του Αντώνη Ανδρουλιδάκη

Στον κυβερνοχώρο όλα μοιάζουν να είναι πιο «χαλαρά», δίχως βέβαια αυτό το «χαλλλαρά» να παραπέμπει στους ρυθμούς ζωής της ξεχασμένης «συμπρωτεύουσας». Νομίζω πως εδώ  οι άνθρωποι είναι απλά και σκέτα «χρήστες». Η ανθρώπινη ύπαρξη εξαντλείται στο ρόλο της ως «χρήστης», μακριά από τις απαιτήσεις της αληθινής «σχέσης», αλλά αγκαλιά με τις απαιτήσεις μιας σώνει και καλά μετρήσιμης, χρηστικής, αποτελεσματικότητας. Κάπως σαν στο TPP κάποιοι να «πουλάμε πληροφορίες-bytes» και κάποιοι «καταναλωτές – χρήστες» τις «αγοράζουν». Είναι λογικό να αναζητούν διαρκώς thebestvalueformoney και να αγανακτούν όταν οι καταναλωτικές προσδοκίες του «προϊόντος» διαψεύδονται. Κάπως έτσι, ένα άρθρο αντιμετωπίζεται περίπου ως gadgetαγορασμένο από το e-bay ή σώβρακο από τα Lidl. Και δεν έχω κανένα πρόβλημα να εντάξω τα δικά μου άρθρα στη δεύτερη κατηγορία, αρκεί να εξαιρέσουμε τη γερμανική τους προέλευση.

Αλλά υπάρχει, μάλλον, και κάτι άλλο. Γενικά, ο «χρήστης» -και δεν είναι τυχαία η αναλογία με τον «χρήστη ουσιών»- δεν αντιλαμβάνεται τίποτα ως πιο «ιερό», από τη χρήση και την ικανοποίηση των αναγκών που αυτή ορίζει.  Ο «χρήστης» δεν σχετίζεται, χρησιμοποιεί! Ο «χρήστης» δεν κοινωνεί τις ανάγκες του, απαιτεί την άμεση ικανοποίησή τους! Και έτσι, όσο και να φαίνεται από πρώτη άποψη ότι ο «χρήστης» στο διαδίκτυο  χαλαρώνει και αισθάνεται πιο ανεμπόδιστος να εκφραστεί ελεύθερα, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι.

Πρόκειται για ένα φαινόμενο που οι ερευνητές αποκαλούν “Φαινόμενο της άρσης των αναστολών” και έχει αμφίστομα χαρακτηριστικά.

Είναι κάπως περίεργο, στ’ αλήθεια, πως μερικές φορές οι άνθρωποι, όταν  γίνονται «χρήστες», τολμούν να μοιράζονται πολύ πιο προσωπικά τους πράγματα, απ’ ότι ίσως θα περίμενε κανείς να συμβαίνει στα όρια μιας «σχέσης». Αποκαλύπτουν μυστικά ή συναισθήματα, φόβους ή επιθυμίες, που θα τους ήταν μάλλον αδιανόητο σε συνθήκες προσωπικής και πραγματικής επαφής. Οι ταξιτζήδες και οι κομμώτριες μπορούν να το βεβαιώσουν από πρώτο χέρι, καθώς συχνά υποχρεώνονται να επεκτείνουν το εύρος των υπηρεσιών που παρέχουν στους «χρήστες» τους. Οι «χρήστες» μπορούν ακόμη να εκδηλώνουν ασυνήθιστες πράξεις καλοσύνης και γενναιοδωρίας… αν και αυτό δεν είναι καθόλου δύσκολο να συμβεί και στον «πραγματικό» κόσμο, όπως απέδειξε η πρόσφατη στάση χιλιάδων νεοελλήνων στο προσφυγικό. Αλλά αυτή είναι η καλή πλευρά του δίκοπου φαινομένου.

Η άλλη όψη μπορεί να μην είναι και τόσο καλοήθης. Πονηροί υπαινιγμοί, αγενείς εκφράσεις, σκληρές επικρίσεις, θυμός, φθόνος ακόμη και απειλές βρίσκονται στην ημερήσια διαδικτυακή διάταξη. Με ένα κλικ, οι άνθρωποι, μπορούν να εξερευνήσουν τη σκοτεινή πλευρά της virtual πραγματικότητας, από την πορνογραφία μέχρι την πιο ακραία μορφή βίας, θέσεις που βέβαια δεν θα τολμούσαν να επισκεφτούν ποτέ στην απτή πραγματικότητα. Άλλο τόσο μπορούν, χωρίς κανέναν δισταγμό, να εκδηλώσουν την δική τους «σκοτεινή πλευρά», αίροντας στη στιγμή την κουρτίνα των αναστολών τους, χωρίς ούτε στοιχειώδες ενδιαφέρον για την ύπαρξη του Άλλου. Και ποιος δεν έχει γίνει αντικείμενο τυφλής επιθετικότητας, ειρωνικού χλευασμού, «τρολιάς», κακόγουστων σχολίων, μηδενιστικού κυνισμού κ.τ.λ.;  Αυτή είναι η «τοξική» πλευρά του Φαινομένου.

