Ρεπορτάζ και Φωτογραφίες της Τζένης Τσιροπούλου

Στη Μάλτα έφτασα tabula rasa: άγραφο χαρτί, σε σχέση με την πολιτική ιστορία της χώρας και τη ζωή εκεί. Ή σχεδόν άγραφο χαρτί. Η αλήθεια είναι πως η Μάλτα έγινε σημείο αναφοράς για τους δημοσιογράφους όταν στις 16 Οκτωβρίου του 2017 δολοφονήθηκε έξω από το σπίτι της η Μαλτέζα δημοσιογράφος, Δάφνη Καρουάνα Γκαλιζία που ανάμεσα σε άλλα, είχε αναλάβει την έρευνα των Panama Papers σχετικά με τις offshore εταιρείες που διατηρούσαν πολιτικά πρόσωπα της χώρας της.

Στην πόλη Μπιντνίζα, στο λευκό Peugeot της Γκαλιζία, άγνωστοι τοποθέτησαν εκρηκτικό μηχανισμό και η Δάφνη ανατινάχτηκε. Ένας από τους τρεις γιους της, ο Μάθιου, δημοσιογράφος και ο ίδιος στο International Consortium of Investigative Journalists (ICIJ), χρειάστηκε να μαζέψει από τα περίχωρα τα κομμάτια της μητέρας του που είχαν διασκορπιστεί ώστε να την κηδέψουν. Κανένας δεν ανέλαβε την ευθύνη της δολοφονίας της και στο περιβάλλον της δημοσιογράφου κανένας δεν είναι αισιόδοξος ως προς την απόδοση δικαιοσύνης.

Ποια ήταν, όμως, η Δάφνη; Ποια είναι η Μάλτα και πώς γίνεται σε μια ευρωπαϊκή χώρα, εν έτει 2017, έτσι απλά μια μέρα, μέρα-μεσημέρι υπό το φως του ήλιου να ανατινάζουν μια δημοσιογράφο; Τι λέει η τοπική κοινωνία; Για τις επόμενες μέρες μου στο νησί θα προσπαθούσα να μάθω και να καταλάβω όσο περισσότερα γινόταν, μένοντας συχνά-πυκνά, παραδέχομαι εκ προοιμίου, με το στόμα ανοιχτό.


Στην πρωτεύουσα, τη Βαλέτα. 

Ελληνικός καφές στο «κέντρο Τύπου»

Το μοναδικό δημόσιο μέσο μετακίνησης του νησιού, το λεωφορείο, με άφησε στην παραθαλάσσια πόλη Μαρσασκάλα, στον νότο της Μάλτας. Ο Γιώργος ήρθε να με παραλάβει.

«Καφεδάκι;»

«Φυσικά» απάντησα.


Στη Μαρσασκάλα.

Με θέα τις πολύχρωμες παραδοσιακές ψαρόβαρκες luzzu, καθίσαμε στο Coffee Circus. Παραγγείλαμε στα ελληνικά, ενώ οι θαμώνες ήταν όλοι νεαροί Έλληνες, στη μεγάλη πλειοψηφία τους από την επαρχία. Απόρησα.

«Ήρθα εγώ πρώτος από το Μεσολόγγι και ακολούθησαν αρκετοί συντοπίτες μου που είδαν ότι εγώ έμεινα, βρήκα δουλειά και τα κατάφερα χωρίς να μιλάω παρά ελάχιστα αγγλικά» μου λέει ο 36χρονος Γιώργος που ζει στη Μάλτα εδώ και 3 χρόνια και σήμερα εργάζεται ως ηλεκτρολόγος σε εργοστάσιο με τρόφιμα.

