του Στέλιου Παπαρδέλα

Η κρίση αυτή υπήρξε αφορμή για πολλά. Αφορμή να αποκαλυφθεί το καλύτερο που κρύβει ο άνθρωπος στο πρόσωπο και στις πράξεις εκατοντάδων εθελοντών που προσέτρεξαν προσφέροντας το χρόνο τους είτε τα χρήματά τους, είτε τρόφιμα και ρούχα για να βοηθήσουν τους πρόσφυγες. Και το χειρότερο στα πρόσωπα εκείνων που είδαν στο προσφυγικό την ευκαιρία να βγουν στην επικαιρότητα μέσα από μια συνεχή καπήλευση των ανθρώπων και των ιστοριών τους. Ή ακόμα χειρότερα εκείνων που βρήκαν μέσω των προσφύγων ένα τρόπο εύκολου πλουτισμού με ανθρωπιστικό μανδύα. Ναι, είδα πολλά αυτές τις μέρες στη Λέσβο και κάποτε θα πρέπει να μιλήσουμε ανοιχτά για όλα.

Την ημέρα που βρέθηκα στο Μόρια, επικρατούσε σχετική ησυχία. Ένας χώρος που εγκαινιάστηκε με επισημότητα στις 16 Οκτωβρίου ως Hot spot αλλά που πλέον είχε μετατραπεί σε σκουπιδότοπο. Μια μεγάλη σκηνή και 62 μικρά λυόμενα στεγάζουν οικογένειες με τους υπόλοιπους να έχουν φτιάξει αυτοσχέδιο καταλύματα από πλαστικά και λιόπανα ανάμεσα σε σκουπίδια. Το τρεχούμενο νερό είναι ελάχιστο και οι άνθρωποι αναγκάζονται να χρησιμοποιούν τις παλιές τουαλέτες του στρατοπέδου που όμως δεν λειτουργούν πλέον. Φανταστείτε το αυτό σε ένα μέρος που από το Σεπτέμβριο μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου στέγαζε πέντε με δέκα χιλιάδες πρόσφυγες καθημερινά.

Οι καταγραφές εδώ γίνονται σε δύο σημεία: στο ένα οι Σύροι και κάποιοι Παλαιστίνιοι και στο δεύτερο σημείο οι υπόλοιποι: Αφγανοί, Ιρανοί, Ιρακινοί, Πακιστανοί, άνθρωποι από το Μαρόκο, το Μπαγκλαντές- αυτοί είναι και οι λιγότερο καλοδεχούμενοι. Στην πλειοψηφία τους άνδρες οι οποίοι, με εξαίρεση κάποιες κατηγορίες Αφγανών και ιρακινών, δεν δικαιούνται άσυλο καθώς είναι οι λεγόμενοι οικονομικοί μετανάστες. Με άλλα λόγια είναι αυτοί που δεν θέλει κανείς. Και είναι ξεχασμένοι.

Κάποιες μη κυβερνητικές οργανώσεις, ελληνικές και ξένες, μοιράζουν φαγητό και προσωπικά είδη ή προσφέρουν ιατρική φροντίδα. Όμως καμία ΜΚΟ δεν μπορεί να αναπληρώσει την έλλειψη του κράτους σε σημείο που σε κάνει να αναρωτιέσαι μήπως όλο αυτό έχει αφεθεί να φτάσει στα άκρα για κάποιο λόγο. Ίσως επειδή η ελληνική κυβέρνηση πιστεύει ότι με αυτό τον τρόπο αποθαρρύνει τους πρόσφυγες από το να μένουν στη χώρα. Πολύ απλουστευτική εξήγηση, το ξέρω, αλλά δεν μπορώ να βρω καμία απάντηση στο αυτονόητο: Γιατί η ελληνική κυβέρνηση δεν κινητοποιεί τον κρατικό μηχανισμό; Γιατί δεν στέλνει ειδικές μονάδες να βοηθήσουν τους ανθρώπους, γιατί άφησε το λιμενικό να τα βγάλει πέρα μόνο του και ανέχτηκε πνιγμούς παιδιών λίγα μέτρα από τις ακτές; Γιατί όλα αφέθηκαν στις πλάτες των εθελοντών και όποιων οργανώσεων έφτασαν αργότερα αντί να απαιτήσει η χώρα μας έμπρακτη βοήθεια από την ΕΕ ή ακόμα και να ζητήσει την ενεργοποίηση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας όπως έκαναν η Κροατία και η Σερβία;

Και όχι μόνο δεν έγινε αυτό, αλλά η έλλειψη κάθε κρατικής μέριμνας έχει ως αποτέλεσμα οι άνθρωποι να γίνονται εύκολη λεία σε κάθε κερδοσκόπο. Ο τόπος γύρω από το Μόρια έχει γεμίσει καντίνες που πουλάνε φαγητό και νερό στους πρόσφυγες. Οι εταιρίες κινητής τηλεφωνίας (Wind, Vodafone) έχουν στήσει μαγαζιά και πουλάνε κάρτες ομιλίας για 10 ευρώ (5 ευρώ για τον αριθμό και 5 για χρόνο ομιλίας). Οι Ρομά τις περιοχής έχουν κάνει το συνάλλαγμα μια φοβερά κερδοφόρα επιχείρηση. Παίρνουν 20% προμήθεια σε κάθε συναλλαγή, κάτι που σημαίνει ότι σε κάθε εκατό ευρώ τα 20 είναι δικά τους. Οι οδηγοί ταξί περιμένουν έξω από τον καταυλισμό χρεώνοντας 10 και 12 ευρώ για διαδρομές που δεν ξεπερνoύν τα 6 ευρώ.

