Ρεπορτάζ της Τζένης Τσιροπούλου

Ψηλαφίζοντας την Τυνησία

Όταν προσγειώθηκα στην Τυνησία τον Μάιο του 2014 δεν είχα ιδέα τι να περιμένω. Η χώρα αποτελούσε ένα οριεντάλ θέρετρο για αρκετούς Έλληνες μέχρι και πριν την οικονομική κρίση. Για τους περισσότερους, όμως, μπήκε για τα καλά στον χάρτη μας στις 17 Δεκεμβρίου του 2010, την ημέρα που ο φτωχός μικροπωλητής λαχανικών, Μοχάμεντ Μπουαζίζι, αυτοπυρπολήθηκε δημόσια στο Σίντι Μουζίντ. Μια πόλη λησμονημένη που οι άνθρωποι ζουν σαν απόκληροι, όπως σε όλη την τυνησιακή ενδοχώρα. Ο 26χρονος Μοχάμεντ πέθανε στις 4 Γενάρη 2011 και ήταν ο πρώτος μάρτυρας της «Αραβικής Άνοιξης», όπως έσπευσαν να τη βαφτίσουν τα Δυτικά Μέσα. Για τους Τυνήσιους, όμως, θα είναι πάντα η δική τους Επανάσταση.

Οι δρόμοι δεν πήραν φωτιά μέσα σε μια νύχτα ακριβώς. Τρία χρόνια νωρίτερα, τον Ιανουάριο του 2008, εργάτες ορυχείων και άνεργοι πτυχιούχοι εξεγείρονταν στη γειτονική Γκάφσα, μία «πόλη-κόλαση»: βιομηχανική, μολυσμένη, μία πόλη που οι δάσκαλοι δε θέλουν επουδενί να μετατεθούν, γιατί εκεί η καυτή ζέστη και το ρεκόρ ανεργίας (40%) τρελαίνουν τους ανθρώπους. Ψωμί, δουλειά και αξιοπρέπεια διεκδικούσαν στη Γκάφσα. Οι κινητοποιήσεις διήρκησαν έξι ολόκληρους μήνες και θεωρούνται ο προάγγελος της επανάστασης του 2011. Τρεις νεκροί, δεκάδες τραυματίες και εκατοντάδες συλλήψεις ήταν ο απολογισμός της βίαιης καταστολής του καθεστώτος του Μπεν Αλί. «Τότε, όμως, δεν υπήρχαν social media ούτε το Al Jazeera και έτσι δε μάθατε ποτέ για αυτή την εξέγερση» μου 'χε πει ένας Τυνήσιος ακτιβιστής.


Fred Dufour/AFP

Η επανάσταση του 2011 απελευθέρωσε μυαλά, γλώσσες και ανθρώπους. Οι Τυνήσιοι έζησαν την ασυγκράτητη δύναμη της μαζικής εξέγερσης. Δημοσιογράφοι και bloggers μπόρεσαν να υπογράψουν για πρώτη φορά τα κείμενά τους, καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες, όπως οι μαύροι Τυνήσιοι, άρχισαν να γίνονται ορατές, νέοι μουσικοί ενώθηκαν και τραγούδησαν για τη δημοκρατία, κυνηγημένος πολιτικός σκιτσογράφος έκανε έκθεση δίπλα στο προεδρικό μέγαρο ενώ γεννιόταν το πρώτο ανεξάρτητο Μέσο ερευνητικής δημοσιογραφίας και ξαναέβρισκαν τη φωνή τους απαγορευμένα από το παλαιό καθεστώς ανεξάρτητα μίντια νέων δημοσιογράφων. Όποιον Τυνήσιο και να ρωτήσεις θα σου πει ότι το μεγαλύτερο κεκτημένο της επανάστασης είναι η ελευθερία του λόγου, τα στόματα που ξεκλειδώθηκαν και ενεργοποίησαν τους μυς της σκέψης.  