Οι νεαροί Έλληνες φτάνουν στο νησί για μια καλύτερη τύχη, χωρίς απαιτήσεις για τη δουλειά των ονείρων τους. Και η Μάλτα δεν τους απογοητεύει για την ώρα. Είναι μια χώρα-φορολογικός παράδεισος, με τις ξένες επιχειρήσεις να επιβαρύνονται με φορολόγηση μόλις 5% – κάτι μοναδικό για ευρωπαϊκή χώρα. Χάρη σε αυτό, όπως μαθαίνω στο άτυπο «κέντρο Τύπου» της ελληνικής κοινότητας -την καφετέρια-, όλο και περισσότερες εταιρείες online gaming εγκαθίστανται σε αυτό το μεσογειακό νησί, δημιουργώντας μεγάλη ζήτηση για εργαζομένους.

Εσύ, λοιπόν, παίζεις καζίνο ηλεκτρονικά από το σπίτι σου στην Ελλάδα, βλέποντας στην οθόνη σου ένα στούντιο με τοπίο ελληνικό και φυσικά ο κρουπιέρης σού μιλάει στα ελληνικά, όμως όλα αυτά είναι στημένα κάπου στη Μάλτα. Στο διπλανό στούντιο από το ελληνικό είναι τα σκηνικά για τη Νορβηγία, η επόμενη πόρτα είναι το στούντιο για το γερμανικό κοινό, κ.ο.κ. Έλληνες χωρίς ακαδημαϊκά πτυχία και ξένες γλώσσες, βρίσκουν γρήγορα εργασία με μισθούς που κυμαίνονται στα 1.200 ευρώ. Και ίσως δεν είναι περίεργο ότι άκουσα τυχαία αρκετές φορές ελληνικά στο λεωφορείο και στον δρόμο.

Η Μάλτα των 400.000 κατοίκων έχει το σχεδόν χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση: 3,5%. Η ζωή εδώ κυλάει ήρεμα, με ήλιο, θάλασσα, μικρές αποστάσεις και πιο ανθρώπινους ρυθμούς στην καθημερινότητα, ενώ οι άνθρωποι κοιμούνται με ανοιχτές τις πόρτες μιας και δεν υπάρχει μικροεγκληματικότητα. Μέχρι εδώ όλα ακούγονται απρόσμενα ιδανικά.

H «μάγισσα» και «η γυναίκα-wikileaks»

«Αρκεί να μη μιλάς πολύ στη Μάλτα. Γιατί τότε θα το φας το κεφάλι σου, όπως η Δάφνη. Και πολύ καλά να πάθει».

Από τους Έλληνες που ζουν εκεί, μαθαίνω για τις κουβέντες που γίνονται από τους εργάτες στα εργοστάσια γύρω από τη δολοφονία της δημοσιογράφου, της 53χρονης Δάφνης Καρουάνα Γκαλιζία. Όλοι τη γνωρίζουν και την αποκαλούν με το μικρό της όνομα. Όμως, στο άκουσμα του ονόματός της, πολλοί δυσανασχετούν. Υπήρξε μια άκρως αμφιλεγόμενη προσωπικότητα -και δεν ήταν η ακτιβίστρια δημοσιογράφος που πολλοί φανταστήκαμε. Το όνομα της Δάφνης ακουγόταν συχνά από το μαλτέζικο κοινοβούλιο μέχρι τις προσωπικές συζητήσεις στα οικογενειακά τραπέζια. Και πάντα δίχαζε. Το blog της, Running Commentary, είχε πολύ μεγάλη επισκεψιμότητα, όμως απευθυνόταν σε μια συγκεκριμένη μερίδα κόσμου: αυτούς που διαβάζουν αγγλικά υψηλού επιπέδου, αντιλαμβάνονται το ιδιαίτερο βρετανικό χιούμορ και αυτούς που δεν αρνούνται για ιδεολογικούς λόγους να διαβάζουν στα αγγλικά.

Όπως συναντάται στις χώρες που υπήρξαν αποικίες μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, το τι γλώσσα μιλάς είναι κυρίως ζήτημα ταξικό και πολιτικό. Η Μάλτα αποτελούσε βρετανική αποικία μέχρι και το 1964, ενώ μέχρι και το 1974, η βασίλισσα Ελισάβετ Β’ ήταν και βασίλισσα της Μάλτας.


Το μνημείο που έστησε απλός κόσμος στη μνήμη της Δάφνης Καρουάνα Γκαλιζία.

