του Αντώνη Ανδρουλιδάκη

Η μεταπολίτευση έθεσε στο επίκεντρο την αναζήτηση του εαυτού, την αυτοπραγμάτωση, την αυτοεκπλήρωση και τα διάφορα άλλα.. «-αυτό», αντιγράφοντας και πάλι τη δυτική ναρκισσιστική επιταγή, «να είσαι ο εαυτός σου και στ᾿……. σου».
 
Τόσο, δηλαδή, ο προ-ναρκισσιστικός εαυτός, όσο και ο ναρκισσιστικός άνθρωπος της μεταπολίτευσης, έθεταν στόχους με θετικό πρόσημο. Κάτι ήθελαν να πετύχουν.
 
Αντίθετα, από το κρίσιμο μνημονιακό ορόσημο και εφεξής, ο μετα-ναρκισσιστικός Έλληνας, έχοντας απολέσει σε σημαντικό βαθμό την καταναλωτική του ευχέρεια, που τροφοδοτούσε τον ακόρεστο ναρκισσισμό του, ξεκινά να θέτει, για πρώτη σχεδόν φορά ύστερα από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, στόχους με αρνητικό πρόσημο. Δεν επιδιώκει πια να συμβεί κάτι, αλλά αντίθετα, στοχεύει στο «μην τυχόν και συμβεί». Μην τυχόν και μειωθεί περαιτέρω το εισόδημα του, μην τυχόν και βγούμε από το ευρώ, μην τυχόν και χάσει τη δουλειά του, μην τυχόν και συμβεί αυτό, μην τυχόν και συμβεί το άλλο…μην τυχόν. Μια ατέλειωτη λίστα με «μην τυχόν» υπερτροφοδοτεί με άγχος έναν «ανεκπαίδευτο» στην απώλεια ναρκισσιστικό ψυχισμό.
 
Η μεταπολιτευτική ναρκισσιστική αυταρέσκεια, με τα γκλαμουράτα ζαντολάστιχα, τα διακοποδάνεια και τα «οικολογικά» κομμωτήρια, που είχε ήδη οδηγήσει σε μια μορφή αποχαυνωτικής απορρόφησης στο ά-σχετο καβούκι του «εαυτού», μετεξελίχθηκε –στα μνημονιακά χρόνια- σε εσωστρεφή μόνωση από τη φρίκη της φτώχειας, της αδικίας, της βίας και του ρατσισμού. Ο «γαλβανισμένος» τρέχων νεοελληνικός ψυχισμός, απομακρύνθηκε με ταχύτητα από τον φίλαυτο τύπο των μεταπολιτευτικών ριάλιτυ, έτσι που και η ενασχόληση με τον εαυτό δεν είναι πλέον αποτέλεσμα αυταρέσκειας, αλλά βαθιάς υπαρξιακής απελπισίας.  
 
Και βέβαια, μπορεί ένα ολόκληρο σύστημα από τις νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες και τα ΜΜΕ, μέχρι τους εναλλακτικούς «θεραπευτές» και την πολιτική ελίτ, να επιμένει, ότι η κοινωνική δυσφορία –εν τέλει- δεν είναι τίποτα άλλο από προσωπική ανεπάρκεια, να μετασχηματίζει δηλαδή το κοινωνικό πρόβλημα σε ατομική μειονεξία, αλλά δεν μπορεί –εν τέλει- να κρυφτεί το γεγονός ότι μερικά εκατομμύρια προσωπικά προβλήματα συνιστούν  ένα κοινωνικό-πολιτικό πρόβλημα. 
 
«Έτσι κι αλλιώς», όπως θα πει ο Κ. Λας, «οι άρχουσες τάξεις ανέκαθεν επεδίωκαν να ενσταλάζουν στους υποτακτικούς τους την ικανότητα να βιώνουν την εκμετάλλευση και την υλική στέρηση, σαν ενοχή» και ο Πάγκαλος μας το απέδειξε πολύ συγκεκριμένα και καθαρά.
 
Ο εν λόγω «εαυτός» που «παρήγαγαν» τα Μνημόνια, δεν είναι κάποιο μικροαστικό καπρίτσιο, όπως μπορεί να έμοιασαν οι πλατείες των αγανακτισμένων, δεν είναι ένα απωθημένο του ναρκισσισμού που προηγήθηκε. Είναι η κορύφωση της απελπισίας. Είναι η ολοκλήρωση της διαδικασίας διαχωρισμού του εαυτού από τους  Άλλους, του εαυτού από τον κόσμο και του εαυτού από τον ίδιο του τον εαυτό. Είναι η απελπισία του ανθρώπου μπροστά στο φόβο της εγκατάλειψης από τον ίδιο του τον εαυτό. Πρόκειται, για τον Οριακό άνθρωπο.
 
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο μνημονιακός κόσμος διαθλάται επαναλαμβανόμενα και με οδυνηρή ισχύ στις οικογενειακές και προσωπικές εμπειρίες όλων μας. Δεν πρόκειται πια για μια απλή ψυχική δυσφορία, ως συνέπεια ενός καταναλωτικού ανεκπλήρωτου, αλλά για βιωμένες εμπειρίες εσωτερικής κενότητας, μοναξιάς και μη αυθεντικότητας. Ακραίες συμπεριφορές, πανικός, κατάθλιψη, οργή, έντονες και ταραγμένες σχέσεις με μέλη της οικογένειας, φίλους και αγαπημένα πρόσωπα, αλλά και «ακροβασίες» ανάμεσα στην υπερβολική οικειότητα και την υπερβολική αντιπάθεια, είναι και θα είναι όλο και πιο συχνές και ορατές συνέπειες για μεγάλα στρώματα του πληθυσμού. Ακόμη και η εκλογική «εξειδανίκευση» του Τσίπρα θα οδηγήσει, πιο σύντομα απ’ ότι ενδεχομένως προσδοκούν ορισμένοι, στην υπερβολική υποτίμηση και στο θυμό.
 
