της Σοφίας Μανδηλαρά

11η Σεπτεμβρίου – Επιθέσεις στο Παρίσι. Η Ευρώπη μπροστά σε νέα αλλά παλιά διλήμματα. 

Στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών, την απώλεια των ανθρώπινων ζωών ακολούθησε, μεταξύ άλλων, η απώλεια ελευθεριών, που παρουσιάστηκε ως μονόδρομος απέναντι στην ασύμμετρη απειλή της τρομοκρατίας. Σε διεθνές επίπεδο, ξεκίνησε ένα σπιράλ βίας υπό τον μανδύα της υπεράσπισης της δημόσιας ασφάλειας. Την ίδια ακριβώς έννοια επανέφεραν στο προσκήνιο οι πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι, ανοίγοντας τον ασκό του Αιόλου στην καρδιά της Ευρώπης. Νωρίτερα το 2015, είχε προηγηθεί η επίθεση στη γαλλική σατυρική εφημερίδα Charlie Hebdo. Το πρώτο θύμα ήταν ο τύπος.

Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας και ο πόλεμος κατά της δημοσιογραφίας

«Όλοι οι Αμερικάνοι πρέπει να προσέχουν τι λένε και να προσέχουν τι κάνουν», εκπρόσωπος τύπου του Λευκού Οίκου Ari Fleischer, μόλις στις 26 Σεπτεμβρίου 2001. Κάθε κριτική προς τη διοίκηση «βοηθάει μόνο τους τρομοκράτες και δίνει πυρομαχικά στους εχθρούς της Αμερικής», Γενικός Εισαγγελέας Η.Π.Α. John Ashcroft1. Το επάγγελμα του δημοσιογράφου, υπό την προϋπόθεση ότι ασκείται με τη στοιχειώδη δεοντολογία, κατά τη διακυβέρνηση Bush σκιαγραφήθηκε ως εσωτερικός εχθρός, έγινε εξ ορισμού επικίνδυνο. Πράγματι, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2002, ο θάνατος τουλάχιστον 10 δημοσιογράφων συνδέεται με την επίθεση στους δίδυμους πύργους: ένας δημοσιογράφος σκοτώθηκε επί τόπου στην κατάρρευση του Διεθνούς Κέντρου Εμπορίου, ο δημοσιογράφος της Wall Street Journal Daniel Pearl απήχθη και δολοφονήθηκε στο Πακιστάν και 8 δημοσιογράφοι έχασαν τη ζωή τους στο Αφγανιστάν καλύπτοντας τον διαβόητο «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Και όμως, αυτά τα θλιβερά γεγονότα, ήταν μόνο η αρχή, ή καλύτερα η επιφάνεια.

Οι διεθνείς επιπτώσεις του παραδείγματος των Η.Π.Α.

Όπως αναφέρει η Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων (Committee to Protect Journalists), διεθνώς αναγνωρισμένη οργάνωση με έδρα τη Νέα Υόρκη, στο τέλος του 2000, ήταν φυλακισμένοι 81 δημοσιογράφοι ενώ στο τέλος του 2001 το νούμερο είχε ήδη φτάσει τους 118 και το 2011, στην μαύρη δεκαετή επέτειο, τους 145. Σχεδόν ως αποκλειστική κατηγορία για την κράτηση τους εμφανίζεται η καταχρηστική ερμηνεία της έννοιας της δημόσιας ασφάλειας.

Η 11η Σεπτεμβρίου υπήρξε η νομιμοποιητική βάση για μία άνευ προηγουμένου επίθεση στον τύπο εντός και εκτός συνόρων. Στην πρώτη φάση του πολέμου στο Αφγανιστάν, οι δημοσιογράφοι είχαν από καθόλου έως ελάχιστη πρόσβαση ενώ οι πληροφορίες που τελικά απελευθερώνονταν στα μέσα ήταν αυστηρά ελεγχόμενες είτε επί τόπου, είτε πίσω στις Η.Π.Α. αφού τα Μ.Μ.Ε. επέλεγαν να προβάλλουν τις επίσημες και άρα ασφαλείς πληροφορίες, παρά το ρεπορτάζ. Ο ανταποκριτής της Washington Post Doug Struck κατήγγειλε ότι μέλη του Αμερικανικού στρατού σημαδεύοντας τον, του απαγόρευσαν να ερευνήσει το θάνατο άμαχων πολιτών στο Αφγανιστάν: «Εάν προχωρήσεις παρακάτω, θα σε πυροβολήσουμε».