Κάθισα να κάνω ένα τσιγάρο μαζί με έναν νεαρό Αφγανό, τον Shibir. Είναι 18 ετών. Μου είπε ότι στο Αφγανιστάν εργαζόταν σε ένα κοσμηματοπωλείο και ζούσε καλά. Δεν ήθελε να φύγει απο τη χώρα του αλλά μια μέρα τον επισκέφτηκαν οι Ταλιμπάν και τoυ έδωσαν διορία 3 μέρες για να σταματήσει να πουλάει οτιδήποτε σε Αμερικάνους και Βρετανούς. Ήταν το πρώτο σημάδι για όσα θα ακολουθούσαν. Επέστρεψαν και απαίτησαν να γίνει μαχητής τους λέγοντας ότι θα του δίνουν 1000 δολάρια μισθό το μήνα. Όταν ο Shibir είπε ότι δεν θέλει να πολεμήσει κατάλαβε ότι κινδύνευε. Με τη βοήθεια του θείου του που μάζεψε 2000 δολάρια, έφυγε αφήνοντας πίσω τη μάνα και τις δυο αδερφές του. Το ταξίδι από το Αφγανιστάν, στο Ιράν, την Τουρκία και έπειτα τη Λέσβο του κόστισε 1550 δολάρια. Τώρα ελπίζει να πάει στη Σουηδία.

Αφήνοντας τον Sibhir, κατευθύνθηκα προς το λόφο, στη δεύτερη γραμμή, εκεί που καθημερινά εκατοντάδες άνθρωποι συνωστίζονται περιμένοντας να πάρουν το χαρτί που θα τους επιτρέψει να συνεχίσουν το ταξίδι τους.

Ένας άντρας γύρω στα 40 με είδε με τη φωτογραφική μηχανή και ήρθε δίπλα μου. Δεν βιαζόταν να πάρει το χαρτί. «Τρέχουν και στριμώχνονται και αυτό οδηγεί μόνο σε χάος και τίποτα άλλο, εγώ θα περιμένω και όταν έρθει η ώρα θα το πάρω, έτσι κι αλλιώς δεν έχω που να πάω» είπε ήρεμα.

Τον λένε Μαχμούτ και είναι από το Ιράκ. Έφυγε από τη χώρα του μαζί με τη γυναίκα του ελπίζοντας σε ένα καλύτερο μέλλον. Η βια στους δρόμους της Βαγδάτης δεν του επέτρεπε να οδηγεί το ταξί του πολλές ώρες και έφταναν μέρες που το μεροκάματο δεν του έφτανε ούτε για φαγητό. «Μετά τον πόλεμο όλα άλλαξαν. Δεν υπάρχει ασφάλεια πια. Παλιότερα έπαιρνα το αμάξι μου και έκανα δέκα ώρες ταξίδι στο Ιράκ, χωρίς κανένα πρόβλημα. Τώρα δεν μπορείς να πας πουθενά. Φτάσαμε στο σημείο να αναπολούμε τις εποχές του Σανταμ, πλέον θεωρώ ήταν πολύ καλύτερα».

Κουνάω το κεφάλι μου καταφατικά. Σκέφτομαι πόσο απλό ήταν για όλους εμάς να παρακολουθούμε εκείνη την εισβολή στο Ιράκ σαν παιχνίδι στις οθόνες μας, χωρίς να συνειδητοποιούμε ότι καταστρέψαμε μια χώρα και μαζί της τουλάχιστον τρεις γενιές. Και όσο το πρόβλημα δεν έφτανε στις πόρτες μας συνεχίζαμε να παρακολουθούμε αμέριμνοι από την ασφάλεια των συνόρων μας.

Ακόμα και σήμερα που η Ευρώπη ήρθε αντιμέτωπη με τους δαίμονες της, δεν μάθαμε τίποτα. Οι ίδιες πολιτικές συνεχίζονται, οι εκλεγμένοι μας ηγέτες χρυσώνουν τον Ερντογάν να κρατάει πρόσφυγες στα σύνορα του και κλείνουν τα μάτια στους εναγκαλισμούς του με τους τζιχαντιστές. Οι Ευρωπαίοι ενδιαφέρονται μόνο να αντιμετωπίσουν τις δικές τους ροές και χρηματοδοτούν τον Ερντογάν με 3 δισεκατομμύρια ευρώ για να τους κρύψει το πρόβλημα κάτω από το χαλί. Η Τουρκία σχεδιάζει την δημιουργία στρατιωτικής ζώνης 8 χιλιομέτρων που θα φυλάγεται από ένοπλο σώμα.

Με το ένα χέρι πυροβολούμε και με το άλλο ταΐζουμε. Και μετά στέλνουμε τις ανθρωπιστικές οργανώσεις να μαζέψουν το χάος που σπείραμε.