Η Δάφνη καταγόταν από εύπορη, αστική οικογένεια, με αρκετούς συγγενείς της να κατέχουν δημόσια αξιώματα. Πολλοί ντόπιοι την κατηγορούσαν ως «μια ελιτίστρια που θέλει να τους κατακρίνει όλους». Δεν εξαπέλυαν επίθεση απέναντι στα άρθρα της -που πολλές φορές δεν είχαν καν διαβάσει αλλά τα γνώριζαν μόνο μέσα από τη διάδοση των γραφόμενών της σαν από σπασμένο τηλέφωνο- αλλά επεδίωκαν να στερήσουν από τη Δάφνη την ανθρώπινη ιδιότητά της: τη φώναζαν «η μάγισσα» ή «η εριστική μπλόγκερ που βγάζει χολή». Τα διεθνή Μέσα, από τη μεριά τους, τη βάφτισαν: «η γυναίκα-wikileaks».

Υπήρχαν, όμως, και Μαλτέζοι που αναγνώριζαν ότι ακόμα κι αν είχε δεξιές καταβολές, κι ακόμα κι αν η υψηλής κοινωνικής τάξης οικογένειά της υποστήριζε τους Βρετανούς αποικιοκράτες, εκείνη ασκούσε μαχόμενη δημοσιογραφία, υπερασπιζόμενη μια δίκαιη κοινωνία, όπου οι ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί της διαφθοράς θα κρίνονταν από τον λαό και τη δικαιοσύνη.

«[Η Δάφνη] κι εγώ προερχόμασταν από οικογένειες που ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες πολιτικά. […] Ο πατέρας μου υπέφερε στωικά φυλακίσεις, φτώχεια και εξορία στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως στην Αφρική για να μην προδώσει τις αρχές του. Εκείνη ήταν με το άλλο πολιτικό στρατόπεδο: με αυτούς που πίστευαν ότι θα μας σώσει από τα κακώς κείμενα η [βρετανική] Αυτοκρατορία. […] [Η Δάφνη με] κέρδισε με τις δυναμικές, αδιάκοπες σταυροφορίες της ενάντια στη σαπίλα που έχει γίνει θεσμός στη μαλτέζικη κοινωνία, ενάντια στην απάθεια που ατροφεί κάθε ηθική κρίση, την απάθεια που βρίσκει κακόγουστη την αγανάκτηση απέναντι στα σκάνδαλα».

Αυτά είναι χαρακτηριστικά, τα λόγια του Τζιοβάνι Μπονέλο -επί 12 χρόνια δικαστή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων- όπως αποτυπώνονται στο κείμενό του Η Δάφνη στη Mafialand, στο συλλογικό βιβλίο Invicta, που εκδόθηκε ως φόρος τιμής στη δημοσιογράφο μετά τη δολοφονία της.

Όταν αγοράζω το βιβλίο, η κοπέλα στο βιβλιοπωλείο μού λέει ότι αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό βιβλίο για τη Μάλτα. «Όχι, ο κόσμος δεν έχει ξεχάσει τη Δάφνη. Γίνονται ακόμα πορείες διαμαρτυρίας στο κέντρο της πόλης άλλωστε» μου λέει. Το βιβλίο κυκλοφορεί μόνο στην αγγλική γλώσσα, όπως και μεγάλες εφημερίδες της Μάλτας –The Malta Independent, Times of Malta– στις οποίες έγραφε η Δάφνη.

