του Θάνου Καμήλαλη

Ακόμα και εάν αποφευχθεί «σήμερα», η εμπειρία λέει ότι θα ξαναέρθει «αύριο» ως απαίτηση. Κάτι που θέτει άλλα, πιο εκτενή ερωτήματα: Ποιος αποδέχεται τον «κανιβαλισμό» της δημόσιας περιουσίας, τι κερδίζουμε τελικά στη διαπραγμάτευση και επίσης, τι αξία έχει να διαφωνείς, αλλά να ψηφίζεις;

Αξίζει να εξετάσει κανείς μία προς μία τις τελευταίες παρεμβάσεις του νυν υπουργού Εσωτερικών και πρώην υπουργού Ενέργειας, σχετικά με την επιχειρούμενη ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ. Όπως επίσης και την αντιστοιχία τους (ή την αναντιστοιχία) με τις πράξεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.

Στο άρθρο του στην «Εφημερίδα των Συντακτών», που δημοσιεύτηκε τη Δευτέρα, ο κ.Σκουρλέτης αναρωτιέται:

Γιατί λοιπόν σήμερα οι θεσμοί αγνοούν ό,τι είχε προηγουμένως, μέχρι και την πρώτη αξιολόγηση, συμφωνηθεί; Γιατί θέτουν ζητήματα έξω από τα όρια της συμφωνίας, επαναφέροντας σενάρια για πώληση του 40% των μονάδων της ΔΕΗ;

Εδώ ο υπουργός Εσωτερικών κινείται κάπου ανάμεσα στη «μισή αλήθεια» και το ψέμα. Όντως με την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του τρίτου Μνημονίου, κυβέρνηση και δανειστές συμφώνησαν στη λύση των «δημοπρασίων ποσοτήτων ρεύματος (ΝΟΜΕ)». Ωστόσο η απαίτηση της πώλησης του 40% της ΔΕΗ δεν ήρθε από το πουθενά. Στο «επικαιροποιημένο» Μνημόνιο (ή «Μνημόνιο 3,5» όπως το ονομάσαμε στο TPP όταν το διαρρεύσαμε τον Απρίλιο) που συνομολόγησαν κυβέρνηση και δανειστές την άνοιξη του 2016, αναφέρονται δύο ενδεχόμενα για την ιδιωτικοποίηση του ρεύματος. Το δεύτερο είναι πράγματι αυτό που επιλέχθηκε από την κυβέρνηση εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, δηλαδή οι δημοπρασίες ΝΟΜΕ. Το πρώτο όμως σενάριο για τη ΔΕΗ, αναφέρει συγκεκριμένα ότι η ελληνική κυβέρνηση:

θα μεταφέρει στο ΤΑΙΠΕΔ το υπόλοιπο 34% της ΔΕΗ που ανήκει στο κράτος, και θα ξεκινήσει τη διαδικασία που θα οδηγήσει στην πώληση σε έναν ή περισσότερους ιδιώτες επενδυτές τουλάχιστον 40% των ενεργών εργοστασίων παραγωγής ενέργειας της ΔΕΗ , συμπεριλαμβανομένων των περιουσιακών στοιχείων που προσδιορίζονται στον ισχύοντα νόμο

Επομένως, η πώληση του 40% της ΔΕΗ δεν είναι «έξω από τα όρια της συμφωνίας» όπως υποστηρίζει ο κ.Σκουρλέτης. Αναγράφεται πολύ συγκεκριμένα ως σενάριο στο επικαιροποιημένο Μνημόνιο που αποδέχτηκε η ελληνική κυβέρνηση τον Μάιο του 2016. Αυτό που άλλαξε στο μεσοδιάστημα, είναι απλά ότι οι δανειστές έκριναν ότι το άλλο σενάριο που είχε συμφωνηθεί δεν τους καλύπτει και τώρα (όπως συνηθίζουν) επιλέγουν την πιο σκληρή γραμμή, πιέζοντας την ελληνική κυβέρνηση. Άλλωστε, όπως παραδέχεται ο κ.Σκουρλέτης «το (αρχικό) σχέδιο δεν προχώρησε, πρώτα απ’ όλα γιατί δεν το πίστεψε η διοίκηση της ΔΕΗ και δεν άρεσε στα τεχνικά κλιμάκια που είχαν άλλα πράγματα στο μυαλό τους».
Οπότε φαίνεται ότι εξαρχής οι δανειστές προωθούσαν το πρώτο και εγκληματικό σενάριο για τη ΔΕΗ. Και η πεποίθηση της κυβέρνησης ότι θα το αποφύγει, παρά το γεγονός ότι αναφερόταν στο επικαιροποιημένο μνημόνιο, ήταν «αυταπάτη». 

