Με αυτόν τον αναπάντεχα λυρικό πρόλογο η εφημερίδα Washington Post μάς εισάγει στον υπέροχο κόσμο του πώς είναι να παρακολουθείς την Ελλάδα από άλλον πλανήτη και να επιδιώκεις να ενημερώσεις τον κόσμο για τις τύχες της. Μια που εγώ δεν έχω νιώσει ποτέ ότι θα μπορούσα να εκφραστώ έτσι για οποιοδήποτε θέμα, θέλω να εξηγήσω γιατί κατά την άποψή μου αυτή η παρωδία αισιοδοξίας έχει σημαντικές πολιτικές συνέπειες. Το ίδιο ισχύει και με τις δηλώσεις θεσμικών παραγόντων, που βρίσκουν πια την κυβέρνησή μας υπεύθυνη και επιτυχημένη και της δίνουν συγχαρητήρια ή τον αυτοθαυμασμό Ελλήνων αξιωματούχων για το τι καλά που πάνε όλα.

Το άρθρο συνεχίζει:

«Συμβαίνει αυτό που κανείς δεν περίμενε: μια επιτυχής έξοδος από τα μνημόνια, που κράτησαν μια χώρα που ήταν βυθισμένη στα χρέη όρθια για σχεδόν δέκα χρόνια».

Εδώ υπεισέρχεται το αφήγημα περί καθαρής εξόδου. Προσποιούμαστε δηλαδή πως όλα επιτέλους τελειώνουν. Αυτό κανείς πια στη κυβέρνηση δεν το λέει, γιατί και το μεγαλύτερο θράσος αναγνωρίζει ένα όριο: όχι την τσίπα, αλλά τη γελοιοποίηση, όπως είχε πάθει ο Δρίτσας με την Cosco. Έτσι, ο σημερινός συριζαίος φροντίζει να μη λέει δυνατά αυτό που λέει η Washington Post, γιατί εκεί μπορεί να μην είναι αστείο, αλλά εδώ είναι. Ξέρετε πώς είναι τα πράγματα με τα ανέκδοτα. Αυτό που είναι ξεκαρδιστικό σε μία χώρα, είναι κρύο, βάρβαρο ή σεξιστικό σε άλλη. Το χιούμορ δεν ταξιδεύει καλά. Έτσι, αυτό που είναι μια καταγέλαστη ανοησία αν την πεις εδώ, είναι αξιοσέβαστη δημοσιογραφία αν το πεις λίγο παραπέρα. Εδώ θέλει λίγο πιο προσεκτικό σερβίρισμα.

«Η ανεργία, που έφτασε στο τρομακτικό ποσοστό του 30% το 2013, βρίσκεται κάτω από το 20%».

Ναι. Μόνο που έχει αυξηθεί η υποαπασχόληση. Στην έκθεση του ινστιτούτου της ΙΝΕ ΓΣΕΕ (σ. 88) φαίνεται ότι το 2016 η υποαπασχόληση είναι τριπλάσια σε σχέση με πριν από την κρίση. Αυτή η τάση δεν έχει ανασχεθεί επί ΣΥΡΙΖΑ. Σημαίνει ότι αντί για ανέργους έχουμε φτωχούς εργαζόμενους, απλώς δεν τους μετράμε.

«Αυτό αντανακλάται σε μια επιστροφή στην κανονικότητα σε όλη την Ευρώπη, η οποία, πρώτη φορά μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, εμφανίζεται οικονομικά στιβαρή, με ένα ισχυρό νόμισμα».

Η Ευρώπη διανύει την πιο σταθερή φάση της. Τόσο σταθερή, που περιμένουμε να δούμε πότε θα προτείνονται κρεματόρια από κυβερνήσεις, αντί για περιθωριακές ομάδες. Όσο για την οικονομική σταθερότητα, η Ευρώπη δεν έχει πάψει να αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο της διάλυσης. Η αισιοδοξία είναι μέρος του προβλήματος και όχι η λύση στο πρόβλημα. Είναι μέρος του προβλήματος διότι αντανακλάται στην άρνηση να παρθεί οποιοδήποτε μέτρο. Αυτό είναι κάτι που μπορούμε να πούμε με σιγουριά, βλέποντας πώς αντιμετωπίστηκε η κρίση του 2008 από τις δυνάμεις της αισιοδοξίας.

Ο Γιώργος Παγουλάτος είναι ο πανεπιστημιακός του οποίου την αυθεντία επικαλείται το άρθρο για να εξηγήσει πως η Ελλάδα δεν είναι πια ο σάκος του μποξ για την Ευρώπη και πως η Ευρώπη είναι πια «πυλώνας σταθερότητας». Ο άνθρωπος που υπήρξε σύμβουλος του τραπεζίτη πρωθυπουργού εξηγεί τι καλά που πάνε όλα επιτέλους τώρα. Αναφέρεται πως αντί να συζητά για κατασχέσεις η Ελλάδα, συζητά για το πώς θα μοιράσει το πλεόνασμα. Κανείς δεν συζητά τίποτα στην Ελλάδα. Αλλά αν ήταν να συζητήσουμε κάτι θα ήταν μάλλον ο αριθμός των πλειστηριασμών που έχει αναλάβει να διεκπεραιώσει η κυβέρνησή μας: 130.000 μέχρι το 2021.

