της Φραγκίσκας Μεγαλούδη

Ο Μοχάμεντ δεν ήταν πρόσφυγας. Δεν δραπέτευσε από πόλεμο και βασανιστήρια. Ήθελε να δραπετεύσει από μια ζωή φτώχειας και απομόνωσης.

Είχε μεγάλα σχέδια, ήθελε να πάει στην Ευρώπη και να βγάλει αρκετά χρήματα ώστε να χτίσει ένα σπίτι στην Γκάμπια, να πληρώσει για την μόρφωση των αδερφών  του και τους ιατρικούς λογαριασμούς της ηλικιωμένης μητέρας του. Όταν όμως έφτασε στην Ιταλία τα όνειρα του διαλύθηκαν. Δεν ήταν παρά ένας ανεπιθύμητος «οικονομικός μετανάστης».  Αντί για το σπίτι που ονειρευόταν τώρα περνάει τις μέρες του στο κέντρο υποδοχής του Ποζάλο περιμένοντας την απέλασή του.

Μέσα στο 2015 ,περίπου 150,000 άνθρωποι από την υπό-Σαχάρια Αφρική έχουν προσπαθήσει να φτάσουν στην Ευρώπη μέσω της  διαδρομής της Κεντρικής Μεσογείου. Οι περισσότεροι ήρθαν από την Νιγηρία, την Γκάμπια, την Ερυθραία, την Σομαλία και το Μάλι. Σχεδόν όλοι είχαν εργασία και έχουν τελειώσει δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Πολλοί έχουν πτυχία Πανεπιστημίου, αλλά οι προοπτικές εργασίας στις χώρες τους ήταν ελάχιστες.

Οι Αφρικανοί μετανάστες αφήνουν πίσω τους τις φτωχές και ασταθείς χώρες τους ελπίζοντας σε μια δεύτερη ευκαιρία στην Ευρώπη. Όταν όμως φτάνουν σε ευρωπαϊκό έδαφος αντιμετωπίζουν την σκληρή πραγματικότητα. Μπαίνουν σε ένα κόσμο πολύ διαφορετικό από τον δικό τους χωρίς συγγενείς και φίλους και συχνά χωρίς καμία ελπίδα να βρουν δουλειά.

Προσπαθώντας να επιβιώσουν σε ένα εχθρικό περιβάλλον, πέφτουν εύκολα θύματα εγκληματικών οργανώσεων και εκμετάλλευσης. Τα προσόντα τους δεν έχουν καμία αξία και όταν και αν ποτέ βρουν δουλειά αυτή θα είναι σε μια αγορά όπου η ανεργία αυξάνεται και οι μισθοί των ανειδίκευτων εργατών συνεχώς μειώνονται.

Η απελπισία και ο κοινωνικός αποκλεισμός των μεταναστών από την μία μεριά, και η ανικανότητα των Ευρωπαϊκών χωρών να απορροφήσουν και να εντάξουν τους νεοφερμένους  στις κοινωνίες τους από την άλλη, οδηγούν τους μεν σε κοινωνική απομόνωση και περιθωριοποίηση και τους δε σε αυξανόμενο ρατσισμό και ξενοφοβία.

Το πρόβλημα δεν είναι απλό και δεν υπάρχει μαγική συνταγή για να λυθεί. Οι τελευταίες μεταναστευτικές ροές καταδεικνύουν τα βαθιά αδιέξοδα που τις προκαλούν: το πολιτικό χάος, η αστάθεια -συχνά υποβοηθούμενη από δυτικές παρεμβάσεις- και οι τεράστιες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες μεταξύ του βορρά και του νότου αλλά και μεταξύ των πολιτών.

Οι ευρωπαϊκές  χώρες  δεν έχουν ποτέ κάνει πραγματικό διάλογο σχετικά με την μετανάστευση από την Αφρική. Αντιθέτως προσπαθούν να μεταθέσουν την προστασία των συνόρων τους έξω από τα φυσικά όρια τους, απαιτώντας από  τις Βόρειο-Αφρικανικές χώρες -γνωστές ως “χώρες διακίνησης»- να υπογράψουν την Συνεργασία Μετακίνησης με την Ε.Ε. ως μέρος της Πολιτικής των Ευρωπαίων Γειτόνων. Μια τέτοια συμφωνία σημαίνει ότι η χώρα  που θα την υπογράψει όχι μόνο είναι υποχρεωμένη να δέχεται πίσω τους υπηκόους της, που βρίσκονται χωρίς άδεια στην Ε.Ε. αλλά και όλους εκείνους που απλώς πέρασαν από αυτή την χώρα προκειμένου να φτάσουν στην Ε.Ε.

