Του Κωνσταντίνου Πουλή

Θα αναφερθώ σε δύο θεσμούς που προωθούνται σήμερα, επί κυβερνήσεως της πρώτη-φορά-Αριστεράς. Ο πρώτος είναι η Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP). Όλο το σκεπτικό της έγκειται στη μεταφορά κρίσιμων πολιτικών αποφάσεων από το εθνικό στο υπερεθνικό επίπεδο, ώστε να μην μπορεί να υπάρξει ανατροπή των βασικών τους ρυθμίσεων σε περίπτωση που ένας λαός, πάνω σε μια στιγμή παραφροσύνης, εκλέξει κυβέρνηση που δεν είναι το πουτανάκι των ολιγαρχών. Θεσπίζεται ένα σύστημα προστασίας της εργοδοσίας που εγγυάται ότι δεν θα υπάρξουν ρυθμίσεις που εμποδίζουν την κερδοφορία της. Αν το κράτος νομοθετήσει ενάντια σε αυτές τις ρυθμίσεις, αθετεί υποχρεώσεις που η χώρα έχει αναλάβει σε επίπεδο διακρατικών συμφωνιών. Μιλάμε για ρυθμίσεις που περιλαμβάνουν τη διάλυση της δημόσιας υγείας, των εποπτικών αρχών που επιβλέπουν τις τράπεζες, την προστασία των καταναλωτών από τη μόλυνση και την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, με τα περίφημα Investor-State Dispute Settlements (ISDS), που σημαίνουν την επίλυση διαφορών χωρίς παρέμβαση των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα παράλληλο δικαστικό σύστημα, ευνοϊκό προς τις εταιρείες. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι και αν ακόμη ο Βελουχιώτης κατέβει από τα κάδρα και κατοικήσει μέσα στην ψυχή των υπουργών του ΣΥΡΙΖΑ, θα υπάρχει δεσμευτική συμφωνία που απαγορεύει την ανατροπή αυτής της πολιτικής προς όφελος των εργαζομένων. Έτσι, δεν θα ιδρώνουν τα συμπαθή γεράκια της αγοράς μήπως και εκλεγεί κανένας μουρλός που εννοεί αυτά που λέει και δεν είναι ξεπουλημένο καρεκλόσκυλο, γιατί θα υπάρχουν ασφαλιστικές δικλείδες που ξεπερνούν τα εκάστοτε πολιτικά καπρίτσια των λαών, τη λαϊκή βούληση, προς όφελος των γραβατοφορεμένων παραγωγών νομιμότητας. Όλα αυτά συμβαίνουν σε συνθήκες προκλητικής μυστικότητας (όπως μπορεί κανείς να δει εδώ), ευθέως εχθρικής προς κάθε έννοια δημοκρατικής νομιμοποίησης. Αν κάτι μαθαίνουμε, γίνεται πάλι κατά λάθος, με τις διαρροές που έγιναν γνωστές μέσω της Green Peace ως TTIPleaks. (Για μια πιο ανάλαφρη και διασκεδαστική πραγμάτευση του θέματος, ωστόσο, δείτε εδώ, εδώ και εδώ).

Ο δεύτερος είναι ο περίφημος «κόφτης». Ψηφίζεις κάτι μέτρα που δεν πρόκειται να εφαρμοστούν ποτέ, με στόχους που αποκλείεται να πιάσεις, σαν να λες ότι θα γίνει ο Πάγκαλος επικοντιστής, και το ξέρουν όλοι. Όταν αποτύχουν, θα χρειαστεί να λάβεις κι άλλα μέτρα. Κανείς λογικός άνθρωπος δεν θέλει να μπαίνει στη διαδικασία να παθαίνει κατάθλιψη προκειμένου να περάσει όλη αυτή την ψυχική δοκιμασία στη Βουλή. Την καταργείς λοιπόν και την προσπερνάς. Θεσπίζεται μια διαδικασία αυτόματη, που θα εγγυάται ότι τα μέτρα δεν εξαρτώνται από τα κέφια του κάθε περίεργου.

Ένας τρόπος για να αξιολογήσει κανείς τι ακριβώς είναι ο κόφτης, είναι να δει τι έλεγαν όταν ήταν στην αντιπολίτευση οι ίδιοι άνθρωποι που σήμερα τον αποδέχονται με το επιχείρημα ότι «υπάρχει ήδη». (Το ερώτημα είναι βεβαίως πώς συμβιβάζεται το επιχείρημα «Μα υπάρχει ήδη» με το «Ξεμπερδεύουμε με το παλιό»; Αν είναι αποστομωτικό επιχείρημα ότι κάνουν κάτι επειδή το έκαναν ήδη οι προηγούμενοι, τότε ποια η διαφορά; Το δούλεμα πάει σύννεφο… Η διαστρέβλωση της πραγματικότητας είναι το αναγκαίο συνοδευτικό της άσκησης επαχθούς πολιτικής.)

Ο Θοδωρής Δρίτσας έλεγε ότι για κάτι τόσο σημαντικό θα έπρεπε να γίνει δημοψήφισμα, αλλά όλοι καταλαβαίνουν πια ότι οι λέξεις αλλάζουν σημασία. Το δημοψήφισμα ήταν μια σημαντική διαδικασία δημοκρατικής νομιμοποίησης μιας απόφασης, με την άμεση προσφυγή στην λαϊκή ετυμηγορία. Τώρα το λες και γελάει ο κόσμος. Πικρά.

