του Θάνου Καμήλαλη

Ας πάρουμε τα γεγονότα από την αρχή κι εξετάζοντας το δεύτερο επίπεδο πρώτα. Ο Πάνος Καμμένος συναντήθηκε με τον ομόλογό του των ΗΠΑ, Τζέιμς Μάτις και του παρουσίασε ένα εναλλακτικό σχέδιο για το «Μακεδονικό». Ή καλύτερα, ένα σχέδιο που θα διασφαλίσει τον έλεγχο της βαλκανικής χερσονήσου από τις ΗΠΑ, χωρίς να χρειαστεί να μετονομαστεί η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας σε Βόρεια Μακεδονία (και «χάσουμε το όνομα»), ώστε να εισέλθει στο ΝΑΤΟ.

Η κίνησή του αυτή προκάλεσε ένα διακριτικό «άδειασμα» από το Μέγαρο Μαξίμου και την έντονη αντίδραση βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ίδιος, απαντώντας, έδωσε δύο, κάπως διαφορετικές εκδοχές. Η πρώτη ήταν ότι κατέθεσε την πρόταση ως «προσωπική άποψη», που εκφράζει τον ίδιο και το κόμμα του, ως κυβερνητικό εταίρο. Η δεύτερη, είναι ότι «την εναλλακτική πρόταση τη γνωρίζει ο πρωθυπουργός αλλά δεν την έχει εγκρίνει ως κυβερνητική πολιτική». 

Το plan b είναι των ΗΠΑ και της κυβέρνησης, όχι του Καμμένου

Εδώ υπάρχει ένα μεγάλο ζήτημα: Ή ο υπουργός Άμυνας, χρησιμοποιώντας την κυβερνητική του θέση, έκανε μια πρόταση για ζήτημα που δεν είναι της αρμοδιότητάς του (είναι θέμα εξωτερικής πολιτικής) και δεν έχει εγκριθεί από τον Πρωθυπουργό, ή λειτούργησε ως κυβερνητικός… «λαγός». «Πρότεινε» δηλαδή ένα σχέδιο που σίγουρα γνωρίζει ο Αλέξης Τσίπρας, για το οποίο γίνεται διπλωματική και στρατιωτική επεξεργασία εδώ και καιρό. Ένα σχέδιο που ο Πρωθυπουργός νομιμοποίησε και ενστερνίστηκε, ως «plan b», κατά τη διάρκεια του υπουργικού συμβουλίου, παίρνοντας ουσιαστικά το μέρος του Καμμένου στην σύγκρουσή του με τον Κότζιά. Απλά δεν είναι η επίσημη θέση Ελλάδας και ΗΠΑ. Αν και όταν χρειαστεί, θα γίνει.

Το σχέδιο αυτό, που περιλαμβάνει μια στρατιωτική συμμαχία των χωρών των Βαλκανίων, υπό τις ΗΠΑ, με την παρουσία της ΠΓΔΜ αλλά και της Σερβίας, που λόγω του πρόσφατου παρελθόντος έχει αποκλείσει το σενάριο εισόδου της στο ΝΑΤΟ, μοιάζει σαν έτοιμο από καιρό. Σε ένα προχθεσινό του άρθρο, ο δημοσιογράφος Μιχάλης Ιγνατίου, που γνωρίζει πολύ καλά τα θέματα εξωτερικής πολιτικής και διπλωματίας και μελέτησε την πρόταση, κάνει μία λογική υπόθεση: «Το Σχέδιο Β του Καμμένου, ήταν τόσο καλά σχεδιασμένο, που δεν μπορεί να το σκέφθηκε εκείνη τη στιγμή της συνάντησης. Μελετώντας την πρόταση του, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι εργάστηκαν για την εκπόνηση της, διπλωμάτες και στρατιωτικοί. Είναι δυνατόν να μην τη συζήτησε με τον Πρωθυπουργό πριν την ανακοινώσει στους Αμερικανούς;»

Εξάλλου, θα ήταν παράλογο να μην υπάρχει plan b για τις ΗΠΑ, πέρα από τη «Συμφωνία των Πρεσπών». Ειδικά μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στη γειτονική χώρα, που έδειξε ότι ο Ζάεφ θα δυσκολευτεί πάρα πολύ να βρει τους 80 βουλευτές που χρειάζεται για να εγκριθεί η συνταγματική αναθεώρηση. Είτε αυτές τις μέρες, στη συζήτηση στη Βουλή της ΠΓΔΜ, είτε μετά από εκλογές, μοιάζει πολύ δύσκολο να σχηματιστεί η απαιτούμενη πλειοψηφία. Πρώτον, ήδη το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης VMRO αποφάσισε να αποχωρήσει από τη συζήτηση. Δεύτερον, οι ψήφοι που πήρε το «Ναι» στο πρόσφατο δημοψήφισμα προϊδεάζουν για το ποσοστό που θα μπορούσε να αγγίξει το κόμμα του Ζάεφ (μαζί με τα κόμματα της αλβανόφωνης αλλά ισχυρής μειονότητας που τάχθηκαν υπέρ της Συμφωνίας).