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της παρεμβατικότητας των Η.Π.Α., η προτροπή του Colin Powell, Υπουργού Εξωτερικών των Η.Π.Α., τον Οκτώβριο του 2001 προς τις αρχές του Κατάρ να χαλιναγωγήσουν τον αραβικό δορυφορικό τηλεοπτικό σταθμό Al-Jazeera εξαιτίας των υποτιθέμενων αντιαμερικανικών θέσεων του. Τελικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες βομβάρδισαν τα γραφεία του Al-Jazeera στην Καμπούλ και την Βαγδάτη, σκοτώνοντας έναν ρεπόρτερ και φυλάκισαν στο Guantanamo για 6 χρόνια χωρίς να του απαγγελθεί οποιαδήποτε κατηγορία ακόμα έναν.

Απολυταρχικά καθεστώτα που είτε συνδέονταν με τις Η.Π.Α. ως σύμμαχοι, είτε είχαν δική τους ατζέντα, χρησιμοποίησαν την επιχειρηματολογία Bush για να καταστείλουν τις ελευθερίες του τύπου και της έκφρασης. Το Πακιστάν εκμεταλλεύτηκε τον αναβαθμισμένο ρόλο του στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, ώστε να δώσει ελευθερία κινήσεων στην υπηρεσία εσωτερικών υποθέσεων και αντικατασκοπίας, η οποία έχει κατηγορηθεί πολλάκις ότι συνδέεται με το βασανισμό και τη δολοφονία δημοσιογράφων. Δυστυχώς, δεν ήταν το μόνο. Αντίστοιχα περιστατικά καταγράφονται σε κάθε γωνιά του πλανήτη: στην Ινδονησία, σε χώρες της δυτικής Αφρικής, την Κίνα, την Δυτική Όχθη, απαγορεύτηκε στους δημοσιογράφους η κάλυψη αντι-αμερικανικών διαδηλώσεων και η αρθρογραφία αντίθετα προς τη νέα αμερικανική πολιτική κατά της τρομοκρατίας.

Bush και Putin σε κοινή γραμμή ενάντια στην ελευθερία του τύπου

Όμως, το ευνοϊκό κλίμα χρησιμοποίησαν και καθεστώτα που δε συνδέονταν άμεσα με αυτή την πολιτική, όπως η Ερυθραία, που τον Σεπτέμβριο του 2001 αμέσως μετά την επίθεση στις Η.Π.Α., σε μία νύχτα ανέστειλε τη λειτουργία όλων των ιδιωτικών Μ.Μ.Ε. και φυλάκισε 14 δημοσιογράφους. Αλλά και στη Ρωσία, οι Τσετσένοι αυτονομιστές χαρακτηρίστηκαν ως τρομοκράτες και οι δημοσιογράφοι που κάλυπταν τις επιπτώσεις του πολέμου επί τόπου κατηγορήθηκαν ότι συνέβαλαν στην αποσχιστική προπαγάνδα. Το Δεκέμβριο του 2001, το Ισραήλ βομβάρδισε και κατεδάφισε τις εγκαταστάσεις του ραδιοφωνικού σταθμού Φωνή της Παλαιστίνης στη Δυτική Όχθη, ενώ χρησιμοποίησε και σφαίρες εναντίον δημοσιογράφων για να τους αποκλείσει στην ακτή ώστε να μην καλύψουν επίθεση στην Γάζα.

Πρόκειται για μια σιωπηλή χιονοστιβάδα καταστολής σε παγκόσμιο επίπεδο. Σιωπηλή εν πολλοίς γιατί η προσοχή της δημόσιας γνώμης ήταν στραμμένη στην υπόλοιπη επικαιρότητα και γιατί οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι προφανώς δεν είχαν την ελευθερία να την καταγράψουν, όπως θα έπρεπε.