«Μεγαλώσαμε χωρίς σοκολάτες, χωρίς οδοντόπαστες, χωρίς πάρτι και όλοι φορούσαμε τα ίδια παπούτσια»

«Με έκαναν τον εθνικό αποδιοπομπαίο τράγο. Και αυτό συμβαίνει εδώ και 30 χρόνια» είχε πει η ίδια η Δάφνη σε συνέντευξή της δέκα μέρες πριν τη δολοφονία της. Η δημοσιογράφος περιέγραψε εμπρηστικές επιθέσεις στο σπίτι της, απόπειρες να της κόψουν το εισόδημα της, πάγωμα των τραπεζικών της λογαριασμών, δεκάδες αγωγές από υπουργούς και επιχειρηματίες, online παρενόχληση με δημοσίευση προσωπικών της φωτογραφιών αλλά και επιθέσεις στον δρόμο, φωνάζοντάς την «μάγισσα». Το 1995, μετά από ένα ρεπορτάζ για έναν έμπορο ναρκωτικών, έκοψαν τον λαιμό του σκυλιού της και άφησαν το σώμα του στην πόρτα του σπιτιού τής οικογένειας.

Η Γκαλιζία είχε όμως τέτοια επιρροή, που τον Ιούνιο του 2017, μετά από αποκάλυψή της ότι η γυναίκα του πρωθυπουργού Τζόζεφ Μουσκάτ, διατηρούσε offshore εταιρεία στον Παναμά, ο τελευταίος προκήρυξε άρον-άρον εκλογές. Η επίσημη αιτιολογία ήταν ο κλονισμός της εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του από το ρεπορτάζ της Δάφνης.


Γραφεία του Εργατικού Κόμματος στην πρωτεύουσα Βαλέτα. Στο πανό ο 44χρονος πρωθυπουργός Τζοζέφ Μουσκάτ.  

Την επομένη των εκλογών, ο Τζόζεφ Μουσκάτ των Εργατικών, είχε κερδίσει και πάλι την εξουσία, και παρά το σκάνδαλο και τις κατηγορίες, το αποτέλεσμα τον αποθέωσε πανηγυρικά. Στους δρόμους της Μάλτας είχε στηθεί ένα πάρτι άνευ προηγουμένου. Γιατί όμως η αποκάλυψη της Δάφνης άφησε τόσο αδιάφορους τους Μαλτέζους;

«Για να καταλάβεις καλύτερα, χρειάζονται κάποια ταχύρρυθμα μαθήματα πολιτικής ιστορίας» μού λένε οι φίλες της Δάφνης το βράδυ που συναντιόμαστε. Σε ένα μεσαιωνικό σπίτι με πισίνα, πίνουμε κόκκινο κρασί ενώ η Μικέλα, η Πίπα και η Γκλόρια μού μιλάνε πολύ πρόθυμα για την αγαπημένη τους φίλη που όλες θαύμαζαν ως άνθρωπο και ως δημοσιογράφο. «Η Δάφνη ήταν ευγενική, ντροπαλή στις προσωπικές της σχέσεις, έτρεχε να βοηθήσει όποιον είχε ανάγκη. Είχε σπουδάσει αρχαιολογία και ήταν πολύ δυνατή στην ιστορία. Της άρεσε πολύ ο χορός» λένε.

«Στη μαλτέζικη κοινωνία επικρατεί η διαφθορά, η αναξιοκρατία και όλοι κοιτάνε να μην ξεβολευτούν. Η Δάφνη τα ’βαζε με τα μεγάλα κεφάλια κι αυτό δεν άρεσε σε κανέναν. Οι Μαλτέζοι έχουν μάθει πάππου προς πάππου στην πόλωση, ψηφίζουν φανατικά, είτε ψηφίζουν Αριστερά είτε Δεξιά. Εκείνη τα ’βαζε με όλους και ειδικά με τα σκάνδαλα των Εργατικών και τη μισούσαν γι’ αυτό. Επί πρωθυπουργίας του Εργατικού Ντομ Μίντοφ (1955–58 και 1971–84) -που άλλοι τον απεχθάνονται και άλλοι τον έχουν θεό- η Μάλτα ήταν κλειστή σαν κομμουνιστικό κράτος. Σκέψου ότι εμείς μεγαλώσαμε χωρίς σοκολάτες, χωρίς οδοντόπαστες, χωρίς πάρτι και όλοι φορούσαμε τα ίδια παπούτσια. Κάποια στιγμή ζήσαμε τον μεγάλο διχασμό: Θα πάμε με την Ιταλία ή με τη Μεγάλη Βρετανία; Πρέπει να μιλάμε ιταλικά ή αγγλικά; Η Δάφνη έγραφε από τα πρώτα της κιόλας βήματα κατά της πολιτικής του Μίντοφ και τασσόταν υπέρ της Βρετανίας, θέση που έβρισκε αντίθετους τους Εργατικούς. Και κάπως έτσι ξεκινάει η μεγάλη αποστροφή προς το πρόσωπό της. Η Δάφνη προερχόταν από οικογένεια πολιτικών και πίστευε ότι ο δημόσιος βίος θέλει καθαρά χέρια και αξίες».