Κι από την άλλη, στα κοινωνικά δίκτυα οι άνθρωποι ερωτοτροπούν, στέλνουν δήθεν απρόσωπα υπαινικτικά ραβασάκια, «συμφωνημένα υπονοούμενα», ανταλλάσσουν αιχμές και πονηρά «καρφιά», ανυποψίαστοι πως ακόμη και οι πιτσιρικάδες του Δημοτικού αναλαμβάνουν την προσωπική τους ευθύνη, ριψοκινδυνεύουν να «εκτεθούν», για να ομολογήσουν τον Έρωτα τους. Τα παιδιά ερωτοτροπούν «στα ίσα».Ταυτόχρονα, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι ερωτεύονται στο facebook, ανταλλάσσουν ηδονικά βλέμματα μέσα από οθόνες, αγγίζονται με πλαστικά πλήκτρα, γεύονται ευωδιές κορμιών μυρίζοντας με απόγνωση το δικό τους κορμί, ψηλαφίζουν φαντασιώδη χείλη, βυζιά, μηρούς και λαγόνες, ματαιώνουν το υγρό «είναι» τους σε πολυθρόνες και γραφεία, «ιδανικοί και ανάξιοι εραστές», σίγουροι και ήσυχοι στην αυτασφάλιση της αυτοϊκανοποίησης, μακριά από τη στοιχειώδη ερωτική ριψοκινδύνευση, μακριά από την ελάχιστη πιθανότητα «να φάνε τον Άλλο στην μάπα» κάποιο πρωϊνό. Ο «χρήστης» συνήθως δεν έχει και πολλές απαιτήσεις σε ότι αφορά τις λεπτεπίλεπτες αποχρώσεις της ανθρώπινης έκφρασης. Τα χείλια και η χρήση τους μετράνε εδώ πιο πολύ απ’ ότι το χαμόγελο.  Κι’ ύστερα μια ωραία μέρα «διαγράφουν» την ψηφιακή περσόνα που διεκπεραίωνε ίσαμε χθες την ανάγκη τους για χρήση, «σκοτώνουν» τον ψηφιακό εραστή τους ή καταργούν τον λογαριασμό τους, «αυτοκτονώντας» ψηφιακά, για να «αναστηθούν» αργότερα, εξαγνισμένοι, πανηγυρικά αθώοι και πανέτοιμοι για μια ακόμη νέα «χρήση». 

Θα μπορούσε να πει κανείς, ότι η καλή πλευρά του Φαινομένου, αναδεικνύει μια προσπάθεια να ανακαλύψουμε και να κατανοήσουμε καλύτερα τον εαυτό μας. Ίσως και μια εναγώνια αναζήτηση να εξερευνήσουμε τη δυνατότητα ενός άλλου τρόπου να υπάρχουμε. Κι ύστερα, μερικές φορές, στην αρνητική εκδοχή του, σαν να πρόκειται για μια τυφλή και τραγική κάθαρση.
Τι προκαλεί λοιπόν αυτήν την online συμπεριφορά που μας κάνει να μοιάζουμε «αδιάντροποι» εκ του ασφαλούς; Τι είναι αυτό που συμβαίνει στον κυβερνοχώρο και αίρονται τα εμπόδια που θέτει η Αιδώς ή που θα επέβαλλε κανονικά μια στοιχειώδης κοινωνική λειτουργικότητα; Ποιος είναι ο μηχανισμός «αντι-συστολής» που ενεργοποιείται στην ψυχοσύνθεση του «χρήστη», απασφαλίζοντας βαθύτερα συναισθήματα, ανάγκες ή ακόμη και τα τέρατα που όλοι κρύβουμε μέσα μας;
Διάφοροι παράγοντες αλληλεπιδρούν, συχνά συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλο, σε ένα περίπλοκο δίχτυ που υφαίνει το Τέλος των Αναστολών, με δυσοίωνες συνέπειες -πιστεύω- και για την εξω-διαδικτυακή πραγματικότητα.
 