Αυτό που σοκάρει σε αυτήν την περιγραφή δεν είναι η χαρά με την οποία διαπιστώνεται ότι αυτό που για τόσο καιρό εμφανιζόταν ως μία εναλλακτική πρόταση έχει ευτυχώς πια πεθάνει. Αυτό είναι μια λογική θέση μάχης, κάποιου που είδε τις απόψεις του να επικρατούν και επιχαίρει. Αυτό που σοκάρει είναι η τόσο παγερή αδιαφορία προς το τι όντως συμβαίνει. Στην ανάλυση αυτή συσσωρεύονται όλα τα στερεότυπα της δεξιάς αφήγησης της κρίσης όπως τη γνωρίζαμε από τον πρώτο καιρό των μνημονίων. Ακούμε δηλαδή ξανά τα στερεότυπα για τους Έλληνες που είναι άσωτοι και επιβαρύνουν τους Γερμανούς, σαν να μην ακούστηκε ποτέ ότι τα δάνεια επέστρεφαν στις δανειστές σε ποσοστό που ξεπερνούσε το 90%. Η διαφορά είναι ότι τώρα αυτά λέγονται όχι ως μία πρόταση που αντιμάχεται μία άλλη πρόταση, αλλά περίπου ως ένα ακόμα «τέλος της ιστορίας».

Το επιχείρημα είναι πάντοτε ότι οι αλλαγές «δεν έχουν γίνει ακόμη αισθητές στην πραγματική οικονομία». Η έμφαση εδώ θα πρέπει να δοθεί στη λέξη ακόμη, που σημαίνει ότι η οικονομία έχει αλλάξει, απλώς εμείς δεν το έχουμε καταλάβει. Η τραγική ειρωνεία για την πλευρά των Ελλήνων που ζουν αυτή την κατάσταση είναι ότι δεν υπάρχει μνημονιακή κυβέρνηση η οποία να μην έχει πει ακριβώς το ίδιο. Όλες οι μνημονιακές κυβερνήσεις ανεξαιρέτως από την αρχή της κρίσης προσπαθούν, όταν πλησιάζει το τέλος της θητείας τους, να ισχυριστούν ότι η κρίση έχει τελειώσει και βρισκόμαστε πια στη φάση της εξόδου από τα μνημόνια. Το μόνο αποτέλεσμα αυτής της ρητορικής είναι ότι αποκτά ακόμη λιγότερη σημασία το τι λέγεται στον δημόσιο λόγο. Όταν εμφανίζονται διεθνώς τέρατα δημαγωγίας και εκτοξεύονται τα εκλογικά ποσοστά τους, όταν η Αγγλία προσπαθεί ακόμη να καταλάβει πώς γίνεται ο κόσμος να ψηφίζει ενάντια στις συμβουλές των ισχυρότερων οικονομικών παραγόντων της για το Brexit, η απάντηση είναι απλή και βρίσκεται εδώ. Το αποτέλεσμα της προπαγάνδας είναι πάντοτε αυτό που έλεγε ο Καστοριάδης για τη Σοβιετική Ένωση: Πως αν η ΠΡΑΒΝΤΑ έγραφε ότι ένα και ένα κάνουν δύο, ο κόσμος ξαφνικά θα αναρωτιόταν πόσο κάνει ένα και ένα.

Τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ αναπαράγουν αυτή την ψευδή αισιοδοξία και προσπαθούν να μας πείσουν ότι τη συμμερίζονται, παρότι αποτελεί διασυρμό και αντιστροφή της πραγματικής αισιοδοξίας που θα αντλούσε κανείς από την ύπαρξη λύσεων και μαζί του σθένους που θα απαιτούνταν για την εφαρμογή τους.

Η υπογραφή μιας δήλωσης μετάνοιας, όπως ξέρουμε, δεν ήταν μία διαδικασία ιδιωτική, που αφορούσε τον άνθρωπο που απαρνιόταν τις πεποιθήσεις του. Αντιθέτως ήταν προορισμένη να είναι μία τελετουργική διαδικασία δημόσια για τον πρώην αγωνιστή. Απαιτούσε να κατηχεί ο ίδιος άλλους για τους κινδύνους του κομμουνισμού, προκειμένου να διαφημίζει την αναμόρφωση του. Και αυτό διότι ο στόχος της δεν ήταν το φρόνημα του ίδιου, που ήταν ούτως ή άλλως τσακισμένος, αλλά ο δημόσιος εξευτελισμός του και ο παραδειγματισμός των υπολοίπων. Για αυτό λοιπόν ο δημόσιος χαρακτήρας της αποκήρυξης του προηγούμενου εαυτού θα πρέπει να γίνεται κατά τρόπο πανηγυρικό.

Ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει πια να έχει την «ιδιοκτησία του προγράμματος». Πρέπει δηλαδή όχι μόνο να εφαρμόσει τα επαχθή μέτρα που ξέρει ότι διαλύουν την κοινωνία, αλλά να το κάνει και με χαρά. Και να το λέει ότι το κάνει με χαρά. Το παιχνίδι που παίζεται επικοινωνιακά με την προσπάθεια να εμφανιστεί μία Ελλάδα η οποία βρίσκεται πια ένα βήμα πριν από την έξοδο από την κρίση πάσχει πρώτ’ απ’ όλα ως προς την αντιστοιχία του με την πραγματικότητα. Το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα μιας τέτοιας προσέγγισης είναι να μην έχει σημασία τι λέμε και τι γράφουμε. Το αφήγημα του «έξω πάμε καλά» θεωρεί πως υπάρχει μία Ευρώπη φωτισμένη και σώφρων, από την οποία περιμένουμε επιβράβευση όπως κάνει κανείς ζητιανεύοντας την καλή κουβέντα του αυστηρού πατέρα. Οι δηλωσίες τουλάχιστον αντιμετώπιζαν βασανιστήρια. Αυτή τη στιγμή η αντιστροφή της πραγματικότητας γίνεται προκειμένου μια παρέα αμούστακων πολιτικάντηδων να διατηρήσει τις θέσεις εξουσίας της.