Καθώς λοιπόν η Συμφωνία των Πρεσπών κλυδωνίζεται και μοιάζει πλέον ετοιμόρροπη, έρχεται σιγά σιγά στη δημοσιότητα το «σχέδιο Β». Άλλωστε, «το σενάριο του ευχάριστου ναυαγίου», δηλαδή το σενάριο που η Συμφωνία καταρρέει αλλά με αποκλειστική υπαιτιότητα των γειτόνων, ήταν πάντα στα υπόψιν της ελληνικής κυβέρνησης (το TPP το είχε αναλύσει από τον περασμένο Μάιο)

Ποιο είναι το διακύβευμα όλων αυτών; Εξαρχής, από τη στιγμή που οι ΗΠΑ έδωσαν την εντολή στις δύο κυβερνησεις να λύσουν τη μεταξύ τους διαφορά, ο μόνος στόχος τους ήταν το πώς:

α) Θα ελέγχουν ολοκληρωτικά τα Βαλκάνια
β) Θα κατανείμουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις σε αυτά

Παρουσιάζοντας το plan B, η ελληνική κυβέρνηση, μέσω του Καμμένου, προσέφερε την εναλλακτική. Χρήση των ελληνικών εγκαταστάσεων σε «Βόλο, Λάρισα, Αλεξανδρούπολη», στην Κάρπαθο, αναβάθμιση (πιθανώς με πυρηνικά) του Αράξου και αναβάθμιση της Σούδας. Τη μετατροπή δηλαδή της χώρας σε ένα μεγάλο αμερικανικό ορμητήριο (βλ.αναλυτικά εδώ), με αύξηση της συμμετοχής της σε πολεμικές επιχειρήσεις και αμφίβολα ανταλλάγματα.

Όσο και να φωνάζει ο κάθε Φίλης, όσο και βουλευτές ή στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να πέφτουν από τα σύννεφα, αυτή η μετατροπή συμβαίνει, εδώ και καιρό μάλιστα. Όπως είπε και ο Καμμένος, απαντώντας στην (περιορισμένη) κριτική του ΣΥΡΙΖΑ για τις βάσεις, «αυτά ήδη συμβαίνουν». Αμερικανοί στρατιωτικοί επιθεωρούν τις ελληνικές βάσεις, στη Λάρισα έχουμε drones, τον Άραξο επισκέπτεται ο επικεφαλής πυρηνικής πολιτικής του ΝΑΤΟ κλπ.

Η… προφητεία του τρένου και ο Κοτζιάς

Στο εγχώριο επίπεδο βέβαια, τα πράγματα είναι πολυ πιο απλά. Ο Πάνος Καμμένος γνωρίζει ότι η επιβίωση της συγκυβέρνησης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον ίδιο και το κόμμα του. Γνωρίζει την φθορά που έχουν υποστεί οι ΑΝΕΛ από τη μνημονιακή διακυβέρνηση της χώρας και προσπαθεί να δηλώσει με κάθε τρόπο τη διαφοροποίησή του στο Μακεδονικό, με παράλληλη βέβαια διατήρηση της εξουσίας. Εκμεταλλευόμενος λοιπόν τη θέση του και την εύθραυστη κυβερνητική πλειοψηφία στη Βουλή, μπορεί να λέει ό,τι θέλει για τη Συμφωνία των Πρεσπών, χωρίς συνέπειες, παρά το γεγονός ότι έρχεται εδώ και μήνες σε πλήρη αντίθεση με την επίσημη κυβερνητική θέση και σε πλήρη σύγκρουση με τον Νίκο Κοτζιά.

