του Μάνου Μανουσάκη
πρώην ΓΓ Υπουργείου Οικονομιας

Τώρα συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Οι αριθμοί, στο ασφυκτικό πλαίσιο λιτότητας που θέτει το λεγόμενο πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης, συνιστούσαν την επιβολή προστίμων, κάτι που ήταν γνωστό ήδη πριν τις ισπανικές εκλογές του Ιουνίου και το δημοψήφισμα της Μεγάλης Βρετανίας. Το Brexit και η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης στην Ισπανία έθεσαν την επιβολή προστίμου, και άρα το ίδιο το πρόγραμμα σε αμφισβήτηση.

Παρά τις αρχικές συζητήσεις, η πρώτη απόφαση του Ecofin της 12ης Ιουλίου έθεσε σε εφαρμογή τη διαδικασία επιλογής προστίμου, προεικονιζοντας την πολιτική νίκη των “σκληρών”, των πολιτικών δυνάμεων που έχουν βασίσει όλη την επιχειρηματολογία τους στο λεγόμενο moral hazard, στο επιχείρημα δηλαδή που λέει ότι αν δεν τιμωρηθούν οι χώρες που “παραβιάζουν τους κανόνες” θα ακολουθήσουν και άλλες το παράδειγμα τους. Βέβαια οι “σκληροί” τείνουν να ξεχνούν ότι οι κανόνες αφορούν και υπερβολικό πλεόνασμα, και ότι η Γερμανία τους έχει επίσης παραβεί, αλλά αυτό ειναι δευτερεύουσα έκφανση του συσχετισμού δυνάμεων.

Παρά την αρχική απόφαση, η Commission εισηγήθηκε να ακυρωθεί η επιβολή προστίμου στις 27 Ιουλίου, χωρίς κανένα “τεχνικό” επιχείρημα. Η ανακοίνωση της απόφασης εκείνης αναφέρει ότι ελήφθη “λαμβάνοντας υπόψη τη γενικότερη οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση”. Οι ημερομηνίες έχουν σημασία, καθώς στο ενδιάμεσο είχε ήδη εκδηλωθεί η τραπεζική κρίση στην Ιταλία και το πραξικόπημα στην Τουρκία με αποτέλεσμα την υπονόμευση της διαβόητης συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας για τη διαχείρηση των προσφυγικών ροών.

Στις 9 Αυγούστου το Ecofin έκανε δεκτή την εισήγηση της Commission, ενώ τυπικά δεν είχε την υποχρέωση να το κάνει, και ακύρωσε την επιβολή προστίμων. Αυτή ειναι η πρώτη αναγκαστική επιβράδυνση του οδοστρωτήρα της λιτότητας.

Η επιβράδυνση αυτή, όπως φροντίζει να επισημάνει η ανακοίνωση της 9ης Αυγούστου πρέπει να θεωρείται συγκυριακή. Ισπανία και Πορτογαλία αναγκάζονται να υποσχεθούν ότι θα πετύχουν τους στόχους του προγράμματος ως το 2018 και 2016 αντίστοιχα.

Το Ecofin όμως, ακριβώς στο σημείο που θριαμβολογεί για την αποδοχή του προγράμματος και των στόχων του απο όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, και επισημαίνει ότι δεν αλλάζει στην ουσία τίποτα, αναγκάζεται για πρώτη φορά να παραδεχτεί δημόσια ότι το πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης ειναι αποτυχημένο ως προς τους διακηρυγμένους στόχους του.

Η ακριβής διατύπωση της ανακοίνωσης λέει ότι η Commission εισηγήθηκε την ακύρωση των προστίμων επειδή αναγνωρίζει τις προσπάθειες των κρατών να επιβάλουν τις μεταρρυθμίσεις που απαιτεί το πρόγραμμα (ώστε να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι) και τις δεσμεύσεις των κρατών για ανάλογες προσπάθειες στο μέλλον. Συνεπώς ένας σημαντικός θεσμός της ΕΕ παραδέχεται, δημόσια και αναγκαστικά, ότι το πρόγραμμα που επιβάλλει δημοσιονομική λιτότητα παρά την εξελισσόμενη κρίση δεν ειναι εφικτό να πετύχει τους διακηρυγμένους στόχους του ακόμη και αν τα κράτη που το εφαρμόζουν ειναι πολιτικά πλήρως ευθυγραμμισμένα με το πρόγραμμα, όπως άλλωστε ήταν η Ισπανία και η Πορτογαλία το διάστημα υπό εξέταση.

Αυτή η δημόσια παραδοχή της πολιτικής ηγεσίας της ΕΕ, αποτελεί μια τομή σε σχέση με το παρελθόν που δείχνει τον κλυδωνισμό του αρραγούς μετώπου της λιτότητας. Ταυτόχρονα αποτελεί και μια  σημαντική ευκαιρία για την ελληνική κυβέρνηση στη διαπραγμάτευση της δεύτερης αξιολόγησης που έρχεται σύντομα. Ο ηθικός κίνδυνος αυτή τη φορά λειτουργεί αντίστροφα. Πώς ειναι δυνατόν να απαιτείται απο την ελληνική κυβέρνηση να εφαρμόσει μια δρακόντεια συμφωνία η οποία εντάσσεται σε ένα πρόγραμμα του οποίου ο πιο βασικός πυλώνας, δηλαδή, η επιβολή δημοσιονομικής λιτότητας αποτυγχανει ακόμη και σε χώρες με μικρότερα προβλήματα βιωσιμότητας δημοσίου χρέους;

Η ελληνική κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα πλέον να βασιστεί σε μια δεδομένη απόφαση και να διεκδικήσει η αξιολόγηση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων να γίνει με πνεύμα αντίστοιχο με αυτο που αξιολογήθηκαν οι χώρες της Ιβηρικής. Δηλαδή, η οποια αποτυχία των στόχων για το δημοσιονομικό πλεόνασμα πρέπει να θεωρείται αποτυχία της εφαρμοζόμενης συμφωνίας. Η κυβέρνηση νομιμοποιείται πλέον απο το Ecofin να διεκδικεί την αποσυσχέτιση της χρηματοδότησης του ελληνικού δημοσίου και κατ´επέκταση  της ελληνικής οικονομιας από τους έτσι κι αλλιώς ανέφικτους δημοσιονομικούς στόχους.