1.    ΑΟΡΑΤΟΤΗΤΑ

Σε πιο πολλά online περιβάλλοντα οι άλλοι δεν μπορούν καν να μας δουν. Μπορούμε να περιηγηθούμε ιστοσελίδες και κοινωνικά δίκτυα, δίχως κανείς να αντιλαμβάνεται ότι κάπου εκεί «υπάρχουμε» κι’ εμείς. Αυτή, η α-ορατότητα μας δίνει το θάρρος να πάμε σε χώρους και να κάνουμε πράγματα, που μάλλον δεν θα τολμούσαμε αν ήμασταν ορατοί. Στην γραπτή επικοινωνία όπως το e-mail, τα blogs, τα chat ή τα κοινωνικά δίκτυα, οι άλλοι μπορεί να γνωρίζουν το ποιος είμαι. Ωστόσο, ακόμη ελέγχω αν μπορούν να με δουν ή να με ακούσουν και πότε. Εγώ είμαι αυτός που επιλέγω τις φωτογραφίες που θα «ανεβάσω» ή τα βίντεο με τον ήχο της φωνής και την εικόνα μου. Έτσι κι’ αλλιώς όμως, συνήθως, δεν μπορώ εγώ να τους δω ή να τους ακούσω την ώρα που με ακούν ή με βλέπουν. Ακόμη και αν η ταυτότητα μας είναι ορατή, αν φαίνεται δηλαδή το όνομα μας, η δυνατότητα να είμαστε σωματικά αόρατοι ενισχύει την άρση των αναστολών. Δεν χρειάζεται να ανησυχούμε για το πώς θα φαινόμαστε ή ακουγόμαστε όταν λέμε κάτι. Δεν χρειάζεται να ανησυχούμε για το πώς θα φαίνονται ή θα ακούγονται οι άλλοι όταν λέμε κάτι. Και είναι βέβαιο ότι δεν θα δούμε ένα συνοφρύωμα, ένα κούνημα του κεφαλιού, μια βαριεστημένη έκφραση ή ένα ύψωμα του μέσου δακτύλου. Ούτε θα ακούσουμε, καν, μια ανάσα δυσανασχέτησης. Ούτε θα αντιληφθούμε πολλές άλλες λεπτές αποχρώσεις ανθρώπινης έκφρασης και κυρίως σημάδια απόρριψης ή αδιαφορίας. Η ανάγκη να μην βλέπουμε το πρόσωπο του Άλλου κάθε φορά που θέλουμε να μοιραστούμε κάτι προσωπικό και συναισθηματικό, η ανάγκη να αποστρέφουμε τα μάτια μας από το πρόσωπο του συνομιλητή μας, εδώ παρέχεται ως εύκολη εξασφαλισμένη βεβαιότητα. Εδώ η αποστροφή του βλέμματος είναι συστημική συνθήκη. Τελικά, μοιάζει σαν οι άλλοι να μας αποδέχονται εδώ πραγματικά σχεδόν άνευ όρων! Ότι διακαώς ποθήσαμε από παιδιά εδώ προσφέρεται υποχρεωτικά. Και αυτό, αν παρακάμψει κανείς για λίγο αυτό το «υποχρεωτικά», είναι, μα την αλήθεια, πολύ-πολύ ερωτικό.
 
2.    ΑΝΩΝΥΜΙΑ

Καθώς «σερφάρει» κανείς στο διαδίκτυο, οι περισσότεροι από τους ανθρώπους με τους οποίους έρχεται σε επαφή δεν μπορούν εύκολα να πουν ποιος είναι. Ως επί το πλείστον το μόνο που ξέρουν οι άλλοι για μας, είναι μόνο αυτό που εμείς λέμε για τον εαυτό μας. Αν θέλουμε μπορούμε να αποκρύψουμε την ταυτότητά μας ή κρίσιμα στοιχεία της. Άλλωστε, όπως υποδηλώνει και η ίδια η λέξη «ανώνυμος», μπορούμε να μην έχουμε κανένα όνομα ή τουλάχιστον όχι το πραγματικό μας όνομα. Αυτή η ανωνυμία δουλεύει θαυμάσια για λογαριασμό του Φαινομένου, γιατί απλά όταν  έχουμε τη δυνατότητα να διαχωρίζουμε τις ενέργειες μας από την ταυτότητα μας, αισθανόμαστε λιγότερο ευάλωτοι στο όποιο «άνοιγμα». Με έναν σχεδόν μαγικό τρόπο, ό,τι λέμε ή ό,τι κάνουμε δεν μπορεί να συνδεθεί άμεσα με το υπόλοιπο πλαίσιο της ζωής μας. Δεν έχουμε λόγο να ελέγξουμε τη συμπεριφορά μας, εντάσσοντας την μέσα στο πλαίσιο του ποιοι «πραγματικά» είμαστε. Όταν ένα άτομο εκδηλώνει, για παράδειγμα, αρνητικά συναισθήματα μοιάζει σαν να μην έχει καμία ευθύνη γι’ αυτά. Στην πραγματικότητα, μπορούμε να πείσουμε ακόμη και τον εαυτό μας, ότι εν τέλει αυτές οι συμπεριφορές «δεν είμαι εγώ». Οι διασχιστικές και αποπροσωποποιητικές συνέπειες αυτής της λειτουργίας θα διαπιστωθούν αργότερα από τους ψυχοθεραπευτές.