Επίσης, στο ίδιο άρθρο, ο Πάνος Σκουρλέτης υποστηρίζει ότι «σε καμία περίπτωση η συμφωνία δεν προβλέπει την πώληση του 17% της ΔΕΗ:

Σε σχέση με τις ιδιωτικοποιήσεις των ενεργειακών εταιρειών, στη μόνη που είχαμε δεσμευτεί ήταν αυτή του ΔΕΣΦΑ που, έτσι κι αλλιώς, ο διαγωνισμός για την πώλησή του κατά 66% είχε ολοκληρωθεί από το 2013. Σε καμία περίπτωση η συμφωνία δεν προέβλεπε τη πώληση του 17% της ΔΕΗ, των ΕΛ.ΠΕ. και της ΔΕΠΑ.

Ενώ μάλιστα σε επόμενη παράγραφο επαναλαμβάνει ότι η σημερινή κυβέρνηση «κληρονόμησε» τη δέσμευση από την κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου «από το παλιό πλάνο του ΤΑΙΠΕΔ για την πώληση του 17% της ΔΕΗ, το οποίο όμως, επαναλαμβάνω, δεν συμπεριλαμβανόταν σε αυτά τα οποία είχαμε συμφωνήσει το καλοκαίρι του 2015».

Πράγματι η αρχική συμφωνία του Αυγούστου του 2015 δεν ανάφερε συγκεκριμένα την πώληση του 17% της ΔΕΗ, ωστόσο παρέμεινε «πλαγίως» στη συμφωνία Ελλάδας – δανειστών, αφού βρισκόταν στο επικαιροποιημένο σχέδιο του ΤΑΙΠΕΔ. Το ίδιο σχέδιο που η ελληνική κυβέρνηση ενέκρινε τον Μάιο του 2016, μέσω του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής (ΚΥΣΟΙΠ). Σύμφωνα με το Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, με ημερομηνία 25 Μαίου του 2016, το ΚΥΣΟΙΠ εγκίνει το επιχειρησιακό πρόγραμμα του ΤΑΙΠΕΔ, στο οποίο προβλέπεται ξεκάθαρα η πωληση του 17% της ΔΕΗ, «ενδεχομένως το 2016». Η υπογραφή του τότε υπουργού Ενέργειας βρίσκεται δίπλα σε αυτές των Σταθάκη (νυν υπουργός), Τσακαλώτου, Δραγασάκη και Χουλιαράκη

Τον ίδιο μήνα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ αποφάσισε, υπό την πίεση της πρώτης αξιολόγησης, να μεταβιβάσει το 34% της ΔΕΗ στο νέο Υπερταμείο Ιδιωτικοποίησεων, με το επιχείρημα ότι οι δημόσιες εταιρείες που καταλήγουν εκεί «δεν πωλούνται, αλλά αξιοποιούνται». Μάλιστα προσπάθησε τότε να «κρύψει» το παράρτημα με τις ΔΕΚΟ που θα περάσουν στο Υπερταμείο, εκείνο που ήρθε στη Βουλή μετά τις «φωνές» της αντιπολίτευσης/ Άλλο επιχείρημα της κυβέρνησης, δια στόματος Ευκλείδη Τσακαλώτου, ήταν ότι  η μεταφορά του δεύτερου πακέτου ΔΕΚΟ δεν ήταν δεδομένη, αλλά το θέμα βρισκόταν σε διαπραγμάτευση με τους δανειστές. Τελικά φαίνεται ότι σε λιγότερο από έναν χρόνο η συζήτηση έχει μετατοπιστεί από το εάν θα μπει το 34% της ΔΕΗ στο Υπερταμείο, στην άμεση πώληση του 40%. Δεν το λες ακριβώς… επιτυχία.

Το άρθρο του Πάνου Σκουρλέτη στην «Εφημερίδα των Συντακτών» προκάλεσε ενδοκυβερνητικό θόρυβο, με αποκορύφωμα την διαρροή του Μεγάρου Μαξίμου, σύμφωνα με την οποία «κανείς δεν είναι πιο αριστερός και ευαίσθητος από τον Πρωθυπουργό». Σήμερα, ο υπουργός Εσωτερικών προέβη σε… αναδίπλωση και από το κάλεσμα σε αντίσταση για τον «επιχειρούμενο κανιβαλισμό» της ΔΕΗ, διευκρινίζει πλέον ότι «θα σεβαστεί την συλλογική απόφαση για τη συμφωνία», ενώ προσθέτει ότι η παρέμβαση του είχε σκοπό «να λειάνει τις αιχμές της συμφωνίας».

