Μετά τις πολύ έντονες αντιδράσεις που προκάλεσαν στην ελληνική πολιτική σκηνή οι δηλώσεις του προ ημερών, ο Ζ. Ζάεφ διέψευσε ότι θα υπάρξει κάποιο παράρτημα στη Συμφωνία των Πρεσπών και τόνισε ότι ο ίδιος βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία με τον Αλέξη Τσίπρα. Όπως αναφέρουν πληροφορίες της «Εφημερίδας των Συντακτών», ο Ζάεφ επανέλαβε ότι οι πολίτες της ΠΓΔΜ έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τη «μακεδονική» γλώσσα και αυτό είναι κάτι που αναγνωρίζεται από την Ελλάδα.

«Σε κάθε περίπτωση, αυτό που είναι σημαντικό είναι πως πρέπει και οι δύο πλευρές να προσέχουμε τη φρασεολογία μας. Είναι γεγονός ότι στη συμφωνία υπάρχει αναφορά σε “μακεδονική” γλώσσα, είναι γεγονός ότι αυτή ανήκει στη νοτιοσλαβική ομάδα γλωσσών και αυτό είναι κάτι που είναι αποδεκτό και αποτελεί μέρος της συμφωνίας, όπως είναι γεγονός ότι θα γίνουμε Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας. Πρέπει να προσέχουμε επειδή το δικαίωμά μας στον αυτοπροσδιορισμό, το δικαίωμά μας να χρησιμοποιούμε τη “μακεδονική” μας γλώσσα, είναι αποδεκτό και αναγνωρίζεται από την Ελλάδα», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Ζάεφ.

Παράλληλα, τόνισε ότι στο πνεύμα της Συμφωνίας των Πρεσπών θα οικοδομηθεί φιλία και όχι εχθρότητα μεταξύ των δύο χωρών και εξέφρασε την πεποίθηση ότι ο Αλέξης Τσίπρας και η ελληνική κυβέρνηση θα εκπληρώσουν όσα έχουν συμφωνηθεί ανάμεσα στις δύο χώρες.

Μετά την ολοκλήρωση του συμβουλίου των Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ την Δευτέρα, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Κατρούγκαλος, δήλωσε ότι όλοι οι υπουργοί έδωσαν έμφαση «στο πόσο σημαντικό βήμα είναι η Συμφωνία των Πρεσπών» ως προς την σταθεροποίηση στην περιοχή των Βαλκανίων.

«Υπάρχουν πολιτικές προϋποθέσεις για κοινοβουλευτική πλειοψηφία»

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος, εκτίμησε ότι «υπάρχουν αυτήν τη στιγμή οι πολιτικές προϋποθέσεις για μία ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία, στην πιθανότατη περίπτωση που ολοκληρωθούν με επιτυχία οι διαδικασίες της συνταγματικής αναθεώρησης στην γείτονα και θα έρθει η συμφωνία των Πρεσπών για κύρωση στην ελληνική Βουλή».

Σχετικά με τη στάση που θα κρατήσει το Ποτάμι, ο Δ. Τζανακόπουλος τόνισε πως η «παραφιλολογία περί αμφιταλάντευσης» διασκεδάστηκε μετά τις πρόσφατες δηλώσεις του Σταύρου  Θεοδωράκη, που τάχθηκε υπέρ της συμφωνίας. «Το Ποτάμι είχε τοποθετηθεί με σαφήνεια, καθαρότητα και ειλικρίνεια υπέρ της συμφωνίας. Ο κ. Θεοδωράκης είχε δηλώσει τότε ότι δεν πρόκειται να γίνει “κατσαρίδα” της πολιτικής. Δεν πρόκειται να θυσιάσει αρχές, αξίες, αλλά και το συμφέρον της χώρας στο βωμό των πολιτικών σκοπιμοτήτων. Αυτή τη στάση την τήρησε και αυτή την στάση θεωρώ ότι τηρεί το Ποτάμι ακόμα και σήμερα».

Απειλεί με βέτο η Βουλγαρία

Ο Βούλγαρος αναπληρωτής πρωθυπουργός και υπουργός Άμυνας Κρασιμίρ Καρακατσάνοφ, απείλησε με βέτο στην ένταξη της ΠΓΔΜ στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ σε περίπτωση που η κυβέρνηση Ζάεφ δεν σταματήσει τις αναφορές στη «μακεδονική» τους γλώσσα. «Δεν θα επιτρέψουμε “μακεδονική γλώσσα” σε Ε.Ε. και ΝΑΤΟ. Τα Σκόπια να σταματήσουν την παραχάραξη της ιστορίας. «Υπάρχει μια τάση από τη βουλγαρική πλευρά να κάνουμε συμβιβασμούς, που κατά την γνώμη μου είναι απαράδεκτοι. Από τη “μακεδονική” πλευρά εκφράστηκε η επιθυμία να αμφισβητηθούν σοβαρά θέματα, να αλλαχθούν και να γίνουν δεκτά αυτά που δεν έχουν καμία σχέση με την ιστορική αλήθεια. Δεν υπάρχει τέτοια γλώσσα και κανείς δεν μπορεί να την καθιερώσει».

Κατανόηση και σεβασμό ζητά η ΠΓΔΜ

Το υπουργείο Εξωτερικών της ΠΓΔΜ απάντησε στον Βούλγαρο υπουργό, ξεκαθαρίζοντας πως η «Δημοκρατία της Μακεδονίας» επιδιώκει αμοιβαία κατανόηση, σεβασμό και φροντίδα για τα συμφέροντα των γειτονικών χωρών.

«Τα όσα είπε αποτελούν θαυμάσια ευκαιρία για παρόμοια ανταπάντηση και για τη δημιουργία ενός φαύλου κύκλου, που θα μας απομακρύνει τον έναν από τον άλλο και θα δημιουργήσει εχθρότητα αντί για φιλία. Υπογράψαμε συμφωνία φιλίας και θα οικοδομήσουμε φιλία, αλλά αυτό προϋποθέτει αμοιβαία κατανόηση, σεβασμό και φροντίδα για τα συμφέροντα του γείτονα. Η “Δημοκρατία της Μακεδονίας” θα συνεχίσει την ενεργητική και εποικοδομητική πολιτική καλής γειτονίας, στο πνεύμα της συμφωνίας που υπογράψαμε με τη Βουλγαρία και των ευρωπαϊκών αξιών που οδηγούν τις δύο χώρες».