Με άλλα λόγια, η α-ορατότητα, αυτή η εξουσία της απόκρυψης, επικαλύπτεται/διασταυρώνεται με την ανωνυμία, αφού η ανωνυμία είναι η απόκρυψη της ταυτότητας. Να γιατί όποιος είναι «ορατός» και «επώνυμος» στο διαδίκτυο γίνεται συχνά αντικείμενο αυτής της μορφής εξουσιασμού. Ο παλιός άμεσος τσαμπουκάς του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» αντικαταστάθηκε από την έμμεση θολούρα του «δεν με ξέρεις ρε φίλε».
 
3.    Α-ΧΡΟΝΙΑ 

Στο e-mail, στο chat και γενικά στην ανταλλαγή μηνυμάτων, η επικοινωνία είναι ασύγχρονη. Οι άνθρωποι δεν αλληλοεπιδρούμε μεταξύ μα σε πραγματικό χρόνο. Είναι σαν ο χρόνος να διαστέλλεται. Για κάποιον μπορεί ναπάρει μερικά λεπτά, και σε άλλον ώρες, ημέρες, ή ακόμα και μήνες για να απαντήσει σε κάτι που λέμε. Το να μην χρειάζεται να ανταποκριθούμε άμεσα στον Άλλο, διευκολύνει την άρση των αναστολών. Στην «πραγματική» ζωή, θα ήταν σαν να λέμε σε κάποιον κάτι και με έναν μαγικό τρόπο διακόπτουμε/παγώνουμε το χρόνο, πριν αυτός απαντήσει, και επιστρέφουμε στη συνομιλία όταν θα είμαστε έτοιμοι/πρόθυμοι να ακούσουμε την απάντηση. Ή και αντίστροφα. Όμως γνωρίζουμε ό,τι η άμεση, σε πραγματικό χρόνο, ανατροφοδότηση με πληροφορίες από τους άλλους, τείνει να έχει μια πολύ ισχυρή επίδραση στην ανακάλυψη του εαυτού μας. Αντίθετα εδώ οι όποιες δυνατότητες αυτοανακάλυψης μοιάζουν να αναστέλλονται ή και υποθηκεύονται. Ας σκεφτούμε απλά κάποιους ανθρώπους που ίσως και να το «βάλουν στα πόδια» μετά την αποστολή ενός μηνύματος, που μπορεί να είναι βαθιά συναισθηματικό, προσωπικό ή ίσως εχθρικό. Είναι σαν να αισθάνονται ασφαλείς αφού το μήνυμα τους έχει μείνει «εκεί πίσω και έξω». Και μπορούν να το κάνουν. Τα «λέμε αργότερα» λοιπόν.
 