Έχει και κάποια δίκια όμως ο Πάνος Σκουρλέτης. Σίγουρα δεν έχει άδικο όταν γράφει ότι «πρόκειται για μια επίθεση που στο στόχαστρό της έχει την περιουσία της ΔΕΗ με σκοπό αυτή να περάσει σε εξευτελιστικές τιμές σε συγκεκριμένα ευρωπαϊκά και εγχώρια επιχειρηματικά συμφέροντα». Σίγουρα δεν έχει άδικο όταν δηλώνει ουσιαστικά ότι ο διαγωνισμός για τη ΔΕΗ είναι «στημένος» και ότι «δεν επιτρέπουν στην κυβέρνηση να προωθήσει το εναλλακτικό σχέδιο της» το οποίο προώθησε ο ίδιος, ως υπουργός Ενέργειας. Ίσως ο ίδιος να έκανε «ό,τι μπορούσε» για να αποφύγει η ΔΕΗ το σενάριο πώλησης του 40%. Αλλά όπως παραδέχεται σήμερα, «το παιχνίδι είναι στημένο». Όχι μόνο αυτό, αλλά πριν πωληθεί, η ΔΕΗ απειλείται με οικονομική και κοινωνική απαξίωση, με μια σειρά από τέλη στους λογαριασμούς του ρεύματος που οδηγούν τον κόσμο σε αγανάκτηση και για τα οποία η κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα.

Οι τοποθετήσεις του υπουργού Εσωτερικών, αλλά και άλλων στελεχών της κυβέρνησης που εκφράζουν ενστάσεις για την επερχόμενη συμφωνία, προκαλούν πολλά ερωτήματα. Τι σημασία έχουν οι απόψεις, όταν υπογράφεις, ψηφίζεις και νομοθετείς ενάντια σε αυτές. Τι αξία έχει να αναγνωρίζεις τον «κανιβαλισμό», το τεράστιο λάθος, αλλά να είσαι πρόθυμος να τον αποδεχθείς, με τον «μανδύα» της συλλογικής απόφασης. Ποιος έχει τη μεγαλύτερη ευθύνη στην αποδοχή των μέτρων που ο κ.Σκουρλέτης χαρακτηρίζει «κανιβαλιστικά» και «ιδεοληπτικά». Κάποιος που συμφωνεί το ίδιο ιδεολητπικά μεαυτά, όπως ο Στέργιος Πιτσιόρλας, ή κάποιος που διαφωνεί, αλλά την κρίσιμη στιγμή θα πει «ναι σε όλα»; Και το βασικό, αναπόφευκτο ερώτημα…

Τι τελικά κερδίζουμε στη διαπραγμάτευση;

Η πώληση του 40% της ΔΕΗ βρίσκεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μεταξύ κυβέρνησης και θεσμών, χωρίς ακόμα να υπάρχει οριστική συμφωνία. Αφού τίποτα λοιπόν δεν έχει τελεσιδικήσει, ας πάρουμε το πιο θετικό σενάριο. Ας υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση καταφέρνει να αποφύγει την ιδιωτικοποίηση του ρεύματος, ή ότι βρίσκεται ένας «έντιμος συμβιβασμός» για την πώληση ενός μικρότερου ποσοστού.

Τι σημασία θα έχει αυτό και κατά πόσον δεν θα πρόκειται απλά για ένα πρόσκαιρο «πυροτέχνημα» της κυβέρνησης; Η πρόσφατη αλλά και πολύχρονη εμπειρία έχει δείξει με τον καλύτερο τρόπο ότι ακόμα και οι «νίκες» της Ελλάδας στη μία διαπραγμάτευση μετατρέπονται σε ήττες στην επόμενη. Την άνοιξη του 2016 το αφορολόγητο, γιατο οποίο ο κ.Τσακαλώτος είχε απειλήσει μέχρι και με παραίτηση, μειώθηκε στα 8.900 ευρώ. Πλεόν φαίνεται σχεδόν ειλημμένη η απόφαση για περατέρω μείωση κάπου κοντα στα 6.000 ευρώ. Την ίδια περίοδο επίσης, η κυβέρνηση πέρασε την ασφαλιστική μεταρρύθμιση και ο τότε υπουργός Εργασίας, Γιώργος Κατρούγκαλος, πέρασε πολλές ώρες δηλώνοντας ότι «δεν μειώνονται οι συντάξεις» και έπειτα ότι «το ασφαλιστικό έκλεισε στην πρώτη αξιολόγηση». Η δεύτερη αξιολόγηση φέρνει πλέον την κυβέρνηση ένα βήμα πριν τη νέα περικοπή της συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά 1% του ΑΕΠ μέχρι το 2019. Ο ένας μετά τον άλλον οι υπουργοί της κυβέρνησης (Σταθάκης, Σπίρτζης, Πολάκης) διαφωνούσαν με την πώληση των αεροδρομίων στη Fraport. Ο ένας μετά τον άλλον επίσης, υπέγραψαν τις σχετικές συμβάσεις.

Σημασία λοιπόν, δεν έχουν οι λέξεις, αλλά οι πράξεις. Δεν έχουν οι πρόσκαιρες «νίκες», αλλά τα τελικά αποτελέσματα. Και σημασία έχει να μη δέχεσαι να συμμετέχεις σε ένα παιχνίδι, που φαίνεται εξαρχής «στημένο»