Δεδομένου ότι η πλειονότητα των Αφρικανών περνούν στην Ευρώπη μέςω της Λιβύης, του Μαρόκου ή της Τυνησίας, η Συνεργασία για τις Μετακινήσεις είναι ένας ακόμη τρόπος να επιβληθεί η επιστροφή των μεταναστών πίσω στην Αφρική.
Οι Αφρικανικές χώρες διαφωνούν με τις υποχρεωτικές επιστροφές αλλά δεν ρωτήθηκαν και ποτέ.

Στις 12 Νοεμβρίου, κατά την διάρκεια της Συνόδου της Μάλτας για το μεταναστευτικό, η Ε.Ε. δημιούργησε ένα ταμείο 1.8 δις ευρώ για την Αφρική με στόχο την καταπολέμηση της φτώχειας και της παράνομης μετανάστευσης προς την Ευρώπη. Υποτίθεται ότι τα νέα αυτά χρήματα, θα προστίθονταν στα περίπου 20 δις ευρώ, που ξοδεύει ετησίως η Ε.Ε. για τον ίδιο σκοπό.

Η Ε.Ε. επίσης πρόσφερε ευκολότερες βίζες για επιχειρηματίες και φοιτητές εκείνων των Αφρικανικών κρατών που θα συμφωνούσαν να παίρνουν πίσω πολίτες που είχαν μπει παράνομα στην Ε.Ε. και δεν δικαιούνται ασύλου.

Ενώ η Ευρώπη συνδέει  την αναπτυξιακή βοήθεια με τον περιορισμό της μετανάστευσης, πολλά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Είναι πολύ πιθανό πως μεγάλα ποσά θα διατεθούν στην εντατικοποίηση της ασφάλειας των συνόρων και όχι στην εφαρμογή πρωτοβουλιών ανάπτυξης ή στην αντιμετώπιση των βαθύτερων αιτιών της μετανάστευσης. Εννοείται πως τα κράτη μέλη της Ε.Ε. θα ξοδέψουν τα χρήματα τους ό,που έχουν στρατηγικά συμφέροντα και όχι στις περιοχές που υπάρχει η μεγαλύτερη ανάγκη.

Παράλληλα με τις βαθύτερες αιτίες τη μετανάστευσης, οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχουν καταφέρει να απαντήσουν στις δύσκολες προκλήσεις σχετικά με τα κυκλώματα δουλεμπορίου που λειτουργούν σε πολλές Αφρικανικές χώρες. Η παράνομη μεταφορά ανθρώπων μέσα από την Σαχάρα και από εκεί στην Μεσόγειο θάλασσα, αποφέρει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο στα κυκλώματα τα οποία λειτουργούν ουσιαστικά ανέγγιχτα. Το να εντοπιστούν οι τελικοί αποδέκτες των χρημάτων αυτών μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικό από το κτίσιμο φρακτών ή την καταστροφή των πλοιαρίων στη Λιβύη.

Η Ευρώπη χρειάζεται μια πολύ-επίπεδη προσέγγιση προκειμένου να αντιμετωπίσει την οικονομική μετανάστευση και πρέπει να αναγνωρίσει ότι η μετανάστευση από την Αφρική δεν θα σταματήσει αλλά θα συνεχίσει να μεγαλώνει υπό την πίεση του υπερπληθυσμού και των οικονομικών ανισοτήτων.

Ένα μεγαλύτερο σύστημα αποδοχής μεταναστών που θα επέλεγε ανθρώπους για συγκεκριμένες δουλειές, βασισμένο στις ανάγκες της χώρας υποδοχής και τις ικανότητες του εκάστοτε ανθρώπου θα μπορούσε να επιφέρει κάποια σταθερότητα στην εισροή των μεταναστών και να κάνει το ταξίδι προς την Ευρώπη ασφαλέστερο.

Η παροχή εκπαίδευσης στις χώρες προέλευσης, με τον διπλό στόχο της δημιουργίας εργασίας τοπικά αλλά και της προετοιμασίας των μεταναστών για μια καινούρια ζωή στο εξωτερικό είναι μια πολύ καλύτερη επένδυση από το να ρίχνουν απλώς χρήματα στις τσέπες των τοπικών πολιτικών που συχνά ευθύνονται για τις μεγαλύτερες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων των λαών τους.

Όλα αυτά, όμως, απαιτούν ευρύ συντονισμό, όχι μεταξύ των Ευρωπαϊκών και των Αφρικανικών κρατών, αλλά και των Ευρωπαϊκών χωρών μεταξύ τους.

Εάν θέλουμε να σώσουμε ζωές, οι πολιτικοί αυτοσχεδιασμοί πρέπει να λήξουν σήμερα. Γιατί τα χειρότερα δεν τα έχουμε δει ακόμα.