Πιθανότατα να έχεις ακούσει ότι η Τυνησία είναι το success story της «Αραβικής Άνοιξης», αλλά  για τους νέους και τις νέες που ζουν στα σωθικά της μοιάζει συχνά σαν «μια ανοιχτή φυλακή» και δεν είναι λίγες οι φορές που το όνειρο συνορεύει με τη φυγή. Η λέξη harga, που σημαίνει «καίω», είναι μια λέξη που προφέρεται συνεχώς από τα χείλη των Τυνήσιων. Καίω τα σύνορα, καίω τα χαρτιά μου, όπως και να προέκυψε, μιλάει για το ταξίδι χωρίς χαρτιά προς το «Ελντοράντο». Φρέσκια ακόμα στη χώρα, είχα παραξενευτεί όταν έμαθα ότι οι μεγαλύτεροι αριθμοί αυτών που έφυγαν χωρίς χαρτιά για την Ευρώπη κατεγράφησαν τις πρώτες μέρες της πτώσης του δικτάτορα Μπεν Αλί. Μόνο για τη χρονιά 2011-12 εκτιμάται ότι 1.500 Τυνήσιοι εξαφανίστηκαν στη θάλασσα. Το όνειρο και η ελευθερία είχαν ταυτιστεί με την Ευρώπη. Οι Τυνήσιοι δεν ένιωθαν πολίτες στην ίδια τους τη χώρα και ήταν μόνο μετά την επανάσταση που διεκδίκησαν σθεναρά το δικαίωμα του πολιτεύειν (citoyenneté).


Fethi Belaid/Getty Images

Στα δυόμιση χρόνια που έζησα εκεί, συνάντησα Τυνήσιους που όντας για μέρες πεινασμένοι, έκλεψαν πεπόνια από χωράφια στον Έβρο, άκουσα τον Ζορμπά να παίζει δυνατά σε ένα περίπτερο γιατί ο περιπτεράς θα παντρευόταν μια Ελληνίδα, αλλά εκείνη τον ξεγέλασε, ενώ μου έκανε το τραπέζι ο Foued που εγκατέλειψε το «νεκροταφείο των ονείρων» για κάτι καλύτερο και κατέληξε ο ίδιος διακινητής μεταναστών στα βουνά της βόρειας Ελλάδας. 

Στην Τυνησία ζουν πολλοί Ευρωπαίοι, ως επί το πλείστον Γάλλοι και Ιταλοί. Έρχονται να εργαστούν σε ΜΚΟ, να μάθουν αραβικά ή να κάνουν έρευνα για το διδακτορικό τους μιας και η Τυνησία αποτελεί πια αγαπημένο θέμα των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών. Αν ταξιδεύεις από τον Βορρά προς τον Νότο τα σύνορα είναι ανοιχτά. Για την ακρίβεια, με περίπου 300 ευρώ και χωρίς καν να χρειάζεσαι βίζα, μέσα σε λίγες ώρες βρίσκεσαι από την Αθήνα στην Τύνιδα. Για να φτάσεις από την Τυνησία στην Ευρώπη τα ναυτικά μίλια είναι ελάχιστα αλλά το πράσινο διαβατήριο -και όχι το «πολυπόθητο ευρωπαϊκό μπορντό»- καθιστά το αίτημα για βίζα πολύ δύσκολο έως και αδύνατο.


Graffiti για την επανάσταση στη συντηρητική πόλη Κερουάν. Ιούνιος 2014.       Jenny Tsiropoulou/ThePressProject

Πολιτικές α λα Μπεν Αλί με δημοκρατικό αμπαλάζ

Ήταν 7 Νοεμβρίου του 1987 όταν ο Μπεν Αλί άρπαξε τα σκήπτρα της Τυνησίας από τον επί 31 χρόνια πρόεδρο (1956-1987) Χαμπίμπ Μπουργκίμπα μετά από ένα «βελούδινο πραξικόπημα». Άλλαξε το Σύνταγμα ώστε να παρατείνει τις θητείες του ενώ εκλεγόταν άλλοτε χωρίς αντίπαλο και άλλοτε με 90% των ψήφων.

Δέκα μέρες αφού ο μικροπωλητής λαχανικών ξεψύχησε, στις 14 Ιανουαρίου του 2011, οι Τυνήσιοι έκλαιγαν στους δρόμους από χαρά ενώ φώναζαν gage! (Ουστ!). Ο Μπεν Αλί έμπαινε σε ένα αεροπλάνο και δραπέτευε στη χρυσή εξορία της Σαουδικής Αραβίας μετά από 23 χρόνια στην εξουσία.