«Επίσης είμαστε μια κοινωνία που αγαπάει τον μισογυνισμό. Μία γυναίκα μόνη της να τα βάζει με όλους; Ποιος το φαντάστηκε!» Η Δάφνη ξεκίνησε να αρθρογραφεί στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 και αντιμετώπιζε την ερώτηση: «Ποιος στα γράφει; Ο πατέρας σου; Ο άντρας σου;» Όχι τυχαία, λοιπόν, τα έσοδα του βιβλίου Invicta διατίθενται από την οικογένεια τής δημοσιογράφου για τη στήριξη κακοποιημένων γυναικών.

Οι φίλες της Δάφνης μού αφηγούνται ιστορίες που διαδραματίστηκαν μετά τη δολοφονία. Στο ιδιωτικό σχολείο που πάνε τα παιδιά τής Μικέλα, σε ένα αφιέρωμα που θα έκαναν οι μαθητές, η δασκάλα ζήτησε από ένα παιδί να διαβάσει ένα κείμενο που έλεγε ότι η δημοσιογράφος «πέθανε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα». Η μητέρα του παιδιού εξοργίστηκε και αρνήθηκε το παιδί της να πει οτιδήποτε άλλο εκτός από  «δολοφονήθηκε». Στο σπίτι, λίγο πριν το «bedtime», η Μικέλα και τα πέντε παιδιά της παίζουν scrabble με αγγλικές λέξεις, ενώ η αγωνία και η ευχή της μητέρας τους είναι «να φύγουν, να ζήσουν μακριά από αυτή τη χώρα χωρίς μέλλον για τη νέα γενιά».

Η Μάλτα είναι μία σταθερά πολωμένη χώρα, χωρισμένη στα δύο: από τη μία είναι οι Εργατικοί ή laburistas (Partit Laburista) και από την άλλη οι Δεξιοί ή nationalistas (Partit Nazzjonalista): το Εργατικό Κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία θα ήταν το δικό μας ΠΑΣΟΚ, αν αναζητήσουμε μια οικεία αναλογία, ενώ οι Nationalistas, η αξιωματική αντιπολίτευση, ανήκουν στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, όπου ανήκει και η Νέα Δημοκρατία αντίστοιχα. Η Δάφνη, παρόλο που είχε βρεθεί σε κόντρα με τον τελευταίο ηγέτη της Δεξιάς, Aντρέα Ντελία, υπήρξε παραδοσιακά υποστηρίκτρια των Δεξιών και αυτό δεν ήταν ποτέ μυστικό στη Μάλτα.

Οι υποστηρικτές του Εργατικού Τζόζεφ Μουσκάτ δεν πείστηκαν από τις προεκλογικές αποκαλύψεις της, λοιπόν. Περισσότερο συσπειρώθηκαν, χαρίζοντάς του τη νίκη με 55% καθώς και αύξηση των ψήφων του σε σχέση με τις εκλογές του 2013.

Το ραντεβού με την αδερφή της Δάφνης

Είναι Δευτέρα, 14 Μαΐου, και το ραντεβού μας με την Κορίν είναι στις 3 και μισή το μεσημέρι σε ένα γνωστό καφέ στο τουριστικό κέντρο της πρωτεύουσας, της Βαλέτας. Η Κορίν είναι μία από τις δύο αδερφές της Δάφνης, η πιο κοντινή της ηλικιακά, με την οποία συνεργάζονταν και επαγγελματικά.  