Ο Δημήτρης Παπαδημούλης έλεγε πως  «οι προδιαγραφές αυτού του μηχανισμού αποτελούν δέσμευση και της Ελλάδας και της Ευρώπης στις προδιαγραφές μιας νεοφιλελεύθερης γερμανικής Ευρώπης που δεσμεύει τη χώρα μας στο υφεσιακό σπιράλ του θανάτου».  

Σε κείμενο του 2012 αναφέρεται ότι:

Σύμφωνα με τη ΣΣΣΔ, οι κανόνες που θα διέπουν τους διορθωτικούς μηχανισμούς πρέπει να εισαχθούν στο εθνικό δίκαιο «μέσω διατάξεων δεσμευτικού και μόνιμου χαρακτήρα, κατά προτίμηση συνταγματικού, ή άλλως διατάξεων των οποίων η πλήρης τήρηση και εκπλήρωση κατοχυρώνονται μέσω των διαδικασιών που διέπουν τον εθνικό προϋπολογισμό». Κατά συνέπεια, το νομικό καθεστώς των διορθωτικών μηχανισμών πρέπει να είναι τέτοιο ώστε οι διατάξεις τους να μην μπορούν να τροποποιηθούν με τη συνήθη δημοσιονομική νομοθεσία.

Είπαμε, λίγο που δεν κάνουν τζόγκινγκ, λίγο που δεν σπουδάζουν σε κανονικά πανεπιστήμια, οι πολίτες είναι ικανοί να σου καταστρέψουν την καλύτερη δημοσιονομική πολιτική με τις αποφάσεις τους, αν έχεις δημοκρατία.

Ο Μόζες Φίνλεϋ ήταν ένας σημαντικός Άγγλος ιστορικός που αποφάσισε να γράψει για την αρχαία δημοκρατία υπό το πρίσμα σύγχρονων προβληματισμών. Έγραψε ένα εξαιρετικό βιβλίο (με τίτλο «Αρχαία και σύγχρονη δημοκρατία», εκδ. Ευρύαλος) που έθετε ως στόχο να απαντήσει στη θεωρία των ελίτ, για το τζόγκινγκ κλπ. Το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου ξεκινά λοιπόν με την περίφημη φράση «Ό,τι είναι καλό για την πατρίδα είναι καλό και για τη Τζένεραλ Μότορς, και αντιστρόφως». Παρά την ευλογοφάνεια του αποφθέγματος, που εννοεί ότι το κλείσιμο της εταιρείας θα έφερνε ανεργία, οι αντιρρήσεις είναι μάλλον κραυγαλέες: η μόλυνση του περιβάλλοντος δεν ευνοεί την πατρίδα, ευνοεί την Τζένεραλ Μότορς. Το ίδιο και τα χαμηλά μεροκάματα. Το ίδιο και η πολιτική λιτότητας, σήμερα. Δεν ευνοεί τους πολίτες, και γι’ αυτό οι πολίτες αποκλείονται από αυτές τις συζητήσεις. Γι’ αυτό στις συναντήσεις συμμετέχουν μόνο οι εγκληματίες του λευκού κολάρου, που αποφασίζουν διάλυση του συστήματος υγείας καπνίζοντας πούρο. (Δεν ξέρω αν καπνίζουν πούρο, αλλά το θεωρώ πολύ πιθανό, και για να είμαι ειλικρινής το εύχομαι κιόλας, γιατί είναι πολύ ανθυγιεινό). Η ειρωνεία είναι ότι το κράτος ξελάσπωσε την πτωχευμένη Τζένεραλ Μότορς με περίπου 11 δισ. δολάρια, το 2013.

Θέλω να πω ότι σε αυτόν τον ψεύτη ντουνιά δεν έχουμε όλοι τα ίδια συμφέροντα. Όταν λοιπόν κάποιος αποφασίζει με κλειστές πόρτες για την τύχη άλλων, είναι εύλογο και αναμενόμενο ότι θα τους γδάρει ζωντανούς, γιατί μπορεί. Παρ’ όλη τη δυσφήμιση της δημοκρατίας, που επιχειρείται με το να συνδεθεί αποκλειστικά με τον λαϊκισμό και τις πελατειακές σχέσεις, η δημοκρατία διατηρεί ένα σημαντικό πλεονέκτημα: οι ενδιαφερόμενοι έχουν λόγο για αυτά που θα τους συμβούν (ή θα τους «επισυμβούν», που θα έλεγε και ο Τσίπρας).

Στο σημείο αυτό σταματά η ανάλυση και ξεκινούν τα ευχολόγια. «Να πάρει λοιπόν ο λαός την τύχη του στα χέρια του» και άλλα ηχηρά παρόμοια, που ακούγονται όπως τα συνθήματα της Λαϊκής Ενότητας, που έβγαλε αφίσα ενάντια στο ασφαλιστικό με σύνθημα «Δεν θα περάσει» και τελικά πέρασε. Νά λοιπόν ένα τραγικό (με την αρχική σημασία της λέξης) συμπέρασμα: ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε. Οι συνθήκες συντρίβουν αυτή τη στάση και εμείς αναρωτιόμαστε αν έχουμε το ανάστημα να υπερασπιστούμε αυτό που ξέρουμε ότι πρέπει να κάνουμε. Ως τότε, η δημοκρατία θα είναι κενό γράμμα και οι κρίσιμες αποφάσεις θα λαμβάνονται εκτός πολιτικής, εκεί με τα πούρα. Η διάψευση όλων αυτών είναι ευπρόσδεκτη, αλλά αυτή τη στιγμή ομολογώ ότι δεν μπορώ να τη διακρίνω, ιδίως στη χώρα μας.