Μετά την πτώση του δικτάτορα, η διακυβέρνηση της χώρας πέρασε στο ισλαμιστικό κόμμα Ennahda -του οποίου ο αρχηγός ήταν εξόριστος στο Λονδίνο από το 1989. Γιατί, όμως, ένα ισλαμιστικό κόμμα (φίλα προσκείμενο στο ερντογανικό AKP) κέρδισε με 37% τις πρώτες ελεύθερες εκλογές μετά από μια επανάσταση που ζητούσε δημοκρατία; Σε αυτό το άρθρο δε θα το αναλύσουμε ενδελεχώς, αλλά την απάντηση μπορεί να αναζητήσει κάποιος στο ότι από το 1956 -χρονιά της ανεξαρτησίας της Τυνησίας από τη Γαλλία- και μετά, η χώρα κυβερνήθηκε από γαλλόφωνες ελίτ υποτακτικές στα Δυτικά μοντέλα. Ο πρώτος και αμφιλεγόμενος πρόεδρος Χαμπίμπ Μπουργκίμπα (για άλλους θεός για άλλους δικτάτορας) εμφανιζόταν στην τηλεόραση κατά το Ραμαζάνι, πίνοντας πορτοκαλάδα την ώρα της νηστείας. Έπειτα, για δεκαετίες, το καθεστώς του Μπεν Αλί εξόριζε ή φυλάκιζε και βασάνιζε τους ισλαμιστές. Οι γενειάδες και οι μαντήλες απαγορεύονταν. Κι ό,τι απαγορευόταν, εξερράγη αφειδώς μετά το 2011. «Οι μαντήλες έγιναν μόδα μετά την επανάσταση» μου επαναλάμβαναν προβληματισμένες πολλές Τυνήσιες. 


Jenny Tsiropoulou/ThePressProject

Τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 2014, οι Τυνήσιοι βούτηξαν ξανά το δάχτυλό τους στο εκλογικό μπλε μελάνι, σε ατμόσφαιρα ευφορίας για τις πρώτες ελεύθερες βουλευτικές και προεδρικές εκλογές στη χώρα τους, πεπεισμένοι πια ότι πρέπει να παραγκωνίσουν τους ισλαμιστές. Και τα κατάφεραν. Οι κοσμικοί κεντρώοι Nidha Tounes κέρδισαν τις βουλευτικές εκλογές, ενώ ο 87χρονος επικεφαλής τους, Καΐντ Εσέμπσι, χρίστηκε και πρόεδρος της χώρας. Μεγάλα Δυτικά Μέσα έγραφαν κοντόφθαλμα: «Ολοκληρώθηκε η μετάβαση της Τυνησίας προς τη δημοκρατία».

Η γιορτή στους δρόμους χάλασε απότομα, αφού γρήγορα το τοπίο θύμιζε την εποχή του Μπεν Αλί και όποιος τολμούσε να ενοχλήσει το «μη μου τους κύκλους τάραττε» της κυβέρνησης, καταγγέλλοντας παραβιάσεις της αστυνομίας, του στρατού ή αξιωματούχων της κυβέρνησης βρισκόταν εν ριπή οφθαλμού στη φυλακή. Πολύ σύνηθες φαινόμενο δε, ήταν γνωστοί ακτιβιστές να βρίσκονται κατηγορούμενοι «διά μαγείας» για κατοχή χόρτου και η συγκεκριμένη ποινή δεν είναι εξαγοράσιμη στην Τυνησία.

Συνεχίζοντας να επιβεβαιώνει τους σκεπτικούς, τον Σεπτέμβριο του 2017, η κυβέρνηση ψήφισε νόμο που προσέφερε αμνηστία στους ολιγάρχες και τους πολιτικούς του Μπεν Αλί που κατηγορούνταν για διαφθορά, με μόνο αντάλλαγμα να επιστρέψουν τα χρήματά τους στην Τυνησία και να τους επιβληθεί κάποιο πρόστιμο.
 

Ένα βλέμμα στα σπίτια και τους δρόμους

 
Το 2015 ήταν μια αιματοβαμμένη χρονιά που στην ιστορία της χώρας έγραψε τρεις τρομοκρατικές επιθέσεις: στο Μουσείο Μπαρντό, στην κοσμοπολίτικη παραλία της νοτιοανατολικής Σούσα και στο λεωφορείο της προεδρικής φρουράς που βρισκόταν στο κέντρο της πρωτεύουσας. Μετά από τις επιθέσεις η κυβέρνηση επέβαλε απαγόρευση κυκλοφορίας και κλεινόμασταν υποχρεωτικά στο σπίτι, ενίοτε και από τις 6 το απόγευμα μέχρι το ξημέρωμα της επόμενης μέρας. Τον Μάρτιο του ίδιου έτους, το κράτος θέσπισε κατακριτέους από διεθνείς οργανώσεις «αυθαίρετους περιορισμούς» σε γυναίκες και άντρες μέχρι 35 χρονών, απαγορεύοντάς τους την έξοδο από τη χώρα μόνο λόγω της ηλικίας τους. Όλοι αντιμετωπίζονταν ως εν δυνάμει τρομοκράτες που θα κατέφευγαν πιθανότατα στη Λιβύη για εκπαίδευση. Αυτή η παραβίαση του διεθνούς δικαίου και του αισθήματος κοινωνικής δικαιοσύνης όξυνε τον θυμό των νέων που επιστρέφονταν σπίτι τους από τα σύνορα και τα αεροδρόμια ακόμα κι όταν είχαν το απαιτούμενο έγγραφο πατρικής συναίνεσης, ακυρώνοντας έτσι μέχρι και σπουδές στο εξωτερικό.