Στον δρόμο για τη συνάντησή μας, απέναντι από τα δικαστήρια, βλέπω το μνημείο που έχει στηθεί συμβολικά εκεί, στη μνήμη της νεκρής δημοσιογράφου. Λουλούδια, φωτογραφίες και μια ερώτηση: «Ποιος σκότωσε τη Δάφνη;». Μια ερώτηση που στοχεύει την κυβέρνηση και το «αμφίβολης αξιοπιστίας» δικαστικό σύστημα της χώρας.

Στις συζητήσεις των Μαλτέζων ψιθυρίζεται ότι πίσω από τη δολοφονία της Δάφνης είναι η κυβέρνηση, κάποιοι πιστεύουν ότι είχε φτάσει πολύ κοντά στην αποκάλυψη κάποιου σημαντικού σκανδάλου που θα έκαιγε σημαντικά ονόματα, ενώ άλλοι λένε ότι η δολοφονία της ξεπερνάει τα σύνορα της Μάλτας.

«Ακόμα και αυτό το μνημείο το κατέστρεψαν δεκάδες φορές και έπειτα απλός κόσμος το ξανάστησε. Ποιος το καταστρέφει; Αυτοί που κάποιος τους βάζει» μου λέει η Κορίν ενώ πίνουμε τον καφέ μας ανάμεσα σε ανέμελους τουρίστες.

Δείχνει ευσυγκίνητη μιλώντας για την αδερφή της, αλλά χωρίς να αφήνεται να την παρασύρουν τα συναισθήματά της. Η Κορίν μού μιλάει λογικά και αναζητά δικαιοσύνη για τη δολοφονία της Δάφνης, χωρίς να ελπίζει ιδιαίτερα όμως. Και ίσως εύλογα.

Η δικαστικός που ανέλαβε την έρευνα του φόνου, ήταν αυτή που η Δάφνη έβαζε συχνά στο στόχαστρο των δικών της δημοσιογραφικών ερευνών. Η οικογένειά της Γκαλιζία διαμαρτυρήθηκε για τη σύγκρουση συμφερόντων και ζήτησε να απομακρυνθεί η συγκεκριμένη δικαστικός ώστε να αποφευχθεί η μεροληψία. Σήμερα, οι πρωινές εφημερίδες της Μάλτας γράφουν ότι ο ένας από τους δικαστικούς λειτουργούς που διεξάγουν έρευνα για τη δολοφονία, θα πάρει προαγωγή μέσα στις επόμενες μέρες και άρα θα πρέπει να απομακρυνθεί από την υπόθεση. Και ως ειρωνεία, μαθαίνω λίγο αργότερα ότι αυτός είναι «ο πιο αφοσιωμένος ώστε να διενεργηθεί μια δίκαιη έρευνα και αυτός που θέλει πραγματικά να βρεθεί ο ένοχος».

«Στη Μάλτα, τα media είναι εξίσου πολωμένα με την πολιτική, διαιρεμένα σε αριστερά και δεξιά Μέσα. Οι δημοσιογράφοι δεν μπορούν να γράψουν ελεύθερα γιατί ο χώρος για ανεξάρτητη δημοσιογραφία είναι πολύ περιορισμένος, όπως περιορισμένη είναι και η αντίληψη των ανθρώπων για την ελεύθερη δημοσιογραφία. Τα νέα τα μαθαίνουν από κανάλια που σχετίζονται με πολιτικά κόμματα και οι άνθρωποι δε διαβάζουν διαφορετικές απόψεις. Σε αυτό το περιβάλλον εργαζόταν η αδερφή μου. Όσο για την κοινωνία των πολιτών, υπάρχει το ίδιο πρόβλημα με τα media. Όλοι διαμαρτύρονται πίσω από ένα κομματικό πανό. Η ιδέα μιας ανεξάρτητης κοινωνίας των πολιτών είναι ακόμα κάτι πολύ νέο στη Μάλτα. Μετά τον θάνατο της Δάφνης, όμως, είδαμε ομάδες να κινητοποιούνται για να διεκδικήσουν δικαιοσύνη, γιατί καταλαβαίνουν ότι η δολοφονία της μας αφορά όλους» λέει η Κορίν. «Φυσικά και η δολοφονία έχει αρνητικές συνέπειες για την ελευθερία του λόγου. Όταν πέθανε, ήταν η μόνη που έκανε ερευνητική δημοσιογραφία. Σήμερα κάποιοι σφίγγουν τα δόντια και το παλεύουν, αλλά με τις εύλογες επιφυλάξεις. Αν σκότωσαν μία συνάδελφό σου, πόσο εύκολα παίρνεις το ίδιο ρίσκο;»