Όλα αυτά γίνονται υπό την ανοχή του Πρωθυπουργού, που γνωρίζει από την πλευρά του ότι, για να έχει ελπίδες να κερδίσει τις επόμενες εκλογές, θα πρέπει να έχει προλάβει να παρουσιάσει «μεταμνημονιακό έργο», δηλαδή αναβολή της περικοπής των συντάξεων και προώθηση κάποιων, έστω ελάχιστων, θετικών μέτρων και φοροελαφρύνσεων. Παράλληλα, ο Τσίπρας γνωρίζει ότι, μπορεί να έχει την απαραίτητη πλειοψηφία για να κυρώσει η Ελλάδα την συμφωνία των Πρεσπών, αλλά δεν φαίνεται να υπάρχουν οι απαιτούμενοι βουλευτές για να δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, αν αποχωρήσουν οι ΑΝΕΛ.

Η κατάσταση έφτασε σε τέτοιο σημείο, που ο Κοτζιάς, στο χθεσινό υπουργικό συμβούλιο, ζήτησε ξεκάθαρη στήριξη από τον Πρωθυπουργό. Ρητά ή άρρητα, ειδικά μετά τις μομφές Καμμένου για τα μυστικά κονδύλια και τις χρηματοδοτήσεις του Σόρος, τέθηκε δίλημμα «ή εγώ ή αυτός». Ο Τσίπρας και αρκετοί όπως φάινεται άλλοι υπουργοί στήριξαν τον Καμμένο, που πετυχαίνει έναν θρίαμβο για τον ίδιο και το πολιτικό του ακροατήριο.

Η ανοχή και η διαστρέβλωση του τι συμβαίνει εδώ και μήνες μάλιστα είναι τέτοια, που ο Αλέξης Τσίπρας, σε ένα σημείο των δηλώσεων του, έμοιαζε σαν να διαβάζει… λάθος κείμενο:

Σηματοδοτεί την απόφαση μου να μην ανεχτώ από εδώ και στο εξής καμιά διγλωσσία από οποιοδήποτε και καμιά προσωπική στρατηγική στην εθνική γραμμή της χώρας και να μην ανεχτώ από κανέναν συνειδητά ή ασυνείδητα, εν προκειμένω ασυνείδητα να διαταράξει την ομαλή πορεία της χώρας προς την οριστική έξοδο από την κρίση και τα μνημόνια.

Να στείλω ένα μήνυμα προς τους γείτονές μας που αυτές τις ημέρες έχουν τις δικές τους διαδικασίες, όπως προβλέπονται προκειμένου να προχωρήσουν στην αλλαγή της συνταγματικής ονομασίας τους, όπως προβλέπει η συμφωνία.

Αυτές οι διακηρύξεις θα ίσχυαν αν είχε παραιτηθεί ο Καμμένος, όχι ο Κοτζιάς, αν δηλαδή στην σύγκρουση του ο Πρωθύπουργός είχε στηρίξει τον δεύτερο, τον αρχιτέκτονα της συμφωνίας των Πρεσπών και όχι τον ενδοκυβερνητικό εχθρό της. Αν είχε στηρίξει ίσως τον πιο φειδωλό υπουργό του και όχι αυτόν που περνάει άπλετο χρόνο στα κανάλια, ενάντια στην κυβερνητική πολιτική, ή που σπεύδει να τουϊτάρει ότι «η Συμφωνία των Πρεσπών είναι άκυρη», λίγα λεπτά μετά τα πρώτα αποτελέσματα στο δημοψήφισμα της ΠΓΔΜ.

Οι αποφάσεις Τσίπρα δεν θα πρέπει να προκαλούν εντύπωση. Άλλωστε ο Πρωθυπουργός έχει αποδείξει ότι δεν διστάζει να αδειάσει κυνικά στενούς του συνεργάτες, όταν οι περιστάσεις το απαιτούν. Το όνομα του Νίκου Κοτζιά απλά προστίθεται στον κατάλογο, κάτω από τα ονόματα του Βαρουφάκη, της Κωνσταντοπούλου, του Λαφαζάνη. Του Νίκου Φίλη επίσης, που είχε αποχωρήσει από τη θέση του υπουργού Παιδείας, μετά από την σύγκρουση με τον Καμμένο και την Εκκλησία.

Και στην τελική, η προεκλογική διαφήμιση των ΑΝΕΛ το 2015 ήταν ξεκάθαρη. Σήμερα το πρωί, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος, παρομοίασε την κυβέρνηση με ένα τρένο, καλώντας «όποιον διαφωνεί, να κατέβει». Ο πρώην πλέον ΥΠΕΞ κατάλαβε με τον χειρότερο τρόπο ότι, όπως είχε προφητεύσει το σποτ, το τρένο το οδηγεί ο Αλέξης, αλλά το καθοδηγεί ο Πάνος