Του Γεράσιμου Λιβιτσάνου

Το προσκήνιο της πολιτικής επικαιρότητας έχει μεταβληθεί σε μία επικοινωνιακή αρένα, όπου η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και η Νέα Δημοκρατία, προσπαθούν να επιβάλλουν την δική τους θεματολογία. Τα στοιχεία δηλαδή τα οποία εκτιμούν ότι θα τους αποδώσουν μεγαλύτερη πολιτική απήχηση και θα αναδείξουν επί μέρους διαφορές. Ακριβώς γιατί στο περιθώριο ή στο παρασκήνιο «τρέχουν» τα επίδικα της περίφημης συμφωνίας της 12ης Ιουλίου, την οποία έχουν ψηφίσει και εγγυηθεί την εφαρμογή της αμφότεροι.

Η κυβέρνηση

Η κυβέρνηση δείχνει να επιβεβαιώνει τις εκτιμήσεις του γ.γ της Κ.Ε του ΚΚΕ, Δημήτρη Κουτσούμπα περί επιδίωξης μίας «εντυπωσιακής» αλλαγής σε θεσμικά ζητήματα αφού στο πεδίο της οικονομίας τα αντίστοιχα περιθώρια είναι σχεδόν ανύπαρκτα. Έτσι αναζητεί εναγωνίως και με κάθε είδους «νομική» διευκόλυνση τους περίφημους 200 ψήφους που θα επιτρέψουν την ισχύ του νέου εκλογικού  νόμου από την επόμενη αναμέτρηση στις κάλπες. Όποτε αυτή γίνει. Για τον λόγο αυτό φαίνεται ότι «ξεπεράστηκαν» αντιρρήσεις στο εσωτερικό της όπως αυτή του υπουργού Εσωτερικών Παναγιώτη Κουρουμπλή περί «ακυβερνησίας» και προτείνεται η κατάργηση του «μπόνους» των 50 εδρών καθώς και η ψήφος στα 17 έτη.

Η τελική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ δεν συνιστά βέβαια, ούτε απλή ούτε άδολη αναλογική αφού διατηρεί το πλαφόν του 3%. Δηλαδή μειώνει την αξία της ψήφου για ένα μεγάλο ποσοστό  των πολιτών που στις 3 τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις κυμάνθηκε από το 6,4 έως το 19%. Πολιτών που επέλεξαν κόμματα τα οποία δεν συγκέντρωσαν το συγκεκριμένο ποσοστό και αντιστοιχούν σε μεγέθη από 19 έως 57 έδρες στην Βουλή. Η επισήμανση του κινδύνου της εισόδου στην Βουλή «προσωποκεντρικών κομμάτων» δεν αντέχει σε κριτική από την στιγμή που στην Βουλή βρίσκονται κόμματα όπως το Ποτάμι ή η ‘Ένωση Κεντρώων, ενώ τα δύο μεγαλύτερα κόμματα έχουν σαφέστατα και εμφανώς «προεδροκεντρικό» χαρακτήρα.

Αντίστοιχες είναι οι προθέσεις και για την συνταγματική αναθεώρηση, όπου φημολογείται πώς θα περιλαμβάνονται και αλλαγές σχετικά με τις μεγάλες εκλογικές περιφέρειες. Η πρόταση της κυβέρνησης αναμένεται να παρουσιαστεί στις 24 Ιουλίου, όπου θα διαφανεί το εύρος των άρθρων του συντάγματος που θα κριθούν αναθεωρητέα.