«Ήθελαν μια θεαματική δολοφονία, μια παραδειγματική δολοφονία»

Η Ελλάδα, παίζει κι αυτή έναν σημαντικό ρόλο στην ιστορία. Η Ρωσίδα πληροφοριοδότρια της Δάφνης, Μαρία Εφίμοβα, πρώην τραπεζική υπάλληλος και μάρτυρας σε υποθέσεις διαφθοράς και ξεπλύματος μαύρου χρήματος παραδόθηκε στις ελληνικές Αρχές τον Μάρτιο, εκφράζοντας τον φόβο ότι θα έχει την ίδια κατάληξη με τη δημοσιογράφο. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών αρνήθηκε την έκδοση της Εφίμοβα στη Μάλτα, η οποία έχει βρει καταφύγιο με την οικογένειά της στην Κρήτη.

Παρ’ όλα αυτά, η περιπέτεια της πληροφοριοδότριας δεν τελειώνει εδώ, καθώς ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών, Αντώνης Λιόγας, άσκησε έφεση κατά της παραπάνω απόφασης του Συμβουλίου Εφετών, παραπέμποντας έτσι την υπόθεση στον Άρειο Πάγο. Το ανώτατο δικαστήριο θα αποφανθεί στις 14 Ιουνίου σχετικά με το αν θα εκδοθεί τελικά ή όχι στη Μάλτα «η μοναδική εν ζωή μάρτυρας που μπορεί να αποκαλύψει την κρατική διαφθορά στη [χώρα]».

Πίσω στη Μάλτα, τα νέα για την εξέλιξη της αστυνομικής έρευνας για τη δολοφονία της Δάφνης, η οικογένεια τής δημοσιογράφου τα μαθαίνει από τις ειδήσεις, σαν κάθε άλλος. Τρεις άντρες, που δηλώνουν αθώοι, έχουν συλληφθεί, αλλά όλοι πιστεύουν ότι ο εγκέφαλος του φόνου είναι κάποιος που δε θα πιαστεί εύκολα. «Οι γιοι μου και εγώ δεν έχουμε πειστεί ότι η κυβέρνησή μας θέλει να διαπιστώσει ποιος έβαλε αυτούς τους τρεις γιατί φοβάται ότι όποιος τους έβαλε είναι στην πραγματικότητα πολύ κοντά στην ίδια την κυβέρνηση. Γι’ αυτό μάλλον δε θα μάθουμε ποτέ την αλήθεια» ήταν πρόσφατα τα λόγια του άντρα της Δάφνης.

«Δεν είχα καμία αμφιβολία ότι η Δάφνη Καρουάνα Γκαλιζία θα δολοφονούνταν. Εδώ είναι Μάλτα και δεν μπορείς να περιμένεις ότι η εντιμότητα και η τόλμη θα μείνουν ατιμώρητες. […] Στη Μάλτα, η θανατική ποινή καταργήθηκε στις 21 Μαρτίου 2000. Την κρατήσαμε μόνο για το έγκλημα της αμφισβήτησης της εξουσίας» διαβάζω ένα μικρό απόσπασμα στην Κορίν από το βιβλίο Invicta, που θα πει «ανίκητη».