Jenny Tsiropoulou/ThePressProject

Οι Τυνήσιοι, όμως, δεν το έβαλαν κάτω. «Δεν πρέπει να τους χαρίσουμε την ελευθερία μας γιατί αγωνιστήκαμε σκληρά για να την κατακτήσουμε. Εμείς είμαστε η ζωή» μου έλεγαν τυλιγμένοι σε ασπροκόκκινες σημαίες.

Στην Τυνησία γνώρισα νέους ανθρώπους που κανόνιζαν φιλοσοφικές συζητήσεις σε πάρκα, καλλιτέχνες που διοργάνωναν φεστιβάλ μουσικής σε φάρμες, νέους κινηματογραφιστές που κέρδισαν βραβεία και σε φεστιβάλ στην Αθήνα, γκέι που μάχονταν δημόσια με κάθε κόστος για να αποποινικοποιηθεί η ομοφυλοφιλία, γυναίκες εργάτριες που αυτο-οργανώθηκαν για να κρατήσουν ανοιχτό ένα χρεωκοπημένο εργοστάσιο, γυναίκες που ανυπομονούσαν να παντρευτούν τον μη μουσουλμάνο φίλο τους -δικαίωμα που κατέκτησαν μόλις το 2017 ενώ για τους άντρες δεν υπήρχε αντίστοιχος περιορισμός- και είδα ερωτευμένους έφηβους να περπατούν πιασμένοι χέρι-χέρι κόντρα στα ήθη του δημόσιου χώρου. Άκουσα ιστορίες σε φτωχογειτονιές από άθεους γονείς που το παιδί τους έγινε τζιχαντιστής λόγω της απογοήτευσης, της οικονομικής και κοινωνικής περιθωριοποίησης. «Εμείς ζούσαμε πάντα ελεύθερα, ήμασταν σαν ευρωπαϊκή χώρα. Πώς γίναμε έτσι;» μου 'χε πει ο Χαλίφα. Για κάποιον που έχει ζήσει στην Τυνησία με τις εκκλησίες, τις συναγωγές και τους ανθρώπους της που σου εύχονται «Καλά  Χριστούγεννα» ενώ σε φιλεύουν ανεξαρτήτως θρησκείας χουρμάδες και κους-κους με ψάρι στο ραμαζάνι, μοιάζει σε πρώτη ανάγνωση σαν μεγάλο παράδοξο το ότι η χώρα είναι η πρώτη σε εξαγωγή τζιχαντιστών.


Jenny Tsiropoulou/Περιοδικό ΜΕΤΡΟ

Σε αυτόν τον μεσογειακό τόπο που δεσπόζουν τα ελαιόδεντρα και οι φοίνικες, οι άνθρωποι είναι ευγενικοί, ανοιχτόμυαλοι και φιλόξενοι. Σου ανοίγουν το σπίτι τους και βγάζουν το καλύτερό τους σερβίτσιο για τον ξένο. Οι νέοι και οι νέες διασκεδάζουν, πίνουν άφθονες Celtia -η ντόπια μπύρα- και χορεύουν μέχρι το πρωί στα μπαρ. Κοπέλες με μαντήλες πίνουν τσάι και μιλάνε δυνατά με κοπέλες χωρίς μαντήλα, ενώ τα ανδροκρατούμενα παραδοσιακά καφενεία είναι ολημερίς φορτωμένα με θαμώνες που συζητούν πολιτικά αναπληρώνοντας τα χρόνια της σιωπής.

338 άνθρωποι πέθαναν και 2.147 τραυματίστηκαν το 2011 στο όνομα της επανάστασης και της ελευθερίας. 2 στους 3 δολοφονήθηκαν από σφαίρα και 8 στους 10 ήταν κάτω από 40 χρονών. Οι άνθρωποι και οι δρόμοι στην Τυνησία δεν θα είναι ποτέ πια οι ίδιοι.