Πέμπτη βράδυ, περί τις 11:30 μμ. Καθώς διασχίζω το Παρίσι με το ποδήλατο για να επιστρέψω από την Πιγκάλ στο σπίτι μου, περνάω από τη διασταύρωση Champs Elysées και Matignon. Η Αψίδα του Θριάμβου αχνοφαίνεται ερημική στο βάθος. Η λεωφόρος Champs Elysées κλειστή, σειρήνες, περιπολικά, και τεχνικά επιτελεία των ΜΜΕ δίνουν έναν τόνο αναταραχής στην πλατεία Ρούζβελτ. Πρώτη μου αντίδραση ήταν να βγάλω τα ακουστικά από τα αυτιά μου για να αποφύγω τις παρατηρήσεις των συγκεντρωμένων αστυνομικών. Συνειδητοποιώ, όμως, ότι κανείς τους δεν μου δίνει σημασία. Ενεργοποιώ το δίκτυο στο κινητό μου για να μάθω σε τι οφείλεται αυτή η έντονη παρουσία των δυνάμεων ασφαλείας. «Πυροβολισμοί στη Champs Elysées, ένας αστυνομικός νεκρός», διαβάζω.
 
Τρεις μέρες πριν τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών, το συμβάν αποκτά αυτομάτως μεγαλύτερη σημασία και πολιτική αξία. Τα ζητήματα ασφαλείας δεν έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην προεκλογική περίοδο, ούτε καν από τους υποψήφιους της δεξιάς και της ακροδεξιάς που αρέσκονται στο να μεγεθύνουν τον κίνδυνο για να χρησιμοποιήσουν τον παράγοντα του φόβου προς όφελός τους. Είναι ικανό αυτό το τραγικό συμβάν να αλλάξει το αποτέλεσμα της Κυριακής;
 
Παρασκευή πρωί, πηγαίνοντας στο πανεπιστήμιο, όλα δείχνουν φυσιολογικά. Οι Παριζιάνοι πίνουν τον καφέ τους, παίρνουν το πρωινό τους και πηγαίνουν στις δουλειές τους όπως κάθε άλλη μέρα. Στον ψηφιακό κόσμο των ΜΜΕ (τοπικών και διεθνών), το χτύπημα της Πέμπτης είναι πρώτο θέμα και δίνει τόπο στον κίνδυνο της τρομοκρατίας. Στις συζητήσεις που συμμετέχω και παρακούω κατά τη διάρκεια της ημέρας, κανείς δεν φαίνεται τρομοκρατημένος από το συμβάν. Αναφορές γίνονται σε επίπεδο ενημέρωσης, του τύπου «Α, έγινε και αυτό», αλλά ο μόνος φόβος που εκφράζεται προέρχεται από αριστερούς ψηφοφόρους, που ανησυχούν μπρος στο ενδεχόμενο να ενισχυθεί η υποψηφιότητα της Μαρίν Λε Πεν, η οποία έχει επιλέξει για σλόγκαν στην (αντικειμενικά κακή) προεκλογική της καμπάνια την «Να επαναφέρουμε τη Γαλλία σε τάξη» («Remettre la France en ordre»).
 
Πόσο πιθανό είναι όμως αυτό το ενδεχόμενο; Κατά τη γνώμη μου, το χτύπημα της Πέμπτης δεν θα αλλάξει στο ελάχιστο το εκλογικό αποτέλεσμα. Χωρίς να θέλω να κατηγοριοποιήσω τους ανθρώπους με βάση την εθνικότητά τους, οι Γάλλοι έχουν μια εγγενή περηφάνια. Αυτή η περηφάνια ορισμένες φορές μεταφράζεται σε πατριωτισμό και εθνικισμό, αλλά επίσης και σε ένα πείσμα στις επιλογές τους και στον τρόπο ζωής τους. Αυτό φαίνεται σε καθημερινή βάση από τον Ιανουάριο του 2015 και τη δολοφονική επίθεση στα γραφεία του Charlie Hébdo. Είναι αποφασισμένος ο Γαλλικός λαός να μην υποκύψει στο φόβο που εμπνέουν τα τρομοκρατικά χτυπήματα και οι υπερβολές των ΜΜΕ που τα αναλύουν. Όσοι έχουν αποφασίσει να δώσουν την ψήφο τους στην ηγέτιδα του Εθνικού Μετώπου, θα το κάνουν. Το ίδιο και όσοι υποστηρίζουν την υποψηφιότητα του Ζαν-Λυκ Μελανσόν ή του Μπενουά Αμόν, οι οποίοι θέλουν να βάλουν τέλος στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης (état d'urgence) που βρίσκεται σε ισχύ από τη 13η Νοεμβρίου του 2015 και το πολύνεκρο χτύπημα στο Μπατακλάν.
 
Η Γαλλική κοινωνία δείχνει να έχει αποδεχθεί το γεγονός ότι στη σημερινή εποχή η απόλυτη ασφάλεια είναι ένα μακρινό όνειρο. Κάποιοι μπορεί να βλέπουν αυτή τη στάση ως αποδοχή της ήττας. Προσωπικά, θεωρώ ότι αποτελεί νίκη έναντι της τρομοκρατίας, η οποία εν τέλει κερδίζει όταν οι άνθρωποι αλλάζουν τη ζωή τους λόγω του φόβου. Μια ακόμα μεγαλύτερη νίκη θα επιτευχθεί στην περίπτωση απουσίας της Λε Πεν και του Φιγιόν από το δεύτερο γύρο των εκλογών και την εκλογή ενός Προέδρου που βλέπει το μέλλον με ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, παρά με το φόβο που προσφέρει το «ασφαλές» χθες.
 
*Ο Πέτρος Κωνσταντινίδης είναι Μεταπτυχιακός Φοιτητής Πολιτικών Επιστημών στο πανεπιστήμιο Sciences Po Paris.