«Ισχύει ως ένα βαθμό, ναι… Το ξέραμε ότι υπήρχε κίνδυνος αλλά και πάλι, το σοκ της δολοφονίας είναι σοκ. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε. Ούτε να μιλάμε μόνο για “μία μπλόγκερ”. Μιλάμε για έναν άνθρωπο που είχε ζωή, προσωπικότητα, οικογένεια, παιδιά. Λένε κάποιοι “της άξιζε να πεθάνει”. Σε κανέναν δεν αξίζει να πεθάνει έτσι. Σε κανέναν. Και ειδικά επειδή έλεγε την αλήθεια. Δεν ήθελαν να φανεί σαν αυτοκτονία ή ατύχημα. Ήθελαν μια θεαματική δολοφονία, μια παραδειγματική δολοφονία για τη Δάφνη».

«Δε θα μας κλείσετε τα στόματά μας»

«Η Δάφνη δολοφονήθηκε μια ηλιόλουστη μέρα με δυνατό φως. Οι συνάδελφοί της τώρα θα ρίξουν άπλετο φως στις ιστορίες που τη σκότωσαν». Η σκυτάλη των ερευνών της πέρασε στην ομάδα ερευνητικής δημοσιογραφίας με έδρα το Παρίσι, Forbidden Stories, που αναλαμβάνει να συνεχίζει τη δουλειά φυλακισμένων ή δολοφονημένων δημοσιογράφων ανά τον κόσμο. Και έτσι εγένετο το The Daphne Project.

Αγοράζω εφημερίδα. Το πρωτοσέλιδο της Times of Malta γράφει «Παρείσφρηση της μαφίας αναστατώνει τη βιομηχανία του online gaming». Ο κλάδος που δίνει εργασία στους Έλληνες και σε άλλους μετανάστες κατηγορείται ως κερκόπορτα για το ιταλικό οργανωμένο έγκλημα. «Είναι ευκολότερο να συνεργάζεσαι με το Περού ή την Κολομβία παρά με τις Αρχές της Μάλτας» δηλώνει αγανακτισμένος ο Ιταλός εισαγγελέας στο εν λόγω ρεπορτάζ. Η σχετική αποκάλυψη για τον διαδικτυακό τζόγο και τη μαφία είναι αποτέλεσμα έρευνας του The Daphne Project.

Το λεωφορείο έχει πάρει πια τον δρόμο για το αεροδρόμιο και την πτήση της επιστροφής στην Αθήνα. Ένα σύνθημα δείχνει φρέσκο σε έναν τοίχο: «Δε θα μας κλ€ίσετε τα στόματά μας. RIP Δάφνη».

Θυμάμαι τα λόγια της αδερφής της: «Σε κανέναν δεν αξίζει να πεθάνει έτσι». Η Δάφνη ήταν μία γυναίκα με ένα λάπτοπ. Μια δημοσιογράφος που ερευνούσε μόνη της τα σκάνδαλα μιας χώρας, αφύλαχτη στο σπίτι της, όταν άλλοι συνάδελφοί της εργάζονταν στις ίδιες παγκόσμιες έρευνες σε μεγάλα, ερμητικά κλειστά και ασφαλή γραφεία. «Είναι τραγικό, αλλά το μήνυμά της μπορεί να διαδοθεί περισσότερο μέσω του θανάτου της παρά όσο ήταν εν ζωή» μου είπε μία από τις φίλες της. Το μήνυμα δεν το δολοφόνησαν μαζί με τη Δάφνη. Αντιθέτως, ίσως το δυνάμωσαν. Όμως και πάλι. Σε κανέναν δεν αξίζει να ανατιναχτεί από μια βόμβα και οι αγαπημένοι του να τρέχουν από το σπίτι για να μαζέψουν με τα χέρια τους τα απομεινάρια του ανθρώπου τους. Σε εμάς τους ίδιους αξίζουν καλύτερες κοινωνίες για να ζούμε -ως δημοσιογράφοι και ως άνθρωποι. 

Σημείωση: Το άρθρο ανανεώθηκε στις 30/05 για να προστεθεί ότι η απόφαση του Αρείου Πάγου για την πληροφοριοδότρια αναμένεται στις 14 Ιουνίου 2018.