του Ιάσονα Τριανταφυλλίδη

Ξεχνάνε όλοι αυτοί, πως τα χρόνια μπορεί να περνούν, αλλά σ’ αυτά τα χρόνια αλλάζει συνήθως ο κώδικας της υποκριτικής, ενδεχομένως και ο τρόπος της σκηνοθετικής ματιάς, αλλά τα έργα μένουν ίδια, όπως τα έχει γράψει κάποιος, μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, και το αν συνεχίζουν να ανεβαίνουν στη σκηνή ή όχι, αποδεικνύει τη διαχρονική αξία τους ή ότι είναι παρωχημένα πλέον. Το ελληνικό θέατρο βέβαια, όπως μου είχε πει κάποια στιγμή κάποιος σπουδαίος έλληνας ηθοποιός, ο Δημήτρης Καταλειφός, πάσχει από «σκηνοθετίτιδα».
 
Διάφοροι που παριστάνουν τους σκηνοθέτες, αλλά δεν έχουν ιδέα από θέατρο, ούτε από σκηνοθεσία, ασελγούν πάνω σε θεατρικά έργα, δηλώνοντας την σκηνοθετική τους ματιά, πιο σημαντική από το έργο και το συγγραφέα, που κλήθηκαν να υπηρετήσουν.
 
Θυμάμαι ένα πολύ σπουδαίο έλληνα θεατράνθρωπο, τον Λευτέρη Βογιατζή, που όταν του είχα πει, πως η σκηνοθετική δουλειά του, σε μία παράσταση, που είχε ανεβάσει ήταν πιο σημαντική και από το έργο που ανέβασε, μου απάντησε: «τότε κύριε Τριανταφυλλίδη, είμαι κακός σκηνοθέτης, διότι αν ο σκηνοθέτης βγει μπροστά απ’ το συγγραφέα, αυτό σημαίνει, ότι δεν κάνει καλά τη δουλειά του».
 
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, έχουμε φτάσει στο σημείο, όλο το ελληνικό θέατρο να έχει μεταμορφωθεί, σε «πρωτοποριακά» και «πειραματικά» θεατράκια όπου άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο πετυχημένα ή αποτυχημένα, προσπαθεί να αποδείξει, πόσο σπουδαίος είναι, όχι γράφοντας απ’ την αρχή ένα έργο, ακόμα και χρησιμοποιώντας έναν παλιό γνωστό μύθο, αλλά συνήθως ασελγώντας σε γνωστά θεατρικά έργα και συγγραφείς.
 
Και βέβαια όταν αυτό συμβαίνει, κυρίως στο Εθνικό Θέατρο της Ελλάδος, γιατί να μη γίνει και οπουδήποτε αλλού; Ο κύριος Στάθης Λιβαθινός, ανεξέλεγκτος και παντοδύναμος, όχι μόνο ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού, αλλά και μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ γενικά, και σίγουρα απέναντι στον υποτιθέμενο πολιτικό του προϊστάμενο Υπουργό Πολιτισμού κύριο Μπαλτά, κάνει πραγματικά ότι του κατέβει, όπως τούρθει, χωρίς καν τη στοιχειώδη προσοχή, που θα είχε οποιοσδήποτε διευθυντής γι’ αυτά που συμβαίνουν στο τμήμα  του. Η παντοδυναμία του κυρίου Λιβαθινού, και προφανώς της οικογενείας του, όπως λένε οι κακές γλώσσες, μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να είναι πολύ μεγάλη, γιατί ο πνευματικός κόσμος που στηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ, που και μεγάλος είναι σε αριθμό, και σημαντικός σε ποιότητα, είναι έξαλλος, μ’ αυτή την παντοδυναμία. Τελικά του κυρίου Μπαλτά, και τα καλά που μπορείς να του πιστώσεις, μάλλον τυχαία τα έκανε, και επιβεβλημένα ήταν.

Μετά το τεράστιο σκάνδαλο του χειμώνα, όπου ο κύριος Λιβαθινός ανέβασε έργο στο Εθνικό Θέατρο, όπου δεν το είχε διαβάσει πριν, και το έργο περιείχε κείμενο γνωστού έλληνα φυλακισμένου τρομοκράτη, και δεν είχε καν επίσης τη λεβεντιά, να υπερασπιστεί τους συνεργάτες και τις επιλογές του, παρά το κατέβασε τρεις μέρες πριν τελειώσουν οι παραστάσεις του…
 
Μετά την απίστευτη δήλωση για διευθυντή Εθνικού Θεάτρου παγκοσμίως, πως δε θα προδώσει τα όνειρά του για να μπει στο θέατρο το πόπολο, όπως ονόμασε τον ελληνικό λαό, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου κύριος Λιβαθινός…
 