Παράλληλα, η διαστρεβλωμένη και ασταθής εικόνα για τον εαυτό μας, θα οδηγεί όλο και πιο συχνά σε απότομες εναλλαγές, όχι μόνο της συναισθηματικής διάθεσης, αλλά και της γνώμης, των όποιων αξιών, αλλά και των μικρών ή μεγάλων στόχων μας. Οι παρορμητικές και μερικές φορές επικίνδυνες συμπεριφορές, από το σέξ χωρίς προφύλαξη, μέχρι την κατάχρηση ουσιών και την επικίνδυνη οδήγηση ή τις βουλιμικές κρίσεις υπερφαγίας ή ακόμη και τις αυτοκτονικές συμπεριφορές, ορατές σε όλους μας, είναι επίσης συνέπειες της ψυχοπαθολογικής οριακότητας της κοινωνίας μας.
 
Η δυσκολία να σκεφτεί κανείς οτιδήποτε άλλο εκτός από το φόβο του «μην τυχόν», ο τρόμος στην πιθανότητα να μην είναι ο ίδιος «αρκετά» αρκετός, τα μη ρεαλιστικά συναισθήματα ή η αποπροσωποποίηση, ο φόβος της αποτυχίας, η απαισιόδοξη εκτίμηση για την εξέλιξη μιας κατάστασης, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, το άγχος και η ανησυχία για το αύριο, ο θυμός, η θλίψη, η ζήλεια, η καχυποψία, οι κρίσεις πανικού, η ακραία απογοήτευση σε περίπτωση αποτυχίας, οι αϋπνίες, η δύσπνοια, οι αιφνίδιες αναλαμπές συναισθηματικής θέρμης και ψυχρότητας και κυρίως η επιθυμία να εγκαταλείψει κανείς αιφνιδιαστικά μια σχέση ή μια κατάσταση, είναι και θα είναι στην ημερήσια διάταξη της καθημερινότητας όλων μας, σε πολύ μεγαλύτερη έκταση και ένταση απ’ ότι στο πρόσφατο παρελθόν.
 
«Σ’ αγαπώ, φύγε!» Ή «σε μισώ, μη φύγεις» θα ήταν μια πιο «ποιητική», ίσως, έκφραση της συναισθηματικής αυτής κατάστασης μας.
 
Οι απρεπείς συμπεριφορές, στο δρόμο, στη δουλειά ή στο σπίτι, η δυσκολία διαχείρισης του θυμού, είναι ήδη οι πιο αθώες επιπτώσεις μπροστά στις παρανοϊκές σκέψεις, το αίσθημα αποκοπής από τον εαυτό και την απώλεια επαφής με την πραγματικότητα, που όλοι μας πιστοποιούμε εμπειρικά στην καθημερινότητα μας.   
         
Ο Οριακός Άνθρωπος και η εξ’ αυτού Οριακή Κοινωνία, είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα των πολεμικών συνθηκών, της αβεβαιότητας και κυρίως της απώλειας της εμπιστοσύνης στο μέλλον, που επέφερε στη χώρα η Μνημονιακή αποικιοκρατία.
 
Με άλλα λόγια, μπορεί ο ναρκισσιστικός μεταπολιτευτικός Έλληνας να παραπονιόταν μερικές φορές για την ανικανότητα του να νιώσει οτιδήποτε και  την εσωτερική του παγωνιά, και όσο παραπονιόταν τόσο να ζωήρευε εξωτερικά, μπορεί ο μικροαστός «ελληναράς», όσο άδειαζε εντός του, τόσο να γέμιζε γύρω του με κατανάλωση και ρόλους, σήμερα όμως το «παραμύθιασμα» αυτό δεν είναι πια εφικτό.
 
Τίποτα δεν μπορεί πλέον να γαληνέψει ή έστω να διασκεδάσει την εσωτερική πείνα για νόημα, που στέκει πεισματικά ακόρεστη.
 
Τα Μνημόνια, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μας έσπρωξαν με σφοδρότητα στην εξάντληση της γκάμας των σπουδαίων και λαμπρών ρόλων, που ο ναρκισσιστικός εαυτός μας είχε αναλάβει να υποδυθεί μεταπολιτευτικά. Το εσωτερικό μας κενό επιστρέφει τώρα αμείλικτο και απειλητικό. Επιστρέφει η εμπειρία ότι η ταυτότητα μας έχει καταρρεύσει και «εκεί κάτω δεν είναι κανένας». Ο οριακός Έλληνας είναι ένας άνθρωπος συνήθως σιωπηλός… όταν «μέσα του ουρλιάζει».
 
Και κανείς δεν ξέρει αν το ουρλιαχτό αυτό θα παραμένει για πολύ ακόμη βουβό, στριμωγμένο στην αναγκαιότητα της με κάθε τρόπο επιβίωσης,  ή μια «ωραία μέρα ή νύχτα» θα υπερβεί το Όριο.
 
Και όταν μία κοινωνία δεν έχει υιοθετήσει μια φαντασιακή θέσμιση των Νόμων, τέτοια που να ελέγχει και να κατευνάζει την οργή, όπως συμβαίνει στην Εσπερία, τότε, όλα μπορούν να συμβούν…