4.    ΕΝΔΟΒΟΛΗ

Η απουσία ενός πλέγματος σχέσεων πρόσωπο με πρόσωπο, σε συνδυασμό με την γραπτή επικοινωνία, μπορεί να έχει μια ενδιαφέρουσα επίδραση στους ανθρώπους. Μερικές φορές μπορεί να αισθανόμαστε ότι το μυαλό μας έχει συγχωνευθεί απ’ ευθείας με το μυαλό του ανθρώπου με τον οποίο είμαστε σε διαδικτυακή σύνδεση. Ίσως σημαίνει αυτό ότι και τα όρια του δικού μας εαυτού χάνονται και διαχέονται μέσα στα όρια του άλλου. Η ανάγνωση ενός μηνύματος μπορεί να βιώνεται σαν μια φωνή μέσα στο κεφάλι μου, λες και το άλλο πρόσωπο έχει μπει με μαγικό τρόπο, έχει «ενδοβληθεί» μέσα στην ψυχή μου. Και βέβαια, και πάλι, μ’ έναν τρόπο, αυτό μπορεί να φαίνεται πολύ «ερωτικό». Φυσικά μπορεί να μην γνωρίζουμε καν τη φωνή του άλλου ανθρώπου, αλλά εμείς εκχωρούμε στον άλλο ακριβώς τη φωνή που νομίζουμε ή θέλουμε να έχει. Μπορούμε ακόμη, συνειδητά ή ασυνείδητα, να εκχωρήσουμε και μια οπτική εικόνα ανάλογη με ότι νομίζουμε/επιθυμούμε ότι είναι ή συμπεριφέρεται ο άλλος. Ο online Άλλος γίνεται έτσι ένας χαρακτήρας μέσα στον ψυχικό μας κόσμο, ένας χαρακτήρας που διαμορφώνεται εν μέρει από το πως εκείνος παρουσιάζει τον εαυτό του, αλλά και από τις δικές μας προσδοκίες, ανάγκες ή επιθυμίες. Και επειδή ο Άλλος μπορεί να μας θυμίζει στοιχεία από άλλους ανθρώπους που γνωρίζουμε πραγματικά, σπεύδουμε να συμπληρώσουμε την εικόνα του με αναμνήσεις απ’ αυτές τις πραγματικές εμπειρίες μας, σε ένα ιδιότυπο παζλ που προφανώς δεν έχει και πολύ επαφή με την «πραγματική» πραγματικότητα. Ει φίλε, ξέρεις κάτι, είναι όλα στο κεφάλι σου!
         
5. ΙΣΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΚΑΤΩ

Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο καθένας στο διαδίκτυο έχει μια ίση -με τους άλλους- ευκαιρία να δώσει φωνή στον εαυτό του, κάνοντας τον κυβερνοχώρο να μοιάζει με τον πρώτο επί γης αταξικό παράδεισο. Ο καθένας, ανεξάρτητα από την κατάσταση του, το καθεστώς –αν και όχι πάντα αυτό- τον πλούτο, τη φυλή, το φύλο κλπ, ξεκινά σχεδόν επί ίσοις όροις. Παρά το γεγονός ότι η κατάσταση καθ’ ενός στον πραγματικό κόσμο, μπορεί να έχει κάποια επίπτωση στο ρόλο του και στην κατάστασή του, στο διαδίκτυο, αυτό που συνήθως εδώ καθορίζει την επιρροή μας προς τους άλλους, είναι η ικανότητα μας στην επικοινωνία, η επιμονή μας, η ποιότητα των ιδεών μας και, βέβαια, η ιντερνετική τεχνογνωσία και τεχνολογία μας.
Μπροστά σε μια εξουσιαστική φιγούρα, οι άνθρωποι είναι συνήθως διστακτικοί να πουν αυτό που πραγματικά σκέφτονται. Ο φόβος της αποδοκιμασίας ή της ποινής αμβλύνει το πνεύμα. Αλλά σε online σύνδεση, στην οποία νοιώθουμε ως ίσοι – με την εμφάνιση της εξουσιαστικής ιεραρχίας να φαίνεται ότι ελαχιστοποιείται- είμαστε πολύ πιο πρόθυμοι να μιλήσουμε, να αγανακτήσουμε, να παρεκτραπούμε ή ακόμη και να «επαναστατήσουμε».

Αυτοί οι πέντε βασικοί παράγοντες συντελούν στη διαμόρφωση του ψηφιακού προσωπείου όλων μας, στην εκπλήρωση του κεντρικού μας κοινωνικού-συστημικού ρόλου ως χρήστες του διαδικτύου και στην ανάδυση του φαινομένου της ψηφιακής άρσης των αναστολών.

Αλλά το κυρίως ερώτημα είναι,μάλλον, άλλο: μπορεί αυτή η ψηφιακή κουλτούρα να μεταδίδεται σταδιακά και «εκεί έξω», στην απτή πραγματικότητα; Μήπως ανεπίγνωστα ακόμη, και «εκεί έξω», κυκλοφορεί πια το avatar μας, η σκιά του ελάχιστου εαυτού μας, μπολιασμένη πλέον με όλα τα χαρακτηριστικά της ψηφιακής μας περσόνας; Κι αν είναι έτσι, εμείς που έχουμε χαθεί; Πού κρυφτήκαμε και για πόσο; Και κάτι ακόμη χειρότερο: πως μπορεί να συσταθεί συλλογικότητα, κοινωνία ανθρώπων, με τα χαρακτηριστικά της «αορατότητας», της «ανωνυμίας», της «αχρονίας», της «ενδοβλημένης εαυτότητας» και της «ισότητας προς τα κάτω»; Τι είδους «κοινωνία» θα είναι αυτή;  Θα…;