Η Γαλλία αντιμέτωπη με τους δικούς της δαίμονες

Με κομψό τρόπο, η ίδια αποσιώπηση επιχειρήθηκε και στη Γαλλία, ήδη από την επίθεση του περασμένου Ιανουαρίου στην εφημερίδα Charlie Hebdo. Λίγες μέρες μετά την πορεία αρχηγών κρατών υπό δρακόντεια μέτρα ασφαλείας για την ελευθερία και τη δημοκρατία, το Ανώτατο Συμβούλιο Οπτικοακουστικών Μέσων της Γαλλίας (Conseil Supérieur de l'Audiovisuel) επέβαλλε κυρώσεις σε όλα τα μέσα ενημέρωσης της Γαλλίας, πλην ενός!

Ολοκληρώνοντας την ανάλυση 500 ωρών προγραμμάτων, η ανεξάρτητη ρυθμιστική αρχή εντόπισε 36 «παραλείψεις» και στις 11 Φεβρουαρίου 2015 προχώρησε αναλυτικά σε 15 συστάσεις και σε 21, πιο σοβαρές, επίσημες προειδοποιήσεις. Εκτός του M6, όλα τα μέσα ενημέρωσης της Γαλλίας τιμωρήθηκαν. Το LCI, το ειδησεογραφικό κανάλι του γκρουπ TF1 που είχε συνεχή κάλυψη των γεγονότων, δέχτηκε 2 συστάσεις και 3 προειδοποιήσεις. Η σύσταση είναι μια τυπική ανάκληση στην τάξη και δεν έχει επιπτώσεις. Η προειδοποίηση όμως είναι κίτρινη κάρτα. Εάν το μέσο ξαναδεχτεί την ίδια κύρωση, ενδέχεται να του επιβληθεί πρόστιμο ή ακόμα και να του αφαιρεθεί η άδεια χρήσης συχνότητας. Οι 13 από τους συνολικά 16 δημοσιογραφικούς ομίλους που δραστηριοποιούνται στη Γαλλία δέχτηκαν προειδοποιήσεις που μπορεί να επιφέρουν περαιτέρω κυρώσεις.

Το κριτήριο του Ανώτατου Συμβουλίου Οπτικοακουστικών Μέσων ήταν διπλό: η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και, για ακόμα μια φορά, η δημόσια ασφάλεια. Το πρώτο σκέλος είναι λογικό, αφού αφορά μέσα που περιέγραψαν ως τρομοκράτες πολίτες χωρίς να/πριν να επιβεβαιωθεί από την αστυνομία. Όσον αφορά τη δεύτερη αιτιολογική βάση όμως, η ρυθμιστική αρχή εγκάλεσε μέσα που μετέδωσαν εικόνες ή πληροφορίες σχετικά με τις επιχειρήσεις της αστυνομίας, όσο ακόμα οι τρομοκράτες δεν είχαν συλληφθεί, και ειδικότερα σχετικά με την ομηρία στο σούπερ μάρκετ Hyper Cacher. Παρεμπιπτόντως, και τον Ιανουάριο του 2015 δεν έγινε μόνο μια επίθεση. Ξεκινώντας από το Charlie Hebdo ακολούθησαν διαδοχικές τρομοκρατικές ενέργειες έως τις 9 Ιανουαρίου, μια εκ των οποίων στο προαναφερθέν σούπερ μάρκετ.

Η Fleur Pellerin, Υπουργός Πολιτισμού, μάλλον δικαιολόγησε το Ανώτατο Συμβούλιο αφού δήλωσε ότι «διενήργησε με βάση το ρόλο του και εντός του ρόλου του». Επίσης, ανακοίνωσε ότι σε συνεργασία με το Υπουργείο Εσωτερικών και το Υπουργείο Δικαιοσύνης θα επεξεργαστούν ένα πιο σαφές πλαίσιο για τους δημοσιογράφους σχετικά με το τι μπορούν να μεταδίδουν και πώς, ώστε να μη διακινδυνεύουν την δημόσια ασφάλεια. Το οξύμωρο είναι ότι το Γαλλικό κράτος, είτε μέσω των ανεξάρτητων αρχών του, είτε μέσω της πολιτικής ηγεσίας, αντί να συσπειρωθεί γύρω από την προάσπιση της ελευθερίας της έκφρασης, που υπήρξε και ο πρώτος τρομοκρατικός στόχος, εναντιώθηκε σε αυτή.

1 Neil A. Lewis, “Ashcroft Defends Antiterror Plan; Says Criticism May Aid US Foes”, New York Times, 7 December 2001, sec. A, p. 1.