Βέβαια το ισχυρό επικοινωνιακό χαρτί της κυβέρνησης δεν είναι άλλο από το θέμα των Μέσων Ενημέρωσης και της διαπλοκής. Στην κατεύθυνση αυτή αξιοποιείται τόσο η αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών που θα ολοκληρωθεί στο τέλος Αυγούστου αλλά κυρίως η Εξεταστική Επιτροπή για τα δάνεια σε κόμματα και ΜΜΕ όπου τα στοιχεία για τα τραπεζικά θαλασσοδάνεια σε Ν.Δ-ΠΑΣΟΚ και τους μιντιακούς  ομίλους  πέφτουν «βροχή». Μόνο που η προσοχή εστιάζεται στα δάνεια που δόθηκαν από το 2008 έως και το 2012. ‘Όχι στα δάνεια που δίνονται από το 2013 και μετά οπότε το …μαχαίρι και το πεπόνι κατέχουν οι τοποτηρητές της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαμορφώνοντας τους συσχετισμούς που επιθυμούν στην πολιτική τον επιχειρηματικό χώρο και τα media. Η ίδια κατάσταση δηλαδή που επικρατεί και σήμερα αφού δεν έχει αλλάξει και δεν πρόκειται να αλλάξει το συγκεκριμένο καθεστώς ευρώ-ελέγχου.
Όσον αφορά το θέμα της αδειοδότησης των καναλιών, ας μην ξεχνά κανείς πώς …πάλι σε μεγαλοεπιχειρηματίες θα καταλήξουν. Επίσης ο σχετικός νόμος (παρά τις περί του αντιθέτου απόψεις της αξ.αντιπολίτευσης) είναι πλήρως εναρμονισμένος με την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Για τον λόγο αυτό ισχύουν σειρά εξαιρέσεις από την υποχρέωση ονομαστικοποίησης των μετόχων των καναλιών (εταιρίες με έδρα σε κράτη-μέλη με «ειδικά» φορολογικά καθεστώτα, εισηγμένες στα χρηματιστήρια κ.λ.π).


Η Νέα Δημοκρατία

Σε αντιστάθμισμα όλων των παραπάνω η Νέα Δημοκρατία προσπαθεί να προωθήσει την δική της ερμηνεία των φαινομένων. Παρότι αναφέρεται συνεχώς στα «φορολογικά βάρη» και στην καθημερινότητα του πολίτη, μόνον αυτά ΔΕΝ είναι τα θέματα που επιχειρεί να φέρει στο προσκήνιο.

Αντιθέτως στην εξεταστική για τα θαλασσοδάνεια «παρατάσσει» την δική της πρόταση για μία εξεταστική που θα ελέγξει τα όσα έγιναν το καλοκαίρι του 2015. Φυσικά δεν ασχολείται με τη κατάφωρη προπαγάνδα και τους εκβιασμούς πριν το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Προάγει τα αστυνομικού και συνομωσιολογικού χαρακτήρα σενάρια περί «plan X» επιχειρώντας στο πρόσωπο του τότε υπουργού Οικονομίας Γιάννη Βαρουφάκη να ποινικοποιήσει ακόμη και την όποια …φευγαλέα σκέψη υπήρξε στο «μυαλό» της κοινωνίας,  για μία οικονομική πολιτική διαφορετική από τα όσα διέταζαν οι Βρυξέλλες.

Εξοφλώντας προφανώς και γραμμάτια του παρελθόντος, η Νέα Δημοκρατία σε αγαστή συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ και ιδίως με τον Ευάγγελο Βενιζέλο προσπαθούν να φέρουν στην ημερήσια διάταξη και το θέμα της δικαιοσύνης. Η υπόθεση του επιχειρηματία Ανδρέα Βγενόπουλου είναι αυτή που έχει επιλεγεί και έτσι μέσω των αόριστων και μη αποδείξιμων καταθέσεων της εισαγγελέως Γ.Τσατάνη επιχειρείται να δοθεί η εικόνα ενός απολυταρχικού κράτους ενώ στην πραγματικότητα επιχειρείται να «ξεπλυθούν» συγκεκριμένες επιχειρηματικές δραστηριότητες.