Μετά την απίστευτη «Λυσιστράτη» του κυρίου Μαρμαρινού – δεν την είδα –  αλλά αυτά που άκουσα από τους θεατές της και αυτά που διάβασα από τις συνεντεύξεις του κυρίου Μαρμαρινού, μου είναι αρκετά…
 
Μετά από όλα αυτά, και με την πλήρη ανοχή του υπουργού πολιτισμού, ετοιμάστηκε να ανεβάσει τη «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου, σε «διασκευή» όπως έμαθα, και σκηνοθεσία του κυρίου Οικονομίδη, σκηνοθέτη του σινεμά, με τρεις όχι και ιδιαίτερα πετυχημένες ταινίες στο ενεργητικό του, και με σαφέστατη ειδίκευση στην χωρίς κανένα λόγο βωμολοχία. Ευτυχώς τον Ξενόπουλο, τον έσωσε το γεγονός, πως έχουν περάσει μόνο εξηνταπέντε χρόνια, από το θάνατό του, και υπάρχουν κληρονόμοι, που πρέπει κανείς να ζητήσει την άδειά τους. Ο διευθυντής του Εθνικού κύριος Λιβαθινός, δεν το είχε καν υπόψη του αυτό, νομίζω πως ούτε καν τον ενδιέφερε κάτι τέτοιο, και μόνο όταν επενέβη η εταιρεία ελλήνων θεατρικών συγγραφέων, και του είπε πως τα δικαιώματα της «Στέλλας Βιολάντη» τα έχει πάρει άλλος σκηνοθέτης, το χειμώνα που έρχεται, έκανε απ’ ότι έμαθα, σαν ν’ ακούει για πρώτη φορά τη λέξη «δικαιώματα», θεατρικό έργο, συγγραφείς κλπ. κλπ. Οπότε, η κατά Εθνικό «Στέλλα Βιολάντη», προφανώς ματαιώνεται, εκτός βέβαια, και αν σε μια ακόμη επίδειξη παντοδυναμίας του, ο κύριος Λιβαθινός, την ανεβάσει με το έτσι θέλω. Έτσι κι αλλιώς βέβαια, τα έργα που ανεβαίνουν πια στο Εθνικό, αλλά και στην Επίδαυρο, κάθε άλλο, παρά μοιάζουν με αυτά που έγραψαν οι συγγραφείς τους. Όταν η Ορέστια του Αισχύλου, το μεγαλύτερο ίσως μνημείο της θεατρικής τέχνης όλων των εποχών, κόβεται και από εφτά περίπου γίνεται δυόμιση ώρες, για να μπορέσει ο κύριος Χουβαρδάς και ο θίασός του να κάνουν περιοδεία, τότε, για ποια σοβαρότητα μιλάμε; Όταν ο κύριος Χουβαρδάς δηλώνει σε συνέντευξη, πως τα περισσότερα χωρικά της Ορέστιας είναι για κάτι μυθολογικά περίπου άχρηστα και πως οι καιροί έχουν αλλάξει, και μέχρι να φτάσει κάποιος στο φινάλε θα έχει ξεχάσει την αρχή του έργου (!), τι περιμένεις; Τουλάχιστον ο κύριος Χουβαρδάς, ο οποίος κατάφερε το ακατόρθωτο, να καταστρέψει το χειμώνα που μας πέρασε, την «όπερα της πεντάρας», που θέλει ταλέντο για να το καταφέρεις αυτό, δουλεύει για ένα παραγωγό, όχι για το Εθνικό Θέατρο. Ο κύριος Μαρμαρινός, που δουλεύει για το Εθνικό, δήλωσε πως ο Αριστοφάνης δεν είναι κωμικός, αλλά ποιητικός. Και βέβαια  ο Αριστοφάνης και ποιητικός είναι, και κωμικός είναι, αλλά εσύ που τον βρίσκεις μόνο ποιητικό, γιατί ξεφτιλίζεις τον πρωταγωνιστή σου με έναν τεράστιο φαλό, να ανεβοκατεβαίνει τα σκαλιά του Συντάγματος; Ποιο Εθνικό θα μου πεις; Έλα ντε… Όλα αυτά μου θυμίζουν κάτι άσχετους, που παριστάνουν τους ζωγράφους, και που νομίζουν, πως όποιος μουτζουρώνει ένα καβαλέτο, γίνεται μοντέρνος ζωγράφος, γιατί φαντάζονται πως η μοντέρνα ζωγραφική είναι μία μουτζούρα…