. Γνωστή η ιστορία σχεδόν σε όλους. Άγνωστη η ΙΣΤΟΡΙΑ, έτσι, με κεφαλαία γράμματα, ενός πιτσιρικά 12 χρονώ, που συνελήφθη με τους υπόλοιπους άνδρες.

Στήθηκαν όλοι στον μεγάλο μαντρότοιχο με αντίκρυ τους τα θηριώδη πολυβόλα. Και καθώς ήτανε οργανωμένοι οι κατακτητές –όπως και σήμερα– και δεν ήθελαν τίποτα να αφήνουν στην τύχη, πάκτωσαν τα πυροβόλα σε ψηλές τσιμεντένιες εξέδρες, έτσι που το ύψος βολής να φτάνει ένα αντρίκειο μπόι. Δεν είχε γίνει πρόβλεψη για παιδιά.

Στις προοδευμένες δυτικές κοινωνίες τα παιδιά δεν προβλέπεται να στήνονται απέναντι στα αποσπάσματα. Μα, τι κρίμα, σε τούτο τον έρμο τόπο, ένα παιδί, ένα δωδεκάχρονο παλικαράκι που δεν θυμούμαι πια το όνομα του, στάθηκε απέναντι στα πολυβόλα. Εύστροφος ο «μικρός», καθώς έκοβε το μάτι του, πήρε χαμπάρι πως το μπόι του ήταν κάτω από τη γραμμή του θερισμού. Κι ανασηκώθηκε στα ακροδάχτυλα… να μην τη βγάλει καθαρή… να μην κουτσοβολευτεί αυτός δίπλα στους σκοτωμένους… ένα δωδεκάχρονο παιδί ανασηκώθηκε στ’ ακροδάχτυλα… και γίνηκαν μεμιάς, αυτοί οι 2-3 πόντοι, χιλιόμετρα ήθους. Όταν αρχίνισαν τα όργανα του θανάτου, όχι μόνο κανείς δεν έσκυψε να φυλαχτεί, μα κι ένα παιδί, ένα παιδί, ανασηκώθηκε για να μην ξεφύγει…



Πώς γίνηκε και οι πιτσιρικάδες που μεγάλωσαν από τότε, όσοι γλίτωσαν, όσοι γέννησαν παιδιά, πώς γίνηκε να φτιάξουνε ένα άνθρωπο που σκύβει συνέχεια για να φυλαχτεί…



Πώς γίνηκε σε 70 χρόνια δρόμου να κοντύναμε όλοι τόσο πολύ και μας νοιάζει μοναχά να περάσει το κεφάλι μας κάτω απ’ τα “μέτρα”, να μη μας αγγίξουνε εμάς και τσιμέντο οι άλλοι γύρω μας…



Πώς γίνηκε σε δυο γενιές να θάφτηκε τόσο ήθος κάτω από εισαγόμενα μπιχλιμπίδια και πλαστικά πλήκτρα…



Τώρα, απέναντι στα ίδια πακτωμένα πυροβόλα, στέκεται βουβός ένας ολόκληρος λαός με την ψυχή του κουρελιασμένη, όλοι «μοιραίοι και άβουλοι αντάμα», θεατές της ζωής μας με μόνη έννοια μη και μας πέσει η σακούλα με το ποπκόρν από τα σφιγμένα ποδάρια μας…



Τώρα που πακτώνουν στα τσιμέντα την ίδια τη ζωή και το μέλλον του τόπου μας…


Κι αν είναι αλήθεια αυτό που μας διδάξαν οι γιαγιάδες μας, πως ζωντανοί και πεθαμένοι, σ’ αυτό τον τόπο, είναι της ίδιας κοινότητας «μετέχοντες», αλίμονό μας σαν γυρίσει ο κύρης μας… και θα γυρίσει, είμαι βέβαιος, αργά ή γρήγορα… θα απλώσει ένα μακρύ κόκκινο κορδόνι στο μπόι ενός δωδεκάχρονου πεθαμένου… να δει… να ελέγξει… πόσων το μπόι μίκρυνε και περνά από κάτω… κι αν έμεινε κανείς που να μην χωρά… θα τον γλυκοφιλήσει σταυρωτά στα μάγουλα και θα κάμει τον σταυρό του… ότι ο τόπος δεν εχάθηκε!