Όλα αυτά την ίδια στιγμή που στα ζητήματα του προσφυγικού η Νέα Δημοκρατία, φλερτάρει ξεκάθαρα με τα ξενοφοβικά χαρακτηριστικά του πολιτικού ακροατηρίου της Χρυσής Αυγής. Δεν έχει απλά δημιουργήσει μία «βιομηχανία» πολιτικών παρεμβάσεων και κοινοβουλευτικών ερωτήσεων πιέζοντας για «μέτρα ασφάλειας» και πλήρη στρατιωτικοποίηση των δομών. Χρησιμοποιεί το θέμα αυτό ως αφετηρία για να προβάλλει ένα ευρύτερο πολιτικό ζητούμενο, αυτό της εναρμόνισης με το καθεστώς «αντιτρομοκρατικής» υστερίας που κυριαρχεί στα κράτη της δυτικής Ευρώπης. ‘Άλλωστε ξεκάθαρα σε σχετικά πρόσφατη ομιλία του στην Βουλή, ο Κυριάκος Μητσοτάκης απαίτησε την περιστολή των δημοκρατικών δικαιωμάτων και την δημιουργία ενός κράτους-χωροφύλακα.


Η πραγματικότητα

Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν την ίδια στιγμή που οι πρόσφατα ψηφισμένοι νόμοι για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση μειώνουν συνεχώς και δραστικά τις συντάξεις. Όταν ο περίφημος «Κόφτης», ξεκάθαρα διατυπώνεται στο «Τεχνικό Μνημόνιο», είναι έτοιμος να τις συρρικνώσει κι άλλο μαζί με τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων. Οι ιδιωτικοποιήσεις προχωρούν …ακάθεκτες και όπως απέδειξε η ιστορία της Cosco χωρίς να τηρούνται καν τα προσχήματα.

Στο βάθος το νέο νομοσχέδιο για τις εργασιακές σχέσεις. Αργά και βασανιστικά, έως τις 17 Μαρτίου του 2017 οπότε θα κατατεθεί η λεγόμενη «κωδικοποίηση» της εργατικής νομοθεσίας στην Βουλή, θα αλλάξουν βασικά και θεμελιώδη δεδομένα των τελευταίων δεκαετιών. Ο Γ.Κατρούγκαλος καλεί σε «εθνικές θέσεις» για την υπεράσπιση του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους. Μια πρόταση σε πλήρη αντίθεση με τις μνημονιακές δεσμεύσεις που ορίζουν την   κατάργηση του ισχύοντα νόμου 1264/82 και την απεμπόληση του δικαιώματος της κυβέρνησης να εφαρμόσει το στοιχειώδες των συλλογικών συμβάσεων εργασίας , ή να αλλάξει οποιοδήποτε δεδομένο σε σχέση με τον κατώτερο μισθό που νομοθέτησε η κυβέρνηση Παπαδήμου. Η νέα εργατική νομοθεσία μπορεί να υπάρξει μόνον με την έγκριση των «θεσμών» και όλοι γνωρίζουμε τι σημαίνει αυτό.

Στο προσφυγικό ο αρμόδιος ευρωπαίος επίτροπος Νίλς Μούζινιεκς μίλησε για «καθυστερήσεις που παρατηρούνται στο σύστημα απονομής ασύλου τονίζοντας την ανάγκη μεγάλων αλλαγών στον τομέα αυτόν» απαιτώντας μαζικές επιστροφές προσφύγων στην …ασφαλή αγκαλιά της Τουρκίας. Την ίδια στιγμή που το ΝΑΤΟ συνεχίζει να περιοδεύει στα ελληνικά σύνορα.

Εν ολίγοις ενώ κυριαρχούν τα «θεσμικά» η «συνομωσιολογικά» παραμύθια, η μνημονιακή προσαρμογή συνεχίζεται χωρίς σταματημό και με θύματα τις ζωές των ανθρώπων.  Καλό θα είναι όμως κανείς να μην αποκοιμηθεί από τα παραμύθια αυτά. Γιατί μάλλον θα ξυπνήσει απότομα και δεν θα ξέρει τι του γίνεται…