Τον Μάιο του 1789 οι κάτοικοι της Καν, στη Γαλλία, καταλαβαίνουν ότι η κίνηση στρατευμάτων και τροφίμων δεν έχει στόχο να καλύψει τις ανάγκες τους ενόψει της σιτοδείας: οι δημοτικοί άρχοντες υπεξαιρούν τρόφιμα προς όφελός τους. Ενώ προτείνεται από τις αρχές να τεθεί απλώς σε διαθεσιμότητα ο υποκόμης Μπελζύνς, ένας εθνοφρουρός τού ρίχνει μια σφαίρα στο κεφάλι. Στη συνέχεια το σώμα του διασπαράσσεται από το συγκεντρωμένο πλήθος, του σπάνε τα πλευρά, το αίμα του χύνεται στον δρόμο, του ξεριζώνουν την καρδιά και την περνούν από χέρι σε χέρι, μέχρι που ένας δεκαεννιάχρονος την πετάει στον αέρα και την ξαναπιάνει και, μετά, το πλήθος παίρνει τα κομμάτια του ευγενούς και τα ψήνει στη σχάρα.

Η αστική δικαιοσύνη αντιθέτως απαιτεί την παρέμβαση ενός απρόσωπου τρίτου ανάμεσα στους δύο αντιδίκους. Η αποκατάσταση του δικαίου δεν αφήνεται στα χέρια του έξαλλου αδικημένου που θέλει να φάει τις σάρκες του εχθρού του, την αναλαμβάνει ένας ψύχραιμος δικαστής. Παρότι θα χρειαστεί να περάσουν αιώνες μέχρι να βρει πλήρη νομική έκφραση η συγκεκριμένη ιδέα, το καταγωγικό κείμενο αυτής της εξέλιξης είναι η «Ορέστεια» του Αισχύλου. Αντί για έναν ατελείωτο κύκλο εκδικήσεων και αντεκδικήσεων, που αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας η οργίλη μανία των αδικημένων, το δίκαιο το εκπροσωπεί τώρα μια ανεξάρτητη αρχή: η ποινή είναι η τελευταία λέξη της εκδίκησης. Ο δικαστής κρίνει με τη λογική, όχι με το πάθος της αντεκδίκησης, κι έτσι αποφεύγεται ο φαύλος κύκλος των αντιποίνων. Αρκεί το σώμα των δικαστών, λέει ο Αισχύλος, να μη δωροδοκείται, να είναι «κερδών άθικτον» (Ευμ. 704).

Αυτές είναι, θα μπορούσε να πει κανείς, οι δύο μορφές της δικαιοσύνης που έχουμε μπροστά μας. Η μία είναι η λυσσαλέα αντίδραση των αδικημένων, η άλλη η πίστη στην απρόσωπη δικαιοσύνη. Όπως φαντάζεται κανείς όμως, η δικαιοσύνη συχνά δεν είναι και τόσο απρόσωπη. Όπως λέει και το σοφό ΚΚΕ, τα μεγαλύτερα σκάνδαλα είναι τα νόμιμα: οι φοροαπαλλαγές των εφοπλιστών, όχι οι μίζες. Όπως συμπληρώνει ο σοφός Μπέρτολντ, τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυσή της; Το ΚΚΕ και ο Μπέρτολντ υπονοούν ότι η δικαιοσύνη όχι μόνο δεν είναι απρόσωπη, αλλά εκφράζει τα ωμά συμφέροντα ενός μέρους της κοινωνίας, παρότι έχει κάθε λόγο να ισχυρίζεται ότι εκφράζει όλη την κοινωνία.

Το 1973  στήθηκε στη Γαλλία, από μια ομάδα μαοϊκών μαζί με τον Ζ.Π. Σαρτρ, λαϊκό δικαστήριο για να δικάσει τους υπαιτίους για τον θάνατο κάποιων εργαζόμενων σε ορυχείο. Ακολούθησε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση, στην οποία ο Μ. Φουκώ υποστήριξε πως είναι εναντίον των λαϊκών δικαστηρίων διότι αναπαράγουν τις ψευδαισθήσεις της αστικής δικαιοσύνης, καθώς ο δικαστής κάθεται ψηλότερα από τους αντίδικους ακριβώς για να υποδηλωθεί ότι κρίνει από μια ουδέτερη θέση, ενός απρόσωπου τρίτου – θέλουν να επιβάλλουν δηλαδή στους εργάτες μια δήθεν καθολική ηθική της τιμιότητας, που θα τους κάνει να στραφούν ενάντια στους φτωχούς που κλέβουν για να φάνε. Απ’ αυτή την άποψη θα μπορούσαν να θεωρηθούν αυθεντικότερη έκφραση του δικαίου οι παλιές τελετουργίες της «προδικαστικής» δικαιοσύνης, όπως είναι π.χ. η περιφορά του κεφαλιού του εχθρού σε ένα παλούκι (όπως έγινε με το κεφάλι του διοικητή της Βαστίλης), ο εμπρησμός της ξυλείας και η λεηλασία των σπιτιών.

Για μένα που δεν είμαι μπρατσαράς, η πενιχρή ελπίδα μου να μην υφίσταμαι την αδικία των ισχυρών, «να βρω το δίκιο μου» που λένε, είναι να λειτουργήσει κάποιας μορφής δικαιοσύνη. Νιώθω λοιπόν εδώ και καιρό ότι όσοι έχουν στα χέρια τους τη δικαιοσύνη δεν έχουν αντιληφθεί ότι χονδρικά υπάρχουν μόνο δύο περιπτώσεις: είτε εξαγριωμένοι πολίτες θα φωνάζουν «κόψτε τους αντίχειρες των ευγενών», μαζί με τον Μαρά, είτε το δικαστικό σώμα θα ξεκουνηθεί από την ιδιοτελή χαύνωση. Έτσι κι αλλιώς το επαναστατικό δίκαιο, λέω γι’ αυτούς που το περιμένουν σύντομα, δεν συνιστά λύση διαρκείας. Εξηγούμαι: ούτε στο Βατοπέδι, ούτε στη Ζίμενς, ούτε στις Υποκλοπές, ούτε πουθενά αλλού αποδόθηκε ποτέ δικαιοσύνη. Ο κόρακας δεν βγάζει το μάτι του κοράκου, κι έτσι η οργή αυξάνεται. Τα τερτίπια της ιστορίας δύο εισαγγελέων που παραιτούνται αλλά δεν παραιτούνται, και αναφέρουν ονόματα αλλά δεν αναφέρουν ονόματα, και η υπόθεση μπαίνει στο αρχείο αλλά δεν μπαίνει στο αρχείο, και στο τέλος κάτι θα γίνει αλλά δεν θα γίνει τίποτα, είναι όλα λάδι στη φωτιά. Ο γκαζιάρης Κίμων, αχαρακτήριστος πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ που ενοχλείται όταν του απαγορεύουν να παραβιάζει το κόκκινο και αφήνεται ελεύθερος αφού έχει πατήσει αστυνομικό με τη μερσεντές του, από την ίδια αστυνομία που δέρνει και βασανίζει αθώους, είναι λάδι στη φωτιά. Ο πρωθυπουργός που ομολογεί ότι τον έπαιρνε τηλέφωνο ο διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας για να χρηματοδοτήσει τους προπαγανδιστές του, είναι λάδι στη φωτιά. Δεν το έχουν καταλάβει: είτε η δικαιοσύνη μας θα μπορέσει να απορροφήσει το αίσθημα της αδικίας και να το τιθασεύσει (αυτό θα συνέβαινε αν είχαμε δημοκρατία) είτε αργά ή γρήγορα θα ξεριζώνονται καρδιές και θα ψήνονται στη σχάρα, και το γιαούρτωμα θα μοιάζει ευγενές γαρνίρισμα.

Τον Γενάρη του 1868 στο Γαρδίκι Σπερχειάδας μια συμμορία ληστών, οι Αρβανιτάκηδες, έβαλαν τον δάσκαλο να διαλέξει τα παιδιά από τις πλουσιότερες οικογένειες, τα κράτησαν ομήρους και έγραψαν μια επιστολή που κατέληγε λέγοντας: «τα παιδιά σας τα έχουμε εδώ μαζί μας και στείλετε όσα χρήματα παραγγέλουμε εις τον καθένα για να τα πάρετε. Να μην κάνετε αλλιώς γιατί θα σας στείλουμε τα κεφάλια των παιδιών σας να τα κάνετε πατζά». Η ιστορία αυτή προτείνω να διαβαστεί μαζί με την προειδοποίηση του Έ. Χόμπσμπαουμ πως η κοινωνική ληστεία τείνει να γίνεται επιδημική σε εποχές φτώχειας και οικονομικής κρίσης. Δεν συμφωνώ με την παραπάνω τακτική λαϊκής αναδιανομής του πλούτου και δεν θα ήθελα να δω κανενός συνανθρώπου μου το κεφάλι να γίνεται «πατζάς». Πιστεύω όμως ότι αν θέλουμε να αποφύγουμε αυτή τη βάρβαρη δικαιοσύνη, θα χρειαστεί η